Η Πώληση είναι η μεταξύ προσώπων (φυσικών ή νομικών) διμερής σύμβαση με την οποία ο ένας των συμβαλλομένων (πωλητής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει, αντί συμφωνημένου τιμήματος... στον έτερο (αγοραστή), ορισμένο πράγμα, (αγαθό, ή δικαίωμα) και ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου, ο δε αγοραστής την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα.
Η πώληση είναι στο ελληνικό δίκαιο υποσχετική δικαιοπραξία: με την κατάρτισή της δε μεταβιβάζεται η κυριότητα στο πράγμα, αλλά ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να προβεί στη μεταβίβασή της.
Ο πωλητής οφείλει να παραδώσει το πράγμα χωρίς ελαττώματα. Ελάττωμα είναι κάθε απόκλιση (προς το χειρότερο) του πράγματος από τα συμφωνημένα μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Αν το ελάττωμα αφορά τις ιδιότητες του πράγματος, ονομάζεται πραγματικό ελάττωμα. Αν αφορά το δικάιωμα επάνω στο πράγμα (ο πωλητής δεν έχει κυριότητα να μεταβιβάσει, το πράγμα είναι βεβαρυμένο με δικαιώματα τρίτου, π.χ. υποθηκευμένο κλπ.), ονομάζεται νομικό ελάττωμα.
Αν το πράγμα έχει πραγματικό ελάττωμα, ο αγοραστής δικαιούται κατ΄ επιλογήν του:
- Να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες.
-Να μειώσει το τίμημα.
- Να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.
Ο προμηθευτής και ο καταναλωτής μπορούν να συναποφασίσουν το περιεχόμενο της σύμβασης.
Αυτή είναι η αρχή της αυτονομίας της βούλησης, και συνίσταται στο ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν ό,τι επιθυμούν.
Ωστόσο, η σύμβαση πρέπει υποχρεωτικά να σέβεται τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη:
-Οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες δικαίου που δεν μπορούν να τροποποιηθούν ή να αποκλεισθούν με τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών και συνήθως αποσκοπούν στην προστασία ορισμένων ευάλωτων κατηγοριών, όπως είναι στην περίπτωσή μας οι καταναλωτές. Μία σύμβαση δεν επιτρέπεται συνεπώς να παραβιάζει τα δικαιώματα των καταναλωτών, ούτε να περιέχει καταχρηστικούς όρους.
-Η δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη προασπίζουν τα στοιχειώδη συμφέροντα των πολιτών και τα θεμέλια της οικονομικής και ηθικής τάξης της κοινωνίας. Έτσι, η σύμβαση δεν επιτρέπεται να αφορά παράνομες δραστηριότητες, π.χ. σύμβαση για την πώληση ναρκωτικών.
Αν οι παραπάνω κανόνες δεν γίνουν σεβαστοί, η σύμβαση ενδέχεται να ακυρωθεί στο σύνολό της ή εν μέρει.
Συνήθως, ο καταναλωτής, ο οποίος είναι ο ασθενέστερος οικονομικά και πιο άπειρος αντισυμβαλλόμενος, αποδέχεται του όρους που του επιβάλλει ο προμηθευτής και δε διαπραγματεύεται τυχόν αλλαγή τους.
Για μεγαλύτερη ταχύτητα και ευκολία, οι προμηθευτές διαθέτουν παγιωμένους γενικούς όρους τους οποίους εφαρμόζουν σε κάθε σύμβαση που συνάπτουν. Κάθε φορά που υπογράφετε μία σύμβαση με έναν προμηθευτή, αποδέχεστε και τους γενικούς όρους που έχει περιλάβει. Οφείλετε, λοιπόν, να τους διαβάσετε προσεκτικά και να βεβαιωθείτε ότι ταυτίζονται με όσα έχετε συμφωνήσει προφορικά με τον προμηθευτή και δεν περιλαμβάνουν καταχρηστικές ρήτρες.
Αν σκοπεύετε να αξιοποιήσετε ένα προϊόν ή μια υπηρεσία για συγκεκριμένο σκοπό, καλό είναι να το γνωστοποιείτε στον προμηθευτή, ώστε η εν λόγω χρήση να ληφθεί υπόψη και να γίνει σχετική αναφορά στο κείμενο της σύμβασης.
Ο προμηθευτής και ο καταναλωτής οφείλουν να συνεργαστούν στενά καθ’όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης.Αυτή είναι η αρχή της εκπλήρωσης κατά την καλή πίστη.
Αυτό συνεπάγεται ότι ο προμηθευτής υποχρεούται να σας κοινοποιήσει κατά την καλή πίστη αληθείς και χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος ή της υπηρεσίας και τους όρους πώλησης.
Στο ίδιο πλαίσιο, αν διαπιστώσετε την ύπαρξη κάποιου προβλήματος, κατά την εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, υποχρεούστε να του το επισημάνετε και να λάβετε τα αναγκαία μέτρα, ώστε να περιορίσετε τυχόν ζημία.