tromaktiko: Μαρτυρία από μια ενέδρα με την Μπόνι και τον Κλάιντ

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Μαρτυρία από μια ενέδρα με την Μπόνι και τον Κλάιντ



Μπόνι και Κλάιντ: τα ονόματά τους θυμίζουν τους δυο ερωτευμένους κακοποιούς των ΗΠΑ, που κατά την διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, που άρχισε με το Κραχ του 1929, πραγματοποίησαν μια σειρά ληστειών σε τράπεζες.
Η εικόνα αυτή έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την ταινία «Μπόνι και Κλάιντ» του 1967, η οποία έδειξε με μια ρομαντική σκοπιά την εγκληματική ζωή του ζευγαριού. Στην πραγματικότητα, ο Κλάιντ Μπάροου ήταν ένας ψυχρός δολοφόνος, τον οποίο ακολούθησε η Μπόνι Πάρκερ σε μια διαδρομή σπαρμένη με αίμα και καταστροφή από τον Φεβρουάριο του 1932 μέχρι τον Μάιο του 1934. Θύματά τους υπήρξαν ακόμη και απροστάτευτοι στόχοι, όπως τράπεζες μικρών πόλεων, βενζινάδικα, και παιδικά καταστήματα από την Αϊόβα μέχρι το Τέξας. Η πορεία τους στο έγκλημα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον εννέα αστυνομικών και ενός δυσθεώρητου αριθμού αθώων πολιτών.

Ο 23χρονος Κλάιντ Μπάροου είχε αποφυλακιστεί από τις φυλακές του Τέξας τον Φεβρουάριο του 1932, μετά από διετή κάθειρξη για έναν σημαντικό αριθμό συλλήψεων που άρχισαν το 1926. Αμέσως, ενώθηκε ξανά με την 22χρονη Μπόνι Πάρκερ, με την οποία είχε γνωριστεί πριν την φυλάκισή του. Πολύ σύντομα μια σειρά κακοποιών τους πλαισίωσε. Ανάμεσά σε εκείνους ήταν ο αδερφός του Κλάιντ, Μπάκ, και η σύζυγός του, Μπλάνς. Όσο δεν προκαλούσαν φόνους και όλεθρο, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το περνούσαν τρέχοντας στην Δύση, για να μένουν πάντα ένα βήμα μπροστά από τον νόμο.

Η αυλαία για τους Μπόνι και Κλάιντ έπεσε το πρωί της 23ης Μαΐου του 1934. Το αυτοκίνητό τους έτρεχε προς μια ενέδρα που είχαν στήσει έξι σερίφηδες από την Λουιζιάνα και το Τέξας, σε έναν επαρχιακό δρόμο του Σρέβεπορτ της Λουιζιάνα. Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε τους αστυνομικούς εκείνοι άνοιξαν πυρ καταστρέφοντάς το και σκοτώνοντας τους επιβαίνοντές του.

Το αυτοκίνητο όταν κόπασε ο καπνός

«Σκότωσαν τον Μπακ, φώναξα στον Κλάιντ»

Η Μπλάνς Καλντγουελ Μπάροου ήταν παντρεμένη με τον μεγαλύτερο αδερφό του Κλάιντ, τον Μπάκ, και η μόνη που επιβίωσε από την ομάδα. Εκείνη και ο σύζυγός της είχαν συλληφθεί τον Ιούλιο του 1933 μετά από ανταλλαγή πυρών με τις Αρχές, μια νύχτα, όπου η Μπόνι και ο Κλάιντ και η Μπλάνς και ο Μπακ έμεναν σε δυο εξοχικά διαμερίσματα ενωμένα μεταξύ τους. Ο Μπακ πέθανε από τις πληγές του και η Μπλάνς καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση. Κατά την παραμονή της στην φυλακή έγραψε τα απομνημονεύματά της, κομμάτι των οποίων δημοσιεύεται στο eyewitnesshistory.com. Το απόσπασμα, που ακολουθεί, αναφέρεται σε εκείνη την νύχτα του Ιουλίου.

Οι δύο εξοχικές κατοικίες

[...] Δεν κοιμόμουν, αλλά μόλις που είχα αρχίσει να κλείνω τα μάτια μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι κάποιος ρίχνει φως από το παράθυρό μας και χτυπάει την πόρτα. Αμέσως, ξύπνησα τον Μπακ και του το είπα. Μετά πήδηξα από το κρεββάτι και άρχισαν να ντύνομαι. Ο Μπακ μου ζήτησε να ρωτήσω ποιός είναι και τι θέλει. Η απάντηση που πήρα ήταν «ο νόμος». Ο Μπάκ έβαλε το παντελόνι του και τα παπούτσια του. Ο άνθρωπος στην πόρτα μου ζήτησε να βγάλω έξω τον άντρα που έκρυβα στο σπίτι. Θυμάμαι που ρωτάω τον Μπάκ τι να απαντήσω. 

«Πες τους ότι δεν είναι κανένας άντρας εδώ», μου είπε και έτσι έκανα.

«Λοιπόν, βάλε τα παντελόνια σου και βγες εσύ έξω», είπε η φωνή έξω από την πόρτα. Ρώτησα τι θέλουν, προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, νιώθοντας ότι το τέλος πλησιάζει για όλους. Τότε ο αστυνομικός ρώτησε που είναι οι άντρες.

«Πες τους ότι είναι στο διπλανό σπίτι – πες το δυνατά για να σε ακούσει ο Κλάιντ», και έτσι έκανα.

«Λοιπόν, έλα εσύ έξω», ξανά ‘ρθε η απάντηση.

«Περίμενε να βάλω τα ρούχα μου και έρχομαι», είπα γνωρίζοντας ότι δεν μπορώ να καθυστερήσω και άλλο. Δεν ήξερα ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση. Τότε ο Μπακ ήρθε δίπλα μου. «Μωρό, ξέρεις ότι σιχαίνομαι που θα τον σκοτώσω, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Πήγαινε, λοιπόν, όσο πιο κοντά στον τοίχο μπορείς και μην απομακρυνθείς από πίσω μου».

Ο Μπακ πήρε ένα σαρανταπεντάρι όπλο και το έβαλε στην ζώνη του. Μετά πήρε και την καραμπίνα που είχε δίπλα στο κρεβάτι. Ξαφνικά φάνηκε σαν κάποιος να προσπαθεί να ρίξει την πόρτα και έτσι άρχισαν τα πυροτεχνήματα. Δεν ξέρω ποιος πυροβόλησε πρώτος, αλλά θυμάμαι ότι ο Μπακ αντί να πυροβολεί από την πόρτα για να σκοτώσει όποιον ήταν από πίσω, το έκανε από την γωνία του δωματίου. Είχε πει ότι δεν θέλει να σκοτώσει κανένα. Όσοι ήταν μπροστά από την δικιά μας πόρτα θα πρέπει να χαίρονται που δεν ήταν μπροστά από την πόρτα του Κλάιντ. Ο Μπακ τους έβλεπε μέσα από το παράθυρο και μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να τους σκοτώσει.

Ο Μπακ πυροβολούσε από όλα τα παράθυρα, οπλίζοντας το όπλο καθώς κινούνταν. Εγώ προσπαθούσα να μείνω όσο πιο κοντά του μπορούσα. Ξαφνικά, ο Μπακ έπεσε πάνω στο ..... και έσπασε τον καθρέφτη. Τότε όσο απότομα άρχισε το πιστολίδι έτσι και σταμάτησε. Ακούσαμε ένα κρότο, και ήταν το αυτοκίνητο της αστυνομίας που έσπαγε την πόρτα από το πάρκινγκ. Και αμέσως μετά να φεύγει κορνάροντας. Αργότερα έμαθα ότι δεν καλούσαν ενισχύσεις, αλλά ο Κλάιντ είχε πυροβολήσει μέσα από την θωράκιση του αυτοκινήτου και είχε πετύχει τον αξιωματικό στα πόδια. Και μια άλλη σφαίρα είχε καταστρέψει την κόρνα, που χτυπούσε διαρκώς.

«Είσαι καλά;», ρώτησε ο Μπακ.

«Ναι», απάντησε ο Κλάιντ, «εσείς είστε και οι δυο εντάξει;». «Ναι», είπαμε.

«Πάμε να φύγουμε από εδώ», είπε εκείνος.

Άνοιξα την πόρτα. Ήθελα να βγω πρώτη πιστεύοντας ότι θα πυροβολήσουν εμένα και ο Μπακ θα καταφέρει να μπει στο αυτοκίνητο.

«Μωρό, μην το κάνεις», μου είπε ο Μπακ. «Έλα πίσω. Θα σκοτωθείς».

Ακούσαμε την μηχανή του αυτοκινήτου του Κλάιντ να παίρνει μπρος. «Οκ. Πάμε. Πάρε την τσάντα δίπλα από την πόρτα», μου λέει και έτσι κάνω. «Ίσως καταφέρουμε να φύγουμε όσο γεμίζουν τα όπλα τους».

Βγήκαμε έξω. Ήμουν στα μισά της απόστασης μέχρι το αυτοκίνητο. Άκουσα έναν πυροβολισμό. Γύρισα και είδα τον Μπακ να πέφτει κάτω. Έτρεξα πίσω. Δεν φοβόμουν πια. Εάν ήταν νεκρός, μπορούσαν να σκοτώσουν και μένα. Δεν φοβόμουν τις σφαίρες.

«Σκότωσαν τον Μπακ», φώναξα στον Κλάιντ.

Εκείνος βγήκε από το αυτοκίνητο και ρώτησε από που ήρθε η σφαίρα. Του έδειξα. Πήρε το όπλο του Μπακ. Η κάννη ήταν τόσο ζεστή που του έκαψε το χέρι. Εγώ σήκωσα τον Μπακ και προσπάθησα να τον μεταφέρω στο αυτοκίνητο. Έχασα κάθε αίσθηση. Δεν ένιωθα τίποτα. Αφού τον σήκωσα δεν αισθανόμουν ούτε το βάρος του. Πως τον πήγα μέχρι το αυτοκίνητο μόνη μου, δεν ξέρω. Και ακόμη είχα την τσάντα στο δεξί μου χέρι!

Δυσκολεύτηκα να βάλω τον Μπακ στο αυτοκίνητο καθώς προσπαθούσα να μην τον χτυπήσω περισσότερο. Όταν τον έβαλα στο αυτοκίνητο, ο W.D. μπήκε δίπλα μου. Μπήκε και ο Κλάιντ πάτησε γκάζι και φύγαμε με την όπισθεν από το γκαράζ. Ο W.D. ζήτησε ένα όπλο. Ο Μπακ μουρμούρισε ότι του έπεσε το όπλο και μετά λιποθύμησε.

Είχα το κεφάλι του στο στήθος μου και τον είχα αγκαλιάσει έτσι ώστε να τον προστατέψω εάν οι αστυνομικοί πυροβολούσαν μέσα στο αυτοκίνητο, κάτι που ήμουν σίγουρη ότι θα το έκαναν. Είχα στρέψει το σώμα μου στην δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και το κεφάλι μου το είχα γείρει για να είναι κοντά στον Μπακ. Η ορδή των σφαιρών ήρθε από δεξιά. Δεν μπορούσα να προστατεύσω τον εαυτό μου. Προστάτευα τον Μπακ. Τζάμια σπάνε. Αισθάνομαι ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι μου. Είχα χτυπηθεί και στο χέρι. Δεν το ένιωθα, όμως, εκείνη την ώρα. Αλλά ούτε τα σπασμένα τζάμια ούτε οι σφαίρες χτύπησαν τον Μπακ.

Ξαφνικά έχασα την όρασή μου. Τα πάντα μαύρισαν. Πίστεψα ότι χτυπήθηκαν τα μάτια μου. Αλλά δεν ένιωσα πόνο. Το είχα περάσει αυτό το στάδιο. Όταν καυτό αίμα κύλησε στο πρόσωπό μου, νόμιζα ότι ήταν δάκρυα από τα μάτια μου που τα είχα κλειστά.

«Χτύπησαν τα μάτια μου», είπα, «δεν βλέπω».

Κανείς δεν με άκουσε. [...]

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!