Τον θάνατό του, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, ανακοίνωσε η βρετανική εφημερίδα «The Daily Telegraph» με την οποία συνεργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής, αναλυτής αμυντικών θεμάτων και διεθνών σχέσεων.
Ωστόσο ο Κίγκαν, είχε έναν εμπνευσμένο τρόπο να διεισδύει στο πολεμικό γεγονός και να αναλύει τις επιμέρους ιστορικές και πολιτισμικές του διαστάσεις. Το έργο του, που αφορά πολλές ηπείρους και χρονικές περιόδους, καταπιάνεται με την εξέλιξη των μέσων (τεχνολογία) αλλά και του τρόπου διεξαγωγής (στρατηγική) των πολεμικών επιχειρήσεων αναδεικνύοντας πάντα το σκοτεινό και ολέθριο κλίμα, την τρομακτική εμπειρία του πολέμου αλλά και τις ψυχολογικές του επιπτώσεις στο άτομο, κυρίως στους στρατιώτες.
Έγραψε για τις μάχες που καθόρισαν την ιστορία από τη μεσαιωνική εποχή και τους ναπολεόντειους χρόνους μέχρι τον πρόσφατο πόλεμο των Η.Π.Α. στο Ιράκ (τον οποίο θεωρούσε δικαιολογημένο όπως και τον παλαιότερο στο Βιετνάμ). Ασχολήθηκε επισταμένως με τον Αμερικανικό Εμφύλιο και τον Οδυσσέα Γκράντ, τον ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Δούκα του Γουέλινγκτον και του Ντουάιτ Αιζενχάουερ.
Τον ενδιέφεραν πολύ οι αιτίες που γεννούν τον πόλεμο και οι ρίζες του στην ανθρώπινη κουλτούρα. «Γιατί πολεμούν οι άνθρωποι;» ρωτούσε το 1993 στο κλασικό πλέον έργο του «Η ιστορία του πολέμου» (Λιβάνης, 1997) όπου υποστήριζε ότι η στρατιωτική σύγκρουση ήταν ένα είδος πολιτισμικής τελετουργίας από την οποία η νεωτερική έννοια του ολοκληρωτικού πολέμου, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνιστούσε μια εκτροπή. Στο ίδιο έργο, εξηγούσε τα στάδια στην εξέλιξη των μαχών μέσα στην ιστορία: πέτρα, σάρκα (όπου ανέδειξε τη σημασία των αλόγων), σίδερο και φωτιά.
Σύμφωνα με τον ίδιο ο Μέγας Αλέξανδρος συντέλεσε στο να «εξευγενιστεί η βαρβαρότητα». Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι ήταν πολύ αγγλοκεντρικός. Για παράδειγμα θεωρούσε ότι η Απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία συνετέλεσε περισσότερο στην τελειωτική ήττα του Χίτλερ, παραβλέποντας την νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ το 1942 και την κατάρρευση του Ανατολικού Μετώπου.
Ο Τζον Κίγκαν γεννήθηκε το 1934 στο Λονδίνο. Το διάστημα 1960-1986 δίδαξε στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ, ενώ, ως επισκέπτης καθηγητής, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Μεταξύ των διακρίσεων που έχει λάβει, είναι και ο τίτλος του ιππότη.
Άλλα έργα του: «Barbarossa: Invasion of Russia, 1941», «Zones Of Conflict: An Atlas Of Future Wars», «The Second World War», «Intelligence in War: Knowledge of the Enemy from Napoleon to Al-Qaeda», «The Iraq War», «The American Civil War», κ.ά.
Ο ίδιος δεν υπηρέτησε ποτέ στον στρατό επειδή απ' τα δεκατρία του υπέφερε από φυματίωση, κάτι που τον ανάγκασε να περάσει πολλά χρόνια στο νοσοκομείο όπου έμαθε λατινικά και αρχαία ελληνικά από έναν ιερέα. Στην εισαγωγή του γνωστού έργου του 1976 «Το πρόσωπο της μάχης: Μια μελέτη των μαχών του Αζενκούρ, του Βατερλώ και του Σομ» (Κέδρος, 2010) γράφει ότι «δεν έλαβα ποτέ μέρος σε κάποια μάχη, ούτε βρέθηκα κοντά σε κάποια, ούτε άκουσα κάποια από μακριά, ούτε είδα τις συνέπειές της». Όταν όμως κάλυψε τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου το 1984 κατάλαβε «πόσο αηδιαστικά είναι εκ φύσεως τα πεδία των μαχών» και «πώς νιώθει κάποιος όταν τον έχει κυριεύσει ο φόβος».
Ωστόσο ο Κίγκαν, είχε έναν εμπνευσμένο τρόπο να διεισδύει στο πολεμικό γεγονός και να αναλύει τις επιμέρους ιστορικές και πολιτισμικές του διαστάσεις. Το έργο του, που αφορά πολλές ηπείρους και χρονικές περιόδους, καταπιάνεται με την εξέλιξη των μέσων (τεχνολογία) αλλά και του τρόπου διεξαγωγής (στρατηγική) των πολεμικών επιχειρήσεων αναδεικνύοντας πάντα το σκοτεινό και ολέθριο κλίμα, την τρομακτική εμπειρία του πολέμου αλλά και τις ψυχολογικές του επιπτώσεις στο άτομο, κυρίως στους στρατιώτες.
Έγραψε για τις μάχες που καθόρισαν την ιστορία από τη μεσαιωνική εποχή και τους ναπολεόντειους χρόνους μέχρι τον πρόσφατο πόλεμο των Η.Π.Α. στο Ιράκ (τον οποίο θεωρούσε δικαιολογημένο όπως και τον παλαιότερο στο Βιετνάμ). Ασχολήθηκε επισταμένως με τον Αμερικανικό Εμφύλιο και τον Οδυσσέα Γκράντ, τον ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Δούκα του Γουέλινγκτον και του Ντουάιτ Αιζενχάουερ.
Τον ενδιέφεραν πολύ οι αιτίες που γεννούν τον πόλεμο και οι ρίζες του στην ανθρώπινη κουλτούρα. «Γιατί πολεμούν οι άνθρωποι;» ρωτούσε το 1993 στο κλασικό πλέον έργο του «Η ιστορία του πολέμου» (Λιβάνης, 1997) όπου υποστήριζε ότι η στρατιωτική σύγκρουση ήταν ένα είδος πολιτισμικής τελετουργίας από την οποία η νεωτερική έννοια του ολοκληρωτικού πολέμου, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνιστούσε μια εκτροπή. Στο ίδιο έργο, εξηγούσε τα στάδια στην εξέλιξη των μαχών μέσα στην ιστορία: πέτρα, σάρκα (όπου ανέδειξε τη σημασία των αλόγων), σίδερο και φωτιά.
Σύμφωνα με τον ίδιο ο Μέγας Αλέξανδρος συντέλεσε στο να «εξευγενιστεί η βαρβαρότητα». Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι ήταν πολύ αγγλοκεντρικός. Για παράδειγμα θεωρούσε ότι η Απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία συνετέλεσε περισσότερο στην τελειωτική ήττα του Χίτλερ, παραβλέποντας την νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ το 1942 και την κατάρρευση του Ανατολικού Μετώπου.
Ο Τζον Κίγκαν γεννήθηκε το 1934 στο Λονδίνο. Το διάστημα 1960-1986 δίδαξε στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Σάντχερστ, ενώ, ως επισκέπτης καθηγητής, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Μεταξύ των διακρίσεων που έχει λάβει, είναι και ο τίτλος του ιππότη.
Άλλα έργα του: «Barbarossa: Invasion of Russia, 1941», «Zones Of Conflict: An Atlas Of Future Wars», «The Second World War», «Intelligence in War: Knowledge of the Enemy from Napoleon to Al-Qaeda», «The Iraq War», «The American Civil War», κ.ά.