Η ταυτόχρονη εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων, που εξασφαλίζουν την πρόσβαση του πολίτη στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 5 ΚΔΔ) αφενός, και την προστασία των...
προσωπικών δεδομένων (ν. 2472/1997) αφετέρου, συνιστά αρκετές φορές πρόκληση για τον εφαρμοστή του δικαίου, καθώς δεν υφίσταται ιεραρχική σειρά μεταξύ των ανωτέρω δικαιωμάτων. Για το λόγο αυτό, η Αρχή δέχεται μεγάλο αριθμό αιτήσεων για γνωμοδότηση από υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, οι οποίες ζητούν να πληροφορηθούν, εάν είναι επιτρεπτή η πρόσβαση του πολίτη σε δημόσια έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων. Σε αρκετές περιπτώσεις έχει μεσολαβήσει και η έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για τη χορήγηση του δημοσίου εγγράφου, γεγονός που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Στο πλαίσιο του γενικότερου ενδιαφέροντος, αλλά και προβληματισμού, για την οριοθέτηση και τον σαφέστερο προσδιορισμό της έννοιας της πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα τοποθετείται και το ειδικότερο ζήτημα της πρόσβασης του καθ’ ου η καταγγελία σε στοιχεία του καταγγέλλοντος, αναφορικά με καταγγελία που υποβάλλεται σε δημόσια υπηρεσία.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ:Η Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, με τη γνωμοδότηση 3/2009 ασχολήθηκε με το ζήτημα των εννόμων συνεπειών της εισαγγελικής παραγγελίας για τη χορήγηση δημοσίων εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα και κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1) Δεσμευτικότητα εισαγγελικής παραγγελίας.
α. Η εισαγγελική παραγγελία είναι δεσμευτική για τη Διοίκηση μόνο όταν ο εισαγγελέας ζητά τα στοιχεία στο πλαίσιο άσκησης ποινικής δίωξης (προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση, κύρια ανάκριση). Σε αυτή την περίπτωση, η νομιμότητα της χορήγησης κρίνεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που, ως ειδικότερος, κατισχύει του ν. 2472/1997.
β. Κατά τα λοιπά, η τυποποιημένη εισαγγελική παραγγελία με την ένδειξη δια τα καθ υμάς περαιτέρω; ή για τις περαιτέρω ενέργειες ή παραγγέλλουμε τη χορήγηση γιατί ο αιτών έχει έννομο συμφέρον - δεσμεύει τη Διοίκηση με την έννοια ότι αποτελεί επιτακτική εντολή προς διερεύνηση του αιτήματος. Αυτό σημαίνει ότι η Διοίκηση δεν υποχρεούται να χορηγήσει το δημόσιο έγγραφο άνευ ετέρου, υποχρεούται όμως να δώσει σαφή και αιτιολογημένη απάντηση (θετική ή αρνητική) στον αιτούντα, αφού διερευνήσει το αίτημα με βάση κυρίως το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) και τα άρθρα 5 και 7 του ν. 2472/1997.
2) Όταν το αιτούμενο δημόσιο έγγραφο περιέχει απλά δεδομένα, η Διοίκηση οφείλει να ερευνήσει αν το αίτημα εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του ν. 2472/1997. Αν η Διοίκηση κρίνει ότι επιτρέπεται να χορηγήσει το αιτούμενο έγγραφο, πρέπει προηγουμένως να ενημερώσει τα υποκείμενα των δεδομένων (δηλαδή τα πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων αναφέρονται στο έγγραφο) κατά το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997. Αν, ωστόσο, μετά από ενδελεχή έρευνα του αιτήματος η Διοίκηση έχει εύλογες αμφιβολίες για τη νομιμότητα της χορήγησης, τότε μπορεί να απευθύνει σχετικό αίτημα στην Αρχή, επισυνάπτοντας την αίτηση του τρίτου προσώπου που ζητά τη χορήγηση και εκφράζοντας και η ίδια η Διοίκηση τη δική της άποψη επί του θέματος, όπως έχει υποχρέωση ως υπεύθυνος επεξεργασίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, διευκρινίζεται ότι: α) αν η Αρχή απαντήσει ότι υπάρχει κώλυμα από το ν. 2472/1997 για τη χορήγηση, τότε η Διοίκηση απαγορεύεται να χορηγήσει το αιτούμενο έγγραφο, ενώ β) αν η Αρχή απαντήσει ότι δεν υπάρχει κώλυμα από το ν. 2472/1997, η Διοίκηση επιτρέπεται να χορηγήσει το αιτούμενο έγγραφο (δεν υποχρεούται). Στην ελληνική έννομη τάξη μόνο τα δικαστήρια μπορούν να διατάξουν τη χορήγηση δημοσίων εγγράφων σε τρίτο πρόσωπο. Η Αρχή μπορεί να διατάξει τη χορήγηση μόνο όταν το δημόσιο έγγραφο περιέχει μόνο δεδομένα του ίδιου του αιτούντος (βλ. και παρακάτω υπό 4).
3) Όταν το αιτούμενο δημόσιο έγγραφο περιέχει ευαίσθητα δεδομένα (άρθρο 2 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997), η Διοίκηση πρέπει υποχρεωτικά να λάβει την προηγούμενη άδεια της Αρχής για τη χορήγηση (άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997). Αυτό σημαίνει ότι: α) όταν το αίτημα υποβάλλεται απευθείας στη Διοίκηση, η τελευταία πρέπει να υποβάλει στην Αρχή αίτημα για άδεια χορήγησης ευαίσθητων δεδομένων επισυνάπτοντας και το αίτημα του τρίτου προσώπου που ζητά τη χορήγηση, ενώ β) όταν το αίτημα υποβάλλεται στον Εισαγγελέα, ο τελευταίος θα πρέπει να διαβιβάζει το αίτημα στη Διοίκηση με τη σημείωση ότι η τελευταία οφείλει να ζητήσει την άδεια της Αρχής.
4) Όταν το αιτούμενο δημόσιο έγγραφο περιέχει δεδομένα μόνο του ίδιου του αιτούντος (είτε απλά είτε/και ευαίσθητα), τότε η Διοίκηση πρέπει άνευ ετέρου να χορηγήσει το έγγραφο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 (δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου). Εάν η Διοίκηση αρνείται να ικανοποιήσει το δικαίωμα του αιτούντος-υποκειμένου των δεδομένων, οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 2472/1997 να κοινοποιήσει την απάντησή της αυτή στην Αρχή και να ενημερώσει τον αιτούντα ότι έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή. Αυτή είναι και η μοναδική περίπτωση στην οποία η Αρχή μπορεί να διατάξει τη χορήγηση.
5) Επισημαίνεται η ανάγκη για νέα νομοθετική ρύθμιση που θα εναρμονίσει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα.
-Ποια είναι τα δημόσια έγγραφα;
Κατά το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) δημόσια έγγραφα είναι: α) τα διοικητικά, αυτά δηλαδή που συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις και β) τα ιδιωτικά έγγραφα που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες. Επιπλέον ως διοικητικά έγγραφα γίνεται δεκτό ότι νοούνται και όσα δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες, αλλά χρησιμοποιήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου.
-Ποιες είναι οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα;
Προϋποθέσεις για τη γνώση ή λήψη αντιγράφου των δημοσίων εγγράφων (διοικητικών και ιδιωτικών) αποτελούν η υποβολή αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου και (για τη λήψη αντιγράφου) η καταβολή της απαιτουμένης δαπάνης αναπαραγωγής τους. Περαιτέρω, προκειμένου μεν περί διοικητικών εγγράφων, απαιτείται η συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος ευλόγου ενδιαφέροντος, δηλαδή προσωπικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με το περιεχόμενο τους, προκειμένου δε περί ιδιωτικών εγγράφων, η συνδρομή ειδικού εννόμου συμφέροντος.
-Πώς εμπλέκεται η Αρχή Προστασίας Δεδομένων στο ζήτημα της πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα;
Η Αρχή δεν έχει εκ του νόμου την αρμοδιότητα να ελέγχει την τήρηση της νομοθεσίας για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα. Κατά την εξέταση, όμως, αιτήσεων για γνωμοδότηση από υπηρεσίες του δημοσίου τομέα σχετικά με το αν είναι συμβατή με τη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων η χορήγηση δημοσίων εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, η Αρχή εφαρμόζει παράλληλα και τη νομοθεσία για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα (άρθρο 5 ΚΔΔ).
-Ποια είναι τα συμπεράσματα από την παράλληλη εφαρμογή του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ (ν. 2690/1999) και του ν. 2472/1997;
Η χορήγηση διοικητικών εγγράφων είναι καταρχήν σύμφωνη με τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, καθώς πρόκειται για υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλεται από νόμο και συγκεκριμένα από τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Η χορήγηση διοικητικών εγγράφων που περιέχουν προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων δεν επιτρέπεται, εάν τα δεδομένα αυτά αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή του τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Ως τέτοια νοούνται κυρίως τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (για την έννοιά τους βλ. άρ. 2 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997). Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται η έκδοση προηγούμενης άδειας της Αρχής κατά το άρθρο 7 του ν. 2472/1997. Στην περίπτωση, επίσης, που στα δημόσια έγγραφα περιέχονται προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων τα οποία σχετίζονται με την ιδιωτική ή οικογενειακή τους ζωή (χωρίς να είναι ευαίσθητα) η χορήγησή τους είναι δυνατόν να επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε του ν. 2472/1997.
-Επιτρέπεται η πρόσβαση του καταγγελλομένου στα στοιχεία του καταγγέλλοντος;
Ναι, η πρόσβαση επιτρέπεται εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. όταν υπάρχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας ή εξακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων,
2. όταν το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου,
3. όταν παραβλάπτεται απόρρητο, προβλεπόμενο από ειδικές διατάξεις,
4. όταν η πρόσβαση είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα της υπόθεσης σχετικά με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης,
5. όταν υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν απόλυτη ή μερική τήρηση μυστικότητας,
6. όταν η γνωστοποίηση των στοιχείων του καταγγέλλοντος δύναται να απειλήσει το υπέρτατο έννομο αγαθό της ζωής του.