Εμφανιζόμενοι ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, κατόπιν αιτήματος του ΣΥΡΙΖΑ, οι δύο άνδρες τόνισαν πως η ΑΤΕ ήταν μία μη βιώσιμη τράπεζα, σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο όπου αναγνωρίζεται η ανάγκη λειτουργίας λιγότερων Τραπεζών.
Με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε αποφασίσει πως μετά το τέλος Ιουλίου δεν θα μπορούσε να παρέχει πλέον ρευστότητα στην ΑΤΕ, θεωρώντας την «μη βιώσιμη, σημαντικά υποκεφαλαιοποιημένη και χωρίς προοπτική ανακεφαλαιοποίησης», η τράπεζα θα έχανε ρευστότητα ύψους 6,3 δισ. -και το συνολικό κόστος για τον φορολογούμενο, προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές της και να ανακεφαλαιοποιηθεί, θα έφθανε τα 10 δισ.
Στο παραπάνω πλαίσιο, σύμφωνα με τους δύο αξιωματούχους, υπήρχαν δύο προοπτικές: Η μία θα ήταν να κλείσει η Αγροτική Τράπεζα, με συνέπεια την απώλεια 5.000 θέσεων εργασίας και οικονομικό κόστος μεγαλύτερο των 20 δισ. ευρώ (μόνον οι αποζημιώσεις των καταθετών θα έφθαναν τα 14 δισ.). Η άλλη λύση ήταν η συγχώνευση -η επιλογή που ακολουθήθηκε.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, οι διαδικασίες που δρομολογήθηκαν για τη μεταβίβαση των υγιών στοιχείων της ΑΤΕ σε ιδιωτική τράπεζα, ήταν αυτές που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Από το εξωτερικό στο οποίο απευθύνθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Από την εγχώρια τραπεζική αγορά, ενδιαφέρθηκαν τέσσερις ελληνικές τράπεζες, δύο υπέβαλαν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τις προτάσεις τους, ώστε να λάβουν τη συναίνεσή του, και η μία τελικά, απέσυρε το ενδιαφέρον της.
«Δεσμευτική πρόταση κατέθεσε στις 27 Ιουλίου μονάχα η Τράπεζα Πειραιώς -και το ΤΧΣ έκρινε πως ικανοποιούνται τα απαιτούμενα κριτήρια. Όσον αφορά δε, το κλίμα εμπιστευτικότητας, που συνόδευσε τις διαδικασίες μεταβίβασης, ο κ. Προβόπουλος σημείωσε πως «εξ ορισμού, η μεταβίβαση μιας ασθενούς τράπεζας, πρέπει να γίνεται σε συνθήκες εμπιστευτικότητας, ειδάλλως θα προκαλείτο πανικός στους καταθέτες, με αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία».