Εν μέσω οικονομικής κρίσης κι ενώ η αναπτυξιακή πολιτική οδηγείται σε τέλμα, εντοπίστηκαν επιτέλους οι ανασταλτικοί παράγοντες της ανάπτυξης, ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ!
Δεν εντοπίζονται τα αίτια στην κακή διακυβέρνηση της χώρας ή στο λανθασμένο δημοσιονομικό σύστημα, στη διαφθορά, στη φοροδιαφυγή και σε τόσους άλλους τομείς. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ φαντάζουν ως το κύριο εμπόδιο. Ανέστειλαν τα έργα οδοποιίας, σταμάτησαν την οικοδομή, κατήργησαν τις κλαδικές συμβάσεις, οδήγησαν τη χώρα στην υπανάπτυξη!
Αλλά για ακόμη μια φορά, η κυβέρνηση βρήκε τη λύση και στο όνομα της ανάπτυξης έρχεται να καταργήσει με τον πλέον απαράδεκτο τρόπο κάθε έννοια λογικής και σεβασμού απέναντι στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Έχει ήδη κατατεθεί και ολοκληρώνεται η διαβούλευση του Σχεδίου Νόμου με τίτλο: «Διαμόρφωση Φιλικού Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις» του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Το σχέδιο νόμου αποτελεί συνέχεια του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου «Περί Βελτίωσης της Επιχειρηματικότητας» και των «Μνημόνιων Συν-αντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ των πρώην Υπουργείου Πολιτισμού και ΥΠΕΧΩΔΕ/ Μεταφορών και Δικτύων», που αποσκοπούν και ορίζουν ξεκάθαρα τους τρόπους επίσπευσης του αρχαιολογικού έργου στα μεγάλα δημόσια έργα. Αυτή η αλλεπάλληλη σειρά αποφάσεων και νομοσχεδίων καταργεί τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού νομιμοποιώντας επενδυτές-ιδιώτες στην διαχείριση της πολιτιστική μας κληρονομιάς, εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων.
Αντιμετωπίζοντας τις αρχαιότητες ως εμπόδιο στην ανάπτυξη, τις αποφάσεις για τα αρχαιολογικά έργα δεν τις λαμβάνει αποκλειστικά η αρχαιολογική υπηρεσία, αλλά εμπλέκεται πλέον και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Στο Άρθρο 9, για την επιτάχυνση των επενδύσεων, ο ρόλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας «αντικαθίσταται» από προεδρικά διατάγματα κατόπιν υποβολής κοινής πρότασης των δύο αρμόδιων υπουργείων (Ανάπτυξης-Πολιτισμού) κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, που θα καθορίζουν «τους ειδικούς όρους ανάδειξης και προστασίας αρχαιοτήτων και άλλων μνημείων, που ενδεχομένως να εντοπίστηκαν κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή να υφίσταντο πριν την έναρξής της». Μάλιστα μετά από την έκδοση των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων δεν απαιτείται έκδοση άλλης απόφασης από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες. Είναι ξεκάθαρο ότι η προτεινόμενη διάταξη υποβαθμίζει την αρχαιολογική υπηρεσία, παρακάμπτει τον Αρχαιολογικό Νόμο και κυρίως αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος περί προστασίας της Πολιτισμικής Κληρονομιάς.
Επίσης, το νομοσχέδιο εντάσσεται στη γενικότερη αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και επί της ουσίας καταργεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και την υπάρχουσα νομοθεσία. Προβλέπει μεταθέσεις, μετατάξεις, εφεδρείες, απολύσεις, κλείσιμο οργανισμών, ακόμη και αλλαγές ως προς την ανάθεση καθηκόντων από τα αρμόδια υπουργεία σε άλλα υπουργεία και υπηρεσίες (π.χ. γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ). Στο Άρθρο 4 επιτρέπει να γίνονται μετατάξεις υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων «κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων», μετατρέποντας τους αρχαιολόγους σε υπαλλήλους -και τυπικά- του υπουργείου Ανάπτυξης. Η στελέχωση της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων (που αφορά στη διαχείριση λιμανιών, δρόμων, σιδηροδρόμων και άλλων δημόσιων έργων) με άτομα διαφόρων ειδικοτήτων φανερώνει ξεκάθαρα τον ρόλο της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Ειδικά για τον τομέα Πολιτισμού αποβλέπει στην επίσπευση της αρχαιολογικής έρευνας και στην ταχύτερη αντιμετώπιση των "εμποδίων" που προκύπτουν απ αυτήν. Η σύσταση της γραμματείας από 70 άτομα που θα αποτελέσει το «μικρό» και «ευέλικτο» σχήμα, που θα απλοποιήσει τις γραφειοκρατικές και άλλες δυσκολίες, ανοίγει ουσιαστικά τον δρόμο για την πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Οι αποφάσεις της γραμματείας για τη διαχείριση των αρχαιοτήτων και της πολιτισμικής κληρονομιάς θα υποκαταστήσουν τις γνωμοδοτήσεις τους ΚΑΣ, οι οποίες στηρίζονταν κατά κύριο λόγο στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο και θα λαμβάνονται πλέον κάτω από τις πιέσεις δήμων, των επενδυτών -ιδιωτών κ.α., οι οποίοι και επιζητούν ταχύτατες αυξήσεις κερδών από τις επενδύσεις τους.
Το πρώην Υπουργείο Πολιτισμού και νυν τομέας Πολιτισμού και Αθλητισμού, παραδίδεται άνευ όρων και πέραν νόμων στην «ανάπτυξη». Ακολουθεί τη στρατηγική ιδιωτικοποίησης του Πολιτισμού αλλά και αποτελεί ακόμα ένα βήμα προς την υλοποίηση του Καλλικράτη στον Πολιτισμό με συγχωνεύσεις – καταργήσεις Υπηρεσιών, με τελικό στόχο μία Εφορεία Αρχαιοτήτων ανά Περιφέρεια. Έτσι, αντί να υπερασπιστεί και να εκτελέσει τις αρμοδιότητές του, δηλαδή τη διαφύλαξη, ανάδειξη και διατήρηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, παραδίδει τη σκυτάλη σε άλλους, γενικούς διευθυντές, που θα ορίζουν τις κινήσεις του επικαλούμενοι την ανάπτυξη, αποβλέποντας όμως ουσιαστικά στη ροή χρήματος στις τσέπες των λίγων, των ιδιωτικών και όχι των κρατικών ταμείων.
Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων απορρίπτει τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τη «Διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις» ως απαράδεκτες και αντισυνταγματικές και ζητεί την άμεση απόσυρσή τους. Δεν επιτρέπεται να θυσιαστεί η πολιτισμική κληρονομιά στο βωμό της «ανάπτυξης» και να αφεθεί έρμαιο των συμφερόντων. Συντασσόμαστε στη διατήρηση του κύρους της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που είναι η μόνη αρμόδια και υπεύθυνη για τη διαχείριση του αρχαίου υλικού πολιτισμού.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σ.ΕΚ.Α.
Αλλά για ακόμη μια φορά, η κυβέρνηση βρήκε τη λύση και στο όνομα της ανάπτυξης έρχεται να καταργήσει με τον πλέον απαράδεκτο τρόπο κάθε έννοια λογικής και σεβασμού απέναντι στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Έχει ήδη κατατεθεί και ολοκληρώνεται η διαβούλευση του Σχεδίου Νόμου με τίτλο: «Διαμόρφωση Φιλικού Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις» του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Το σχέδιο νόμου αποτελεί συνέχεια του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου «Περί Βελτίωσης της Επιχειρηματικότητας» και των «Μνημόνιων Συν-αντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ των πρώην Υπουργείου Πολιτισμού και ΥΠΕΧΩΔΕ/ Μεταφορών και Δικτύων», που αποσκοπούν και ορίζουν ξεκάθαρα τους τρόπους επίσπευσης του αρχαιολογικού έργου στα μεγάλα δημόσια έργα. Αυτή η αλλεπάλληλη σειρά αποφάσεων και νομοσχεδίων καταργεί τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού νομιμοποιώντας επενδυτές-ιδιώτες στην διαχείριση της πολιτιστική μας κληρονομιάς, εις βάρος του αρχαιολογικού έργου και των μνημείων.
Αντιμετωπίζοντας τις αρχαιότητες ως εμπόδιο στην ανάπτυξη, τις αποφάσεις για τα αρχαιολογικά έργα δεν τις λαμβάνει αποκλειστικά η αρχαιολογική υπηρεσία, αλλά εμπλέκεται πλέον και το Υπουργείο Ανάπτυξης. Στο Άρθρο 9, για την επιτάχυνση των επενδύσεων, ο ρόλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας «αντικαθίσταται» από προεδρικά διατάγματα κατόπιν υποβολής κοινής πρότασης των δύο αρμόδιων υπουργείων (Ανάπτυξης-Πολιτισμού) κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, που θα καθορίζουν «τους ειδικούς όρους ανάδειξης και προστασίας αρχαιοτήτων και άλλων μνημείων, που ενδεχομένως να εντοπίστηκαν κατά την υλοποίηση της επένδυσης ή να υφίσταντο πριν την έναρξής της». Μάλιστα μετά από την έκδοση των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων δεν απαιτείται έκδοση άλλης απόφασης από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες. Είναι ξεκάθαρο ότι η προτεινόμενη διάταξη υποβαθμίζει την αρχαιολογική υπηρεσία, παρακάμπτει τον Αρχαιολογικό Νόμο και κυρίως αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος περί προστασίας της Πολιτισμικής Κληρονομιάς.
Επίσης, το νομοσχέδιο εντάσσεται στη γενικότερη αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης και επί της ουσίας καταργεί το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και την υπάρχουσα νομοθεσία. Προβλέπει μεταθέσεις, μετατάξεις, εφεδρείες, απολύσεις, κλείσιμο οργανισμών, ακόμη και αλλαγές ως προς την ανάθεση καθηκόντων από τα αρμόδια υπουργεία σε άλλα υπουργεία και υπηρεσίες (π.χ. γνωμοδοτήσεις του ΚΑΣ). Στο Άρθρο 4 επιτρέπει να γίνονται μετατάξεις υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων «κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων», μετατρέποντας τους αρχαιολόγους σε υπαλλήλους -και τυπικά- του υπουργείου Ανάπτυξης. Η στελέχωση της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων (που αφορά στη διαχείριση λιμανιών, δρόμων, σιδηροδρόμων και άλλων δημόσιων έργων) με άτομα διαφόρων ειδικοτήτων φανερώνει ξεκάθαρα τον ρόλο της συγκεκριμένης υπηρεσίας. Ειδικά για τον τομέα Πολιτισμού αποβλέπει στην επίσπευση της αρχαιολογικής έρευνας και στην ταχύτερη αντιμετώπιση των "εμποδίων" που προκύπτουν απ αυτήν. Η σύσταση της γραμματείας από 70 άτομα που θα αποτελέσει το «μικρό» και «ευέλικτο» σχήμα, που θα απλοποιήσει τις γραφειοκρατικές και άλλες δυσκολίες, ανοίγει ουσιαστικά τον δρόμο για την πλήρη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Οι αποφάσεις της γραμματείας για τη διαχείριση των αρχαιοτήτων και της πολιτισμικής κληρονομιάς θα υποκαταστήσουν τις γνωμοδοτήσεις τους ΚΑΣ, οι οποίες στηρίζονταν κατά κύριο λόγο στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο και θα λαμβάνονται πλέον κάτω από τις πιέσεις δήμων, των επενδυτών -ιδιωτών κ.α., οι οποίοι και επιζητούν ταχύτατες αυξήσεις κερδών από τις επενδύσεις τους.
Το πρώην Υπουργείο Πολιτισμού και νυν τομέας Πολιτισμού και Αθλητισμού, παραδίδεται άνευ όρων και πέραν νόμων στην «ανάπτυξη». Ακολουθεί τη στρατηγική ιδιωτικοποίησης του Πολιτισμού αλλά και αποτελεί ακόμα ένα βήμα προς την υλοποίηση του Καλλικράτη στον Πολιτισμό με συγχωνεύσεις – καταργήσεις Υπηρεσιών, με τελικό στόχο μία Εφορεία Αρχαιοτήτων ανά Περιφέρεια. Έτσι, αντί να υπερασπιστεί και να εκτελέσει τις αρμοδιότητές του, δηλαδή τη διαφύλαξη, ανάδειξη και διατήρηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, παραδίδει τη σκυτάλη σε άλλους, γενικούς διευθυντές, που θα ορίζουν τις κινήσεις του επικαλούμενοι την ανάπτυξη, αποβλέποντας όμως ουσιαστικά στη ροή χρήματος στις τσέπες των λίγων, των ιδιωτικών και όχι των κρατικών ταμείων.
Ο Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων απορρίπτει τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τη «Διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις» ως απαράδεκτες και αντισυνταγματικές και ζητεί την άμεση απόσυρσή τους. Δεν επιτρέπεται να θυσιαστεί η πολιτισμική κληρονομιά στο βωμό της «ανάπτυξης» και να αφεθεί έρμαιο των συμφερόντων. Συντασσόμαστε στη διατήρηση του κύρους της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που είναι η μόνη αρμόδια και υπεύθυνη για τη διαχείριση του αρχαίου υλικού πολιτισμού.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Σ.ΕΚ.Α.