Ενδεικτικό είναι το δημοσίευμα της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία όσον αφορά την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της στη διεθνή αγορά, με εκτενή ανταπόκριση από τη Βόρεια Ελλάδα. Συγκεκριμένα, με αφορμή την οικονομική παρακμή του βιομηχανικού πάρκου στην Κομοτηνή, όπου παλαιότερα λειτουργούσαν περίπου 90 βιομηχανίες και σήμερα μόλις 26, οι ανταποκριτές της εφημερίδας διατυπώνουν την εκτίμηση ότι η έλλειψη ενός εθνικού νομίσματος, η υποτίμηση του οποίου θα καθιστούσε τα ελληνικά προϊόντα ανταγωνιστικότερα στη διεθνή αγορά, οδηγεί τη χώρα σε μια σαρωτική εσωτερική υποτίμηση, που συνοδεύεται από μειώσεις μισθών και τιμών, όπως τονίζεται.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι η μέθοδος της εσωτερικής υποτίμησης δεν στέφθηκε με επιτυχία σε άλλες χώρες, καθώς στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι μισθοί μειώνονται σε γενικές γραμμές εν μέσω παρατεταμένης ύφεσης και μαζικής ανεργίας. Στην Ελλάδα, υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά, οι δημόσιες αντιδράσεις κατά της οικονομικής εξαθλίωσης που επέφερε η εσωτερική υποτίμηση, οδήγησαν τη χώρα στα όρια της πολιτικής ακυβερνησίας.
Τέλος, γίνεται αναφορά στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα με την προειδοποίηση του Ταμείου ότι η εσωτερική υποτίμηση ενδέχεται να αποτύχει και ότι οι λιγοστές περιπτώσεις χωρών που επανέκτησαν την ανταγωνιστικότητά τους, περιορίζοντας τα εργατικά κόστη, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία πριν από χρόνια, συνέβησαν σ` ένα ευνοϊκότερο διεθνές περιβάλλον και σε πιο ευέλικτες οικονομίες με μικρότερο χρέος. Αντιθέτως, «στην περίπτωση της Ελλάδας, οι περισσότερες από τις προϋποθέσεις για επιτυχία απουσιάζουν», σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ.
Εξάλλου, σε άλλα δημοσιεύματα και ραδιοτηλεοπτικές αναφορές καταγράφονται οι τελευταίες εξελίξεις στην Ελλάδα με τα μέτρα που ανακοινώνονται στην Αθήνα εν όψει της αναμενόμενης άφιξης του κλιμακίου της τρόικας, την επόμενη εβδομάδα.
Επίσης, το πρακτορείο «Μπλούμπεργκ» αναφέρει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισήγαγε σε νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό της ΕΕ διάταξη που προβλέπει τη σύσταση ταμείου για την αποπληρωμή των χρεών των 17 κρατών-μελών της Ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη πρόταση αντιτίθεται στην πολιτική που πρεσβεύει η Γερμανίδα καγκελάριος Αγ. Μέρκελ περί θέσπισης νομοθεσίας για τον έλεγχο του ελλείμματος, ενώ οι συζητήσεις για το επίμαχο θέμα ξεκίνησαν στις 11 Ιουλίου και ενδέχεται να διαρκέσουν μήνες.
Όπως τονίζεται, οι υποστηρικτές του σχεδίου δήλωσαν ότι είναι καιρός για μια νέα προσέγγιση με στόχο τη σωτηρία της Ευρωζώνης, από τη στιγμή που οι υποσχέσεις που δόθηκαν από το 2010 για δάνεια άνω των 386 δισ. ευρώ σε δοκιμαζόμενα κράτη-μέλη απέτυχαν να μειώσουν το κόστος δανεισμού για χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία.