«Το ερευνητικό πρόγραμμα σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς περιόδου απόρριψης των βυζαντινών ιστορικών συγγραμμάτων», δήλωσε ο επικεφαλής του προγράμματος καθηγητήςΑρχαίας Ιστορίας, Μίσα Μέγιερ.
Η έρευνα, θα ξεκινήσει την 1η Ιανουαρίου 2013 και θα υποστηριχθεί από την Ακαδημία Επιστημών της Χαϊδελβέργης, η οποία θα την χρηματοδοτήσει με 220.000 ευρώ ετησίως. (Οι γερμανικές Ακαδημίες επιδοτούνται από τον προϋπολογισμό του ομοσπονδιακού κράτους και από τους επιμέρους προϋπολογισμούς των γερμανικών κρατιδίων).
Ο Ιωάννης Μαλάλας, που γεννήθηκε περίπου το 490 μ.Χ., έγραψε τη «Χρονογραφία» του σε 18 βιβλία στην ελληνική γλώσσα τον 6ο αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Όπως δήλωσε ο κ.Μέγιερ, τα βυζαντινά ιστορικά κείμενα, γενικά, «θεωρούνταν μέτρια λογοτεχνία, γραμμένη από αμόρφωτους μοναχούς που απλώς παπαγάλιζαν άλλες πηγές, κάνοντας γελοία λάθη στην πορεία. Όμως τώρα αντιλαμβανόμαστε πόσο πολύ σημαντικό είναι το κείμενο της Χρονογραφίας».
«Ο στόχος πλέον είναι όχι μόνο να κάνουμε τον Ιωάννη Μαλάλα προσιτό ως τον "πατέρα" όλων των βυζαντινών χρονογράφων, αλλά, επίσης να κάνουμε νέες ανακαλύψεις σχετικά με την αντιμετώπιση του παρελθόντος, κατά την κρίσιμη περίοδο ανάμεσα στην ύστερη αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα, χρησιμοποιώντας την "Χρονογραφία" ως παράδειγμα-κλειδί», πρόσθεσε ο καθηγητής.
Ο Ιωάννης Μαλάλας παρουσιάζει μία φιλόδοξη ιστορία του κόσμου, που ξεκινά με τον Αδάμ και την Εύακαι φθάνει έως την εποχή του. Τα πρώτα βιβλία του έργου του βασίζονται στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ, τα υπόλοιπα εστιάζονται στην ελληνική και τη ρωμαϊκή ιστορία.
Για τον ίδιο τον συγγραφέα δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας αξιωματούχος στην επαρχιακή διοίκηση του Βυζαντίου. Λόγω της θέσης του, φαίνεται πως είχε πρόσβαση σε σημαντικά ιστορικά αρχεία, που τον βοήθησαν στη χρονολόγηση των πιο πρόσφατων συμβάντων της ιστορίας του, η οποία τελειώνει ξαφνικά το έτος 563 μ.Χ. Εξίσου ξαφνικά χάνεται στη συνέχεια και κάθε ίχνος του Ι. Μαλάλα.
Σύμφωνα με τους Γερμανούς ερευνητές, η «Χρονογραφία» αποτελεί ένα υπερβολικά πολύτιμο ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας, καθώς ουσιαστικά είναι το παλαιότερο γνωστό έργο βυζαντινής παγκόσμιας ιστορίας, το οποίο, μεταξύ άλλων, δείχνει με ποιον τρόπο οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τα ιστορικά ζητήματα. Το έργο του Ι. Μαλάλα, επίσης, βοηθά σημαντικά στην κατανόηση της πολιτικής της εποχής του, ενώ, παράλληλα ρίχνει φως σε θέματα πολιτισμού και θρησκείας.
Σύμφωνα με τον κ. Μέγιερ, όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν, η «Χρονογραφία» φωτίζει γεγονότα της αρχαίας ιστορίας από μία διαφορετική οπτική γωνία, όπως π.χ. τη σχέση μεταξύ του αυτοκράτορα Νέρωνα και των χριστιανών, καθώς ο πρώτος εμφανίζεται να διάκειται φιλικά απέναντί τους.
Η έρευνα στο κείμενο του Ι. Μαλάλα είναι δύσκολη, επειδή το πρωτότυπο κείμενο της «Χρονογραφίας» δεν έχει διασωθεί και οι Γερμανοί ιστορικοί θα πρέπει να εργαστούν με μία μεσαιωνική εκδοχή του, που είναι πιο σύντομη και από την οποία λείπουν ορισμένα τμήματα του αρχικού έργου.
Όμως ορισμένα μέρη της πρωτότυπης «Χρονογραφίας» είναι εφικτό να αποκατασταθούν χάρη σε κατοπινούς βυζαντινούς συγγραφείς, που κάνουν αναφορές στο πλήρες κείμενο του Μαλάλα, αλλά και χάρη σε άλλες πηγές, όπως οι πιο πρόσφατες συριακές εκδόσεις του έργου και μία μεσαιωνική μετάφραση στη σλαβονική γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη του αυθεντικού έργου θεωρείται άκρως πολύπλοκη δουλειά.
Τα σχόλια που θα προκύψουν από την ανάλυση της «Χρονογραφίας», θα δημοσιεύονται σταδιακά στο Διαδίκτυο, ενώ, όταν η έρευνα ολοκληρωθεί θα δημοσιευθεί, πλέον, όλη η «Χρονογραφία» σε μορφή βιβλίου. Στο μεταξύ, ετήσια επιστημονικά συνέδρια θα συζητούν διάφορα θέματα του έργου θα δημοσιεύονται τα αποτελέσματά τους.
Η έρευνα πάνω στο έργο του Μαλάλα είναι ένα από τα 22 προγράμματα που προωθεί η Ακαδημία της Χαϊδελβέργης, με τη συνεργασία επιστημόνων του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν.
ΑΠΕ/ΜΠΕ