Ξεκίνησε σαν εμπειρία που θα κρατούσε λίγο, όπως όλα τα όνειρα. Και διαψεύστηκα.
Ήταν πάντα το άπιαστο όνειρο. Να βρεθείς ανάμεσα σε μύθους, να βρεθείς εκεί που γράφεται ιστορία, να βρεθείς εκεί που αμφισβητείται ο κόσμος όπως τον ξέρουμε και ξεκινάς την προσπάθεια να φτιάξεις έναν καινούριο. Όχι μόνος σου, αλλά μαζί με μία πολύχρωμη παρέα φωνακλάδων από όλο τον κόσμο που μοιράζονται το ίδιο όραμα αλλά και την επιθυμία να βάλουν το χέρι τους για να το κάνουν πραγματικότητα.
Για πολλά χρόνια ένιωθα τυχερός και ντρεπόμουν να το αποκαλέσω «δουλειά». Βλέπετε έχω την τύχη να πληρώνομαι για να κάνω αυτό που πάντα ήθελα (και το έκανα για πολλά χρόνια εθελοντικά!). Δε ντρέπομαι πια να πω ότι η δουλειά μου είναι η προστασία του περιβάλλοντος, η αλλαγή πολιτικής ώστε το περιβάλλον να μην είναι πια η τελευταία προτεραιότητα και ο φτωχός συγγενής στο περιθώριο, η αλλαγή του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, η βιώσιμη ανάπτυξη (πράσινη ή ό,τι άλλο χρώμα) και θέλω να ευχαριστήσω δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που έχουν συμβάλει ώστε αυτό να είναι δυνατό.
1 Ιουλίου 1992 λοιπόν. Χωρίς άλλες τυπικές διαδικασίες (μετά από τα βιογραφικά, τις συνεντεύξεις και τα λοιπά) πατάω το πόδι μου στο γραφείο της Καλλιδρομίου. Αν θυμάμαι καλά, 2 εβδομάδες αργότερα είχα την πρώτη μου διανυκτέρευση σε κρατητήριο στη ζωή μου (που δεν θα ήταν και η τελευταία). Ήταν το τέλος της πρώτης δυναμικής δράσης που είχα οργανώσει. Η προσπάθεια να ζητήσουμε την προστασία των παραλιών ωοτοκίας της θαλάσσιας χελώνας από τον άναρχο τουρισμό δεν άρεσε. Ξυλοκοπηθήκαμε, κατηγορηθήκαμε, αθωωθήκαμε (και μερικά χρόνια αργότερα, ύστερα από επίμονες προσπάθειες) δικαιωθήκαμε: το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου έγινε πραγματικότητα. Αρχίζω να μαθαίνω με πολύ διαφορετικό τρόπο τι σημαίνει συντροφικότητα, συνεργασία, επιμονή και – τελικά – έρχεται η χαρά της επιτυχίας που δίνει την απαραίτητη ώθηση για να ξεκινήσεις ξανά.
Πέρασαν πολλές δυναμικές δράσεις στις οποίες είτε συμμετείχα είτε τις είχα οργανώσει. Με επιπολαιότητα θα πω ότι δεν θυμάμαι πόσες. Η αλήθεια είναι ότι θυμάμαι την κάθε μία από αυτές. Τις εντάσεις, το φόβο, την αδρεναλίνη, τα ξενύχτια, την κάθε προετοιμασία με τις φωνές και τα γέλια, το κάθε τέλος με αστυνομικά τμήματα, λιμενικούς σταθμούς, κρατητήρια, εισαγγελείς... και στο τέλος μπύρες. Πιο πολύ απ’ όλα όμως θυμάμαι κάποιους ανθρώπους που με σημάδεψαν, ο καθένας με τον τρόπο τους. Με ένα λόγο, μία χειρονομία, μία σιωπή, μία απρόσμενη κίνηση που – στα μάτια μου – τους ανύψωσε στον ουρανό. Εντάξει, θυμάμαι και κάποιους από τους «άλλους», από αυτούς που ακόμα με κάνουν έξαλλο με την απροθυμία τους να αλλάξουν έστω και ένα κόμμα στο σάπιο τους σύστημα.
Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Έκανα φιλίες ζωής. Η ανατροπή όσων θεωρούσα δεδομένα έγινε το ψωμοτύρι μου. Η επιμονή για θετικές αλλαγές στην κοινωνία έγινε η εμμονή μου. Και όλο αυτό έγινε κάτι πολύ περισσότερο από «δουλειά», έγινε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου.
Για χρόνια η μητέρα μου αναρωτιόταν αν θα σταματήσω επιτέλους τις τρέλες και θα πιάσω μια «κανονική» δουλειά (με γραφείο και σφραγίδες που έλεγε ο Μήτσος). Για χρόνια κυνηγούσα τ’ όνειρό μου και δεν προλάβαινα να ασχοληθώ με το «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω».
Πέρασαν 20 χρόνια κι εγώ ακόμα κυνηγάω τ’ όνειρό μου. Την 1η Ιουλίου 2012 έγινα 20 χρονών στη Greenpeace.
Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα αλλά σίγουρα έχω την επιθυμία να το μοιραστώ μαζί σας. Ειδικά με όσες και όσους ήμασταν ή ακόμα είμαστε συνοδοιπόροι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε αυτό το ταξίδι.
Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος.
Νίκος Χαραλαμπίδης
Γενικός Διευθυντής του ελληνικού
γραφείου της Greenpeace