tromaktiko: Οι δυσκολίες κύκλωσαν τα 20 σπίτια στα Γουλεδιανά

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Οι δυσκολίες κύκλωσαν τα 20 σπίτια στα Γουλεδιανά



Ο Γιάννης Τζονεβράκης στα 22 του χρόνια. Με το λαούτο του συνόδευσε λυράρηδες, μεταξύ αυτών και τον πρωτομάστορα Γιώργη Καλογρίδη...

Στην πιάτσα, πριν τη «Μέσα Ρούγα», ακούγεται μόνο από ένα σπίτι όπου ξεπετάχτηκαν πέντε ψυχές, η ταραχή που κάνει το τηλεοπτικό πρόγραμμα αθηναϊκού καναλιού. Στην αυλή του Γιάννη και της Ελπίδας Τζονεβράκη, η πρόχειρη παραστιά καίει ακόμη και πιο δίπλα, μια γυναίκα με ροζιασμένα χέρια και με το κεφαλομάντηλο της νοικοκυράς, «σκοτώνει» την ώρα της με δουλειά του σπιτιού…

Στα Γουλεδιανά του Ρεθύμνου, μια ταβέρνα στο κέντρο, σώζει το χωριό! Αλλά για πόσο ακόμη; Απόμειναν σαράντα άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι σε είκοσι σπίτια που τα έχουν κυκλώσει οι δυσκολίες. Και οι πιο πολλοί, έχουν φτάσει σε ηλικία που δεν έχουν τη δύναμη πια να παλέψουν με τη γη. Πιάνεται η καρδιά σου γιατί δεν αλλάζει τίποτα και εδώ στη γούλα από τα άλλα χωριουδάκια της «Βρυσανής γειτονιάς».

Ταλαιπωρημένο ζευγάρι ο Γιάννης και η Ελπίδα, δεν έμαθαν ποτέ στη μεγάλη ζωή, μόνο στον πολύχρονο αγώνα να αναθρέψουν τους πέντε βλαστούς τους. Και τώρα, η ψυχή τους «καίγεται» γιατί οι δυο «δεν έχουν δουλειά και δεν έχουν παντρευτεί» και τους είναι δύσκολο να προβλέψουν «τι θα γίνει αύριο για τα παιδιά με όσα συμβαίνουν».

Ο Γιάννης Τζονεβράκης στα 80 του χρόνια νιώθει σαράβαλο γιατί τώρα δεν μπορεί να καλλιεργεί στο χωράφι. Δεν μπορεί να υποτάξει και το σκαφτικό και να οργώσει. Πήγε τις προάλλες στο γιατρό και του είπε: « Γιατρέ βαρέθηκα τη ζωή μου!» και ο γιατρός προσπάθησε να τον καθησυχάσει για να του φέρει την ψυχολογία στα ίσα. «Άμα είσαι μαθημένος στη δουλειά και δεν μπορείς, νιώθεις να ‘σαι άχρηστος», πιστεύει και φέρνει στη θύμησή του μνήμες που νέος «λύγιζε και τα σίδερα».

ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΑ ΒΑΣΑΝΑ

Όμως, η ζωή του σημαδεύτηκε από τα παιδικά του χρόνια. Γιατί ο πατέρας του ο Δημήτρης, κοινοτάρχης στο χωριό, παντρεύτηκε στα 47 του χρόνια τη μάνα του, κοριτσάκι 16 χρονών αυτή, και ήλθαν στη ζωή πέντε παιδιά. Ως μεγαλύτερος των πέντε, ανάλαβε το μεγάλο βάρος συντήρησης της εφταμελούς οικογένειας: «Τα είχα φορτωθεί όλα εγώ γιατί ο πατέρας μου ήταν ήδη μεγάλος. Πέρασα κακή ζωή κι έχω τραβήξει πολλά βάσανα…»

Και η Ελπίδα, μικρότερή του κατά δέκα και πλέον χρόνια, μια ζωή στο μεροκάματο! Θυμάται την εαυτή της μόνο μαζώχτρα και θερίστρα. Βασανισμένη κι αυτή ανάλωσε, ίσως και τριάντα χρόνια, τη ζωή της στους ελαιώνες των χωριών Πρασές, Πηγή, Καρέ, Επισκοπή και κάποιων άλλων. Όμως και πάλι αντέχει, παρότι ταλαιπωρήθηκε για σαράντα πέντε μέρες στα νοσοκομεία πριν λίγους μήνες. Τότε, στα Γουλεδιανά, η κατσίκα που θα πήγαινε για βοσκή την τράβηξε και την έσυρε κάτω… Γλίτωσε στο νοσοκομείο των Χανίων, όταν αλλού είχαν ξεγράψει τη ζωή της. Γι αυτό και ευγνωμονεί τους γιατρούς!

«Σε όλες τις δουλειές ήμουνα μέσα», λέει. «Δούλευα σαν άντρας μέχρι που χτύπησα. Φύτευα και το περιβόλι, όλα τα έκανα. Βοηθούσα και τον άντρα μου στα χωράφια. Τα χρόνια που ήλθαν είναι δύσκολα και δεν ξέρουμε αύριο τι θα γίνει. Πώς να βοηθήσω παιδιά και εγγόνια με τη σύνταξη που παίρνω;». Την «καίνε» τα δυο παιδιά της που δεν έχουν δουλειά και τη ρωτά ο γιός ο Γιώργος, τώρα στα 33 του χρόνια: «Να παντρευτώ και μετά αν δεν έχω δουλειά πως θα ζήσει η οικογένεια που θα κάνω;». Και έχει δίκιο το παιδί…

Τα Γουλεδιανά είναι πια το χωριό των γερόντων, όταν μέσα στη δεκαετία του ’60 είχε ζωή και τα τρία καφενεία δούλευαν. Τώρα δεν λειτουργεί καφενείο και το ένα από αυτά διαμορφώθηκε και έγινε ταβέρνα και ευτυχώς, γιατί «παρουσιάζεται κόσμος και υπάρχουμε».

Οι μέρες, περισσότερο το χειμώνα, περνάνε βασανιστικά και δεν υπάρχει διέξοδος στην καθημερινότητα. Στις «καλές εποχές» υπήρχε πληθυσμός, υπήρχε κινητικότητα και οι ώρες έφευγαν ευχάριστα, έστω και αν ήταν «φτωχές και δύσκολες». Τα πράγματα τώρα γύρισαν τούμπα και βγαίνει μπροστά η υπομονή «σε εκείνους που την έχουν» και αντιστέκεται.

Ο Τζονεβράκης δείχνει να κάμπτεται στην απομόνωσή του, όμως, η Ελπίδα η σύζυγός του με την στάση και την πρακτική της δίνει… ελπίδα. Άλλωστε, χρόνια πολλά άντεξε το μεροκάματο και δεν την έβαλε κάτω..

ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΛΑΟΥΤΙΕΡΗΣ

Όταν πια έλθει πίσω στη θητεία του ως λαουτιέρης, πλάι σε λυράρηδες της ευρύτερης περιοχής, δείχνει να ανανεώνεται και να αποκτά το χαμόγελό του εξιστορώντας γλέντια και πανηγύρια που του «έδιναν μεροκάματο». Ύστερα, συμφωνεί, πως τα παιδιά που έφερε στον κόσμο και η συμμετοχή του στις γιορτές των χωριών που πήγε, σκέπασαν την τυραννία και τη μιζέρια των παιδικών του χρόνων.

Γυρίζει στους παιδικούς καλλιτεχνικούς του βηματισμούς και αναθαρρεύει: «Έμαθα μόνος μου λαγούτο. Δεν μου έδειξε κανένας και έπαιζα καλό πάσο. Είπα μια μέρα στη μακαρίτισσα τη μάνα μου την Ελένη ότι θέλω να πάρω ένα λαγούτο και το πήρα. Στα 16 μου χρόνια έκανα το πρώτο γλέντι με το Μαρκογιώργη από το Σπήλι στη Λαμπινή της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο. Πιάσαμε τότε 8.200 δραχμές και πήγε να με ρίξει μα έπιασε μια καρέκλα ο Γλεντζόπετρος και ο Μαρκογιώργης παρουσίασε τα λεφτά που εισπράξαμε και τα μοιράσαμε. Έπαιξα και με τον Καλογρίδη του Τιμίου Σταυρού στις Καρίνες… Έκανα και δυο και τρείς μέρες μακριά από το σπίτι γιατί τόσο κρατούσαν τότε τα γλέντια. Αλλά μόλις ερχόμουνα στο χωριό, ξαγρύπνης, πήγαινα στα πρόβατα και στις αγροτικές δουλειές που είχα αφήσει…»

Αναπολεί ο αυτοδίδακτος λαϊκός καλλιτέχνης, τώρα στις οκτώ δεκαετίες της ζωής του, εκείνα τα ηρωικά χρόνια. Πού οι μετακινήσεις του στα πανηγύρια γίνονταν πότε με γαϊδουράκια, πότε με τα ελάχιστα λεωφορεία που υπήρχαν και πολλές φορές και με τα πόδια! Η δεξιοτεχνία και οι στίχοι του Καλογρίδη, παρότι εκείνος δεν τραγουδούσε, τον είχαν συνεπάρει. Όπως το τετράστιχο:

Προσεύχομαι στην Παναγιά,
ζητώ να σ’ αποκτήσω
γιατί μου είναι δύσκολο
χωρίς εσέ να ζήσω.

Και μπορεί αυτό το σπιτικό στα Γουλεδιανά να έχει στέρηση των μικροαστικών δομών, όμως έχει περίσσευμα των παραδοσιακών αξιών, όπως και στο σύνολό τους σχεδόν τα σπίτια του Βρύσινα. Ωστόσο από αυτό το περίσσευμα τραβάνε και σου το παραχωρούν με ευγένεια και καλοσύνη απλόχερα οι Τζονεβράκηδες. Σαν να είσαι ένας δικός τους άνθρωπος. Ανοίγουν τις πόρτες του σπιτιού τους και νιώθεις ότι σου ανοίγουν την πόρτα της καρδιάς τους.
Γιάννης και Μαρία Τζονεβράκη στην αυλή του σπιτιού τους

«Να ξανάλθεις», σε ξεπροβοδίζουν στην αυλή ο άρχοντας και η αρχόντισσα. «Την άλλη φορά, μην το ξεχάσεις, θα πιούμε ένα κρασί…»
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!