Θα σου κάνω τατουάζ με άσπρο...
χαυλιόδοντα από αγριογούρουνο!»
Μία βίαιη εικονογραφία που υπόσχεται φοβερές τιμωρίες σε ανταγωνιστές ή σε άπιστους εραστές ήταν κάτι αρκετά κοινό στις κατάρες της Ελληνιστικής εποχής, αλλά η παραπάνω κατάρα είναι ξεχωριστή γιατί απειλεί να πάρει εκδίκηση με το «χτύπημα ενός τατουάζ.» Ο συγγραφέας αυτής της κατάρας που βρέθηκε σε κομμάτια αιγυπτιακού παπύρου είναι άγνωστος, αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία που κάνουν την ποιήτρια Μυρώ από το Βυζάντιο που έζησε περίπου το 300π.Κ.Ε. σαν την πιθανότερη υποψήφια. Δες επίσης Μάγοι και Κατάρες στην Αρχαία Ελλάδα
Ανάλογη τιμωρία με τατουάζ εμφανίζεται την ίδια περίοδο σε μία σκηνή από το θεατρικό έργο του Έλληνα συγγραφέα Ηρώδα, «Η Ζηλιάρα.» Εκεί η περιφρονημένη Βιτίννα καλεί τον Κόση, έναν επαγγελματία του τατουάζ σε σκλάβους, εγκληματίες και αιχμαλώτους πολέμου να φέρει τις βελόνες του για να τιμωρήσει τον άπιστο σκλάβο εραστή της.
Τόσο στον Ελληνικό όσο και στον Ρωμαϊκό κόσμο ο στιγματισμός του σώματος δεν ήταν τόσο διαδεδομένος σε αντίθεση με τον αντίστοιχο στιγματισμό κοπαδιών ζώων που φαίνεται να ήταν μία συνηθισμένη πρακτική. Αν και σήμερα τα τατουάζ είναι κυρίως διακοσμητικά, στην αρχαιότητα μπορεί να λειτουργούσαν σαν τιμωρία, να είχαν μαγικές αλλά και ιατρικές λειτουργίες. Όπως και σήμερα τα βασικά βήματα για τη δημιουργία ενός τατουάζ είναι σε γενικές γραμμές τα ίδια: το δέρμα «τρυπιέται με βελόνες όπου χύνεται το χρώμα, τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μπλε και το μαύρο χωρίς να αποκλείονται και τα άλλα, και έχουμε μαρτυρίες ότι οι καλλιτέχνες των τατουάζ χρησιμοποιούσαν συχνά έτοιμα σχέδια τα οποία και εφάρμοζαν στο επιθυμητό σημείο με τη χρήση κάρβουνου και κατόπιν ξεκινούσαν την διαδικασία. Η αντίδραση του δέρματος όπως την περιγράφουν οι πηγές θυμίζει την αντίδραση μετά από το τρύπημα με μία βελόνα και φυσικά αναφέρονται και τρόποι που υπήρχαν για την αφαίρεση των τατουάζ είτε με χειρουργική επέμβαση ή με την εφαρμογή ειδικών μειγμάτων στο δέρμα.
Αυτό που θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις πήγες η λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το τατουάζ (μία λέξη της Πολυνησιακής διαλέτου) είναι η λέξη «στίγμα, ρ. στιγματίζω, αρχ. Ελλην. στίζειν» που σημαίνει γενικότερα το σημάδι, σημαδεύω και συγκεκριμένα το σημάδι που γίνεται με τη χρήση πυρακτωμένου μετάλλου. Στα αρχαία Ελληνικά η πρωταρχική του σημασία ήταν για να περιγράψει τα στίγματα στο δέρμα του φιδιού. Συνήθη σημεία τατουάζ στο σώμα ήταν το μέτωπο, το κεφάλι, τα χέρια, οι αστράγαλοι κτλ.
Μία άλλη μέθοδος στιγματισμού του σώματος στην αρχαιότητα αποτελούσε η εφαρμογή βαθιών κοψιμάτων στο δέρμα, μία διαδεδομένη πρακτική στην Αφρική και συγκεκριμένα στους Αιθίοπες σκλάβους. Τέλος υπήρχε και η εφαρμογή ενός συνδυασμού τατουάζ και καυτηριασμού του δέρματος με καυτές κόκκινες βελόνες που εφάρμοζαν συγκεκριμένες θρησκευτικές ομάδες την ύστερη αρχαιότητα.
Στην Ελλάδα η χρήση των «ποινικών τατουάζ» πιθανώς να ήρθε από την Περσία τον 6ο π.Κ.Ε. αιώνα.Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο, ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον της Ελλάδας είχε θυμώσει τόσο που η θαλασσοταραχή είχε καταστρέψει τη γέφυρα που είχε κατασκευάσει στον Ελλήσποντο ώστε διέταξε τους στρατιώτες του να αιχμαλωτίσουν εκείνο το ανυπάκουο σώμα νερού με σιδερένιες αλυσίδες που έριξαν στη θάλασσα. Κατόπιν έβαλε τους άντρες του να το μαστιγώσουν 300 φορές. «Άκουσα ακόμη, γράφει ο Ηρόδοτος, ότι ο Ξέρξης διέταξε εκείνους που έκαναν τατουάζ στη βασιλική αυλή να κάνουν τατουάζ στο νερό!»
Μία άλλη ιστορία από τον Ηρόδοτο και πάλι αναφέρει ότι περίπου το 500π.Κ.Ε., ο τύραννος της Ιωνίας Ιστιαίος της Μιλήτου ήταν αιχμάλωτος του Πέρση βασιλιά Δαρείου. Σε μία προσπάθειά του να παρακινήσει το γαμπρό του, Αρισταγόρα να επαναστατήσει, ο Ιστιαίος ξύρισε κρυφά το κεφάλι ενός αρκετά έμπιστου δούλου του και έγραψε ένα μήνυμα στο κρανίο του με μία βελόνα και μελάνι. «Ο Ιστιαίος για τον Αρισταγόρα,» έγραφε το μήνυμα, «παρακινεί την Ιωνία να επαναστατήσει!» Σε μερικές εβδομάδες τα μαλλιά του δούλου ξαναμεγάλωσαν και έκρυψαν το τατουάζ-μήνυμα και ο Ιστιαίος έστειλε το «γράμμα του.» Φθάνοντας στον προορισμό του ο δούλος ξύρισε το κεφάλι του. Ο Αρισταγόρας διάβασε το μήνυμα γραμμένο στο κρανίο και ξεκίνησε την επανάσταση που τελείωσε με την Περσική επίθεση στην Ελλάδα.
Το τατουάζ σε αιχμαλώτους πολέμου ήταν αρκετά κοινό. Μετά την ήττα της Σάμου από τους Αθηναίους τον 5ο αι. π.Κ.Ε., οι Αθηναίοι έκαναν τατουάζ μία κουκουβάγια—το έμβλημα της Αθήνας—στο μέτωπο των αιχμαλώτων. Όταν η Σάμος με τη σειρά της νίκησε τους Αθηναίους, οι Σάμιοι έκαναν τατουάζ στους Αθηναίους αιχμαλώτους ένα πολεμικό πλοίο της Σάμου αντίστοιχα.
Ο ιστορικός Πλούταρχος, αηδιασμένος από την απίστευτη ατίμωση που έπεσε στους 7,000 Αθηναίους και τους συμμάχους τους που πιάστηκαν αιχμάλωτοι στις Συρακούσες το 413π.Κ.Ε., αναφέρει ότι τους έκαναν τατουάζ στο μέτωπό τους, ένα άλογο (το σύμβολο των Συρακουσών) πριν τους πουλήσουν για σκλάβους στα ορυχεία.
Μία επιγραφή νομικού περιεχομένου από την Έφεσο δείχνει ότι κατά τους πρώτους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όλοι οι δούλοι που στέλνονταν στην Ασία τους είχαν κάνει τατουάζ τις λέξεις «ο φόρος έχει πληρωθεί.» Ακρωνύμια, λέξεις, προτάσεις, ακόμα και χλευαστικά σχόλια χαράζονταν στα μέτωπα, στο λαιμό, στα μπράτσα και στα πόδια των δούλων και των καταδίκων είτε σαν τρόπος ταυτοποίησής τους είτε σαν σημάδι τιμωρίας. «Σταμάτησέ με, είμαι φυγάς,» ήταν ένα από τα συνήθη μηνύματα που γράφονταν στο μέτωπο των Ρωμαίων δούλων. Αυτή η πρακτική αποκτήνωνε τους κοινωνικά κατώτερους με το να αποτυπώνει στο σώμα τους λέξεις που σημάδευαν για πάντα πάνω τους την αιχμαλωσία τους, την υποδούλωσή τους ή την ενοχή τους.
Ο Έλληνας φιλόσοφος Βίωνας περιγράφει το πρόσωπο του πατέρα του που ήταν γεμάτο τατουάζ (ήταν πρώην δούλος) σαν μία αφήγηση «της σκληρότητας του κυρίου του.» Το γεγονός ότι πολλοί ιδιοκτήτες δούλων σημάδευαν το «εμπόρευμά» τους χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο φαίνεται από έναν Ελληνικό νόμο του 3ου αιώνα π.Κ.Ε. που σώζεται αποσπασματικά και επέτρεπε στους «κύριους να κάνουν τατουάζ στους άτακτους σκλάβους, αλλά απαγόρευε αυτή την πρακτική σε όσους ήταν υπάκουοι.»
Στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας Καλιγούλας «σημάδεψε πολλούς καλούς ανθρώπους» με τατουάζ και τους καταδίκασε στη δουλεία σύμφωνα με τον Σουητώνιο. Οι μονομάχοι επίσης σημαδεύονταν σαν δημόσια περιουσία, και στους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι στρατιώτες για να τους αποθαρρύνουν από το να γίνουν λιποτάκτες.
Οι Ρωμαϊκές αρχές ακόμα τιμωρούσαν τους πρώτους Χριστιανούς με τατουάζ που τους έκαναν στο μέτωπο και τους έστελναν κατόπιν στα ορυχεία. Το 330κ.Ε. ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ απαγόρευσε την πρακτική του τατουάζ στα πρόσωπα των κατάδικων, των μονομάχων και των στρατιωτών. Επειδή το ανθρώπινο πρόσωπο αντικατόπτριζε «την εικόνα της θείας ομορφιάς,» όπως έλεγε, «δεν γινόταν να παραμορφώνεται.»
Τα τατουάζ που είχαν τη μορφή τιμωρίας δεν γίνονταν με προσεκτικό τρόπο και δεν ήταν καλλιτεχνικά εμπνευσμένα. Το μελάνι χυνόταν πάνω στα χοντροχαραγμένα γράμματα πάνω στη σάρκα του αιχμαλώτου που είχε ήδη σημαδευτεί με σιδερένιες βελόνες. Η αιμορραγία ήταν αναπόφευκτη και συχνά η όλη διαδικασία μπορούσε να είναι θανατηφόρα. Χωρίς συνθήκες υγιεινής το τατουάζ ήταν πάντα κάτι επικίνδυνο και έτσι έκανε περισσότερη έντονη την ιδέα σαν μία μορφής τιμωρίας.
Στον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο τα τατουάζ με θρησκευτικό χαρακτήρα αναφέρονται κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε έναν ναό αφιερωμένο σε έναν αιγυπτιακό θεό που ονομάζει Ηρακλή ότι αν κάποιος δούλος, οποιοσδήποτε και αν είναι ο κύριός του, ζητήσει άσυλο εκεί και «στιγματιστεί» τότε δίνει τον εαυτό του στην ίδια τη θεότητα και κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει λόγω των στιγμάτων που φέρει. Με τον ίδιο τρόπο, οι πρώτοι Χριστιανοί, έκαναν τατουάζ στο σώμα τους θρησκευτικά σύμβολα να να εξουδετερώσουν έστω και συμβολικά με αυτόν τον τρόπο αυτά που τους έκαναν οι Ρωμαίοι δυνάστες τους.
Ανάμεσα στο λαό των Μοσσύνοικων που κατοικούσαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, σημειώνει ο ιστορικός Ξενοφώντας «παρατηρεί κάποιος ότι τα ευτραφή παιδιά των καλύτερων οικογενειών έχουν τατουάζ πολύχρωμων λουλουδιών μπροστά και πίσω στο σώμα τους.» Για πολλούς αρχαίους λαούς, τα τατουάζ ήταν δείγμα γενναιότητας, εξασφάλιζαν μαγική προστασία και εντυπωσίαζαν τον εχθρό.
Αν και αυτή η μορφή τατουάζ ήταν γνωστή τόσο στους Έλληνες όσο και στους Ρωμαίους ελάχιστα ήταν διαδεδομένη σε αυτούς και πολύ περισσότερο ο στιγματισμός τους σώματος για καλλωπιστικούς λόγους. Η υποτιμητική χρήση των τατουάζ στην αρχαιότητα περιοριζόταν στον Ελληνικό και το Ρωμαϊκό πολιτισμό, καθώς η χρήση τους ήταν αρκετά διαδεδομένη σε άλλους λαούς όπως οι Θράκες, οι Σκύθες, οι Δάκιοι, οι Γαλάτες, οι Κέλτες κτλ., οι οποίοι ήταν πάντα πρόθυμοι να στιγματίσουν το σώμα τους.
Στη Θράκη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το αστιγμάτιστο δέρμα σήμαινε απουσία ταυτότητας και οι άνδρες και οι γυναίκες που στόλιζαν το σώμα τους με τατουάζ ήταν αντικείμενα θαυμασμού. Σε ένα περιστατικό από τον 3ο αιώνα π.Κ.Ε. υπάρχει μία ιστορία που αναφέρει την ήττα των Σκυθών από τους Θράκες. Οι νικητές χάραξαν σύμβολα ήττας πάνω στα σώματα των χαμένων, αλλά οι γυναίκες των Θρακών σκέφτηκαν να στολίσουν τα σώματά τους με τατουάζ «μετατρέποντας έτσι μία σφραγίδα βίας και ντροπής σε στολίδι.»
Στα μάτια λοιπόν των Ελλήνων και των Ρωμαίων η αρκετά διαδεδομένη συνήθεια του τατουάζ στο σώμα φάνταζε ξένη, αλλά παρόλο αυτά συγγραφείς όπως ο Ιπποκράτης έκανε προσπάθεια να καταλάβει ποιοι ήταν οι λόγοι που λαοί όπως οι Σκύθες αρέσκονται σε αυτή την πρακτική. Αναφέρει λοιπόν ότι «στην πλειοψηφία τους οι Σκύθες και οι άλλοι νομάδες σημαδεύουν τους ώμους τους, τα μπράτσα τους, τους καρπούς τους, το στήθος τους και τους γλουτούς τους εξαιτίας της υγρασίας και της μαλακότητας του οργανισμού τους.
Επειδή το σώμα τους έχει υγρασία και είναι πλαδαρό, δεν έχουν τη δύναμη ούτε να χειριστούν το τόξο, ούτε να ρίξουν το ακόντιο. Αλλά όταν σημαδεύουν το σώμα τους, η υπερβολική παγιδευμένη υγρασία στραγγίζει από τις κλειδώσεις τους και τα σώματά τους γίνονται περισσότερο δυνατά, θρεμμένα και χειρίσιμα.» Ο Ιπποκράτης στο έργο του υποστηρίζει ότι εξαιτίας του αρκετά ψυχρού κλίματος που ζούσαν οι Σκύθες οι ίδιοι δεν μπορούσαν να έχουν αυξημένη κινητική δραστηριότητα και για αυτό το λόγο συσσωρευόταν περίσσια υγρασία στα σώματά τους.
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους οι γιατροί είχαν αναπτύξει τεχνικές για να αφαιρούν τατουάζ, αλλά ήταν αρκετά επίπονες και επικίνδυνες. Στα γραπτά του ο γιατρός Αίτιος περιγράφει: «Καθαρίστε το τατουάζ με γλυκερίνη, τρίψτε με ρυτίνη από τερέβυνθο και τυλίξτε το με επίδεσμο για πέντε μέρες. Την έκτη μέρα «γδάρτε το τατουάζ» με μία αιχμηρή βελόνα, σκουπίστε το αίμα και καλύψτε με αλάτι. Μετά από έντονο τρέξιμο, ώστε να προκαλέσετε ιδρώτα, εφαρμόστε ένα καυστικό κατάπλασμα. Το τατουάζ θα εξαφανιστεί σε 20 μέρες.» Όλες οι καυστικές εφαρμογές σκοπό είχαν να προκαλέσουν πληγή στο δέρμα και έτσι να εξαφανίσουν το τατουάζ. Μία από αυτές τις καυστικές ουσίες αναφέρεται ότι προερχόταν από πόδια κόρακα. Μία περισσότερο ασφαλής λύση, όπως αναφέρουν άλλοι συγγραφείς είναι να κρύβουν κάτω από μακριά ρούχα ή επιδέσμους τα ντροπιαστικά τατουάζ τους ή αν είναι δυνατόν να αφήνουν να μεγαλώνουν οι τρίχες σε αυτό το σημείο.
Αρκετά ενδιαφέρουσες είναι οι περιπτώσεις καταγραφής θαυματουργικής αφαίρεσης τατουάζ που έγιναν στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου. Στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται ο Θεσσαλός Πάνδαρος που είχε τατουάζ στο μέτωπό του. Όπως ήταν συνηθισμένο, τον επισκέφθηκε ο ίδιος ο θεός στον ύπνο του, έδεσε μία ταινία στο μέτωπό του και του είπε να την αφαιρέσει αφού θα έβγαινε έξω από το ιερό. Όταν το έκανε τα στίγματα μεταφέρθηκαν από το μέτωπό του πάνω στην ταινία, την οποία και αφιέρωσε κατόπιν στο ιερό.
Για να τιμήσει το θεό, ο Πάνδαρος τότε έδωσε παραγγελία σε κάποιον να του φτιάξει ένα αφιέρωμα, αλλά εκείνος τον εξαπάτησε και του έκλεψε τα χρήματα. Τότε ο τεχνίτης είδε και αυτός στον ύπνο τον Ασκληπιό, ο οποίος τύλιξε γύρω από το κεφάλι του την ταινία του Πανδάρου. Ο τεχνίτης ξύπνησε, αφαίρεσε την ταινία και είδες ότι είχαν μεταφερθεί στο μέτωπό του τα τατουάζ του Πανδάρου.
Οι Ρωμαίοι απορούσαν με τους πολεμοχαρείς λαούς που φαίνονταν να ενισχύουν την ψυχολογική τους δύναμη με τη χρήση των τατουάζ. Ο ιστορικός Ηρωδιανός αναφέρει τις πρώτες επαφές με τις άγριες φυλές των Βρετανικών νήσων περίπου το 200κ.Ε.: «φοβεροί πολεμιστές, οι οποίοι στιγματίζουν το σώμα τους με μυριάδες σχέδια και όλα τα είδη των ζώων.» Ο ιστορικός Κλαύδιος (περ. 400κ.Ε.) περιγράφει τις αψιμαχίες με τους ντόπιους πληθυσμούς στη Σκωτία. Στους Ρωμαίους στρατιώτες επιβλήθηκαν παρά τη θέλησή τους τατουάζ από τις αρχές και έμειναν μέχρι το τέλος της μάχης να κοιτούν επίμονα «τους παράξενους τρόπους που έβαφαν οι Πίκτες τα πρόσωπά τους.»
Παρόλο την παρεξηγημένη αντίληψη σχετικά με την πρακτική αυτή, στην αρχαιότητα η ιδέα του τατουάζ αντιμετωπιζόταν με ενθουσιασμό σαν ένα εξωτικό σύμβολο. Ο στιγματισμός με τατουάζ από τους Θράκες ήταν ένδειξη καλής καταγωγής σε αντίθεση με το πώς αντιμετώπιζαν την πρακτική αυτή στον υπόλοιπο αρχαίο Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο. Τον πέμπτο και τον τέταρτο αιώνα π.Κ.Ε. μία σειρά από εικόνες σε αγγεία απεικονίζουν το θάνατο του Ορφέα από μία Μαινάδα από τη Θράκη που έχει εμφανή τατουάζ στο σώμα της (δες φωτο.)
Τα σχέδια που απεικονίζονται είναι γεωμετρικά, είτε δείχνουν ζώα και είναι τοποθετημένα σε σημεία που αναδεικνύουν το αθλητικό σθένος και τους εύκαμπτους μύες των γυναικών. Σε έναν κρατήρα απεικονίζονται δύο μαινάδες που τρέχουν ξυπόλητες και φαίνονται τα τατουάζ στα μπράτσα τους και στα πόδια τους. Μία από αυτές έχει σχέδια που ξεκινούν από τον αστράγαλο έως το γόνατο: παράλληλες γραμμές, ζικ-ζακ, ήλιος και ένα ελάφι. Άλλα αγγεία δείχνουν γυναίκες με σχέδια κύκλων, φύλλα αμπέλου, σπείρες, ζώα κτλ.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι άνθρωποι στιγμάτιζαν τον εαυτό τους για πολλούς λόγους—για μαγική προστασία, για να απαλύνουν τον πόνο, για εκδίκηση ή να να δηλώσουν τη νίκη τους εναντίον ενός εχθρού. Το τατουάζ έτσι μπορεί να καλλωπίζει, να προκαλέσει πόνο ή να ταπεινώσει κάποιον. Έδειχνε γενναιότητα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, ομαδικό πνεύμα ή προσωπική ανεξαρτησία. Το μήνυμα τους μπορεί να ήταν σε κοινή θέα ή να παρέμενε κρυφό.
Συνοψίζοντας, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι συνέδεαν την πρακτική του καλλωπιστικού τατουάζ με κατώτερες φυλετικά βαρβαρικές φυλές και δεν την υιοθέτησαν ποτέ για τον εαυτό τους. Ο στιγματισμός σαν μορφή τιμωρίας σε σκλάβους, σε εγκληματίες ή σε αιχμαλώτους πολέμου ήταν δάνειο από τους Πέρσες στους Έλληνες και από εκεί στους Ρωμαίους, οι οποίοι στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας το εφάρμοσαν και στους στρατιώτες τους ή στους τεχνίτες των όπλων τους για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Βιβλιογραφία: C.P. Jones, Tattooing and Branding in Graeco-Roman Antiquity, JRS 77 (1987) 139-155.