Οι ορμόνες που παράγονται από τις ωοθήκες ελέγχουν την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του γυναικείου φύλου, όπως το σχήμα του σώματος, την ανάπτυξη των μαστών, την κατανομή της τριχοφυΐας και τη σεξουαλική επιθυμία (libido).
Τα οιστρογόνα που παράγονται από τις ωοθήκες προστατεύουν τα οστά. Λόγω της ανεπάρκειας των οιστρογόνων, μπορεί σε μερικές γυναίκες να εμφανιστεί αργότερα λέπτυνση των οστών (μείωση οστικής πυκνότητας, οστεοπόρωση).
Η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι μεταξύ 48 και 52 ετών.
Πριν την εμμηνόπαυση (περιεμμηνοπαυσιακά), μερικές γυναίκες εμφανίζουν επιμήκυνση του έμμηνου κύκλου (δηλαδή αραιότερη εμμηνορρυσία), μέχρι να διακοπεί τελείως η εμμηνορρυσία. Άλλες εμφανίζουν διαταραχές του κύκλου και σε μερικές άλλες, απλώς διακόπτεται η εμμηνορρυσία χωρίς να προηγηθούν άλλα προβλήματα με την εμμηνορρυσία.
Μερικές γυναίκες δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα πριν ή μετά την εμμηνόπαυση, ενώ άλλες αναφέρουν εξάψεις, νυχτερινές εφιδρώσεις, διαταραχές του ύπνου, μεταβολές της διάθεσης, υπερβάλλουσα ευαισθησία, αύξηση σωματικού βάρους, κατάθλιψη και απώλεια της libido, καθώς και μια σειρά άλλων συμπτωμάτων.
Η ξηρότητα, ο κνησμός και ο ερεθισμός του κόλπου και η οστεοπόρωση είναι όψιμα συμπτώματα που εκδηλώνονται μερικά χρόνια μετά τη διακοπή της εμμηνορρυσίας.
Δεν απαιτείται θεραπεία σε όλες οι γυναίκες. Υπάρχουν διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, που μπορεί να περιλαμβάνουν ορμονικούς ή μη ορμονικούς χειρισμούς. Δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης που να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις γυναίκες. Η θεραπεία της εμμηνόπαυσης πρέπει να εξατομικεύεται.