Σε αυτή τη κύκλωση, οι Γερμανοί σκότωσαν τον Κωστή Τριποδιανό που προσπάθησε να διαφύγει και τραυμάτισαν τον Αντώνη Κοτζαμπασάκη. Βαφτισιμιός του θύματος ήταν ο Μανώλης Κυδωνάκης, ηλικίας το 1941 που έγινε η κύκλωση των χωριών, 24 χρόνων. Πρόεδρος της κοινότητας την ίδια περίοδο ήταν, διορισμένος από τις Αρχές κατοχής, ο Νίκος Κυδωνάκης που διορίστηκε κοινοτάρχης με την παρέμβαση του διαβόητου γερμανόφιλου από το Θρόνος Αλεξομανώλη.
Ο Νίκος Κυδωνάκης, που λειτουργούσε καφενείο στου Καλογέρου, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, «κατείχε και ντυνόταν με γερμανική στολή» και δεν αποκλείεται την πληροφορία για διαμονή του Αγαθάγγελου στο χωριό του τους Αποστόλους και των Άγγλων στα χωριά της περιοχής, να την είχε δώσει ο ίδιος στις Αρχές κατοχής. Γι'αυτό και επειδή κατηγορήθηκε και για άλλες υποθέσεις συνεργασίας, αντάρτες της οργάνωσης του καπετάν Πετρακογιώργη τον σκότωσαν μέσα στο καφενείο του στις 7 Ιουνίου 1944.
«Τότε, εγώ ‘μουνα 24 χρονώ’», εξιστορεί για τα γεγονότα εκείνης της μέρας ο Μανώλης Κυδωνάκης.«Εσηκώθηκα να βάλω το παντελόνι μου, αλλά ωστόσο τσ’ άκουσα κι ήρχουντανε. Ακούω κι ανοίγουνε κάτω τη-μ- πόρτα και βγαίναν και στη σκάλα. Γυρίζω και ξαναθέτω εκειά που ‘μουνε στο- γ-καναπέ. Ο πατέρας μου ήτονε και αυτός σηκωμένος κι ήτονε κάτω. Μπαίνουνε μέσα και του γυρεύανε λύχνο ή σπίρτα. Εν τω μεταξύ, ανοίγουνε τη-μ-πόρτα και κείτουμουνε ‘γω στο-γ-καναπέ και σηκώνομαι και μου λένε: «Σπίτα, σπίρτα…»
»Δεν είχαμε. Είχαμενε-ν- ένα λύχνο και το-ν-είχανε κάτω οι γερόντοι και δεν είχα. Λέω του πατέρα μου: «Φέρε το λύχνο ‘παέ γιατί θένε να δούνε μέσα…» Έφερενε ο πατέρας μου το λύχνο αποκάτω, εμπήκανε από μέσα, εκοιτάζανε και φύγανε. Όντε-ν-επορίζανε, μου λέει ένας, λέει: «Παντελόνι! Φόρεσε παντελόνι γιατί ‘ναι κρύο». Ο καιρός ήτανε βροχερός, έβρεχενε…
»Έβαλα το παντελόνι κι όντε-ν-εκατέβαινα από ‘παέ, μας ελαλούσανε με το γέρο για το δρόμο. Λέω τση μάνας μου: «Δώσε μας πράμα να βάλομε, γιατί βρέχει και θα φύγομενε». Δίδει του κάθενούς μας από ένα καποτάκι. Μας –ε-παίρνουνε από ‘δω και μας-ε-πάνε προς τα κάτω. Εδώ κάτω-κάτω, είναι δυο πρίνοι και μας εστένουνε ‘κειδά, γιατί ‘τονε αποκάτω και δυο σπίθια κι αποσπέρας είχα-ν- έρθει δύο αδερφοί. Ο ένας εκάθουντο-ν-επαδά κι ο άλλος είχε και αυτός σπίτι, αλλά, ήτονε απάντρευτος και κάθουντονε στου πατέρα-ν- του το σπίτι. Ήτονε δυο Τσιουδάκηδες…
»Επήγανε και πήρανε το-ν-ένα, ο άλλος ήτονε αποκάτω και μας ελαλούσανε και μας εβγάλανε στη-ν-εκκλησία αποπάνω, στο δρόμο. Κι απόης μας αλλάσουνε μέσα. Λέω: «Πού διάολο θα μας-ε-πάνε; Ίντα θα μας εκάμουνε;» Μας ελαλούνε απού το χωριό μέσα και στη-ν-απάνω μεριά του χωριού, ήτονε-ν- ένα μεγάλο σπίτι ενούς Αμερκάνου, του Γιώργη του Δραμιτινού, απού ‘χενε μια Παντινοπούλα απ’ τη-μ-Πατσό. Μας επήγανε ‘ κειά πέρα και μας εκλείσανε, μας εμαντρίσανε και μας εβλέπανε. Κάνουνε έρευνα στο χωριό…
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΠΟΔΙΑΝΟΥ
»Εν τω μεταξύ, εκειά που μας είχανε μέσα, βλέπομε και φέρνουνε το νονό μου το-γ- Κωστή το-ν-Τριποδιανό. Το-ν-ελαλούσανε οι Γερμανοί και κράτιενε «ετσέ» στη-ν-αγκάλη-ν-του, δυο όπλα: ένα πολεμικό και ένα κυνηγετικό, που του τα βρήκανε στο σπίτι-ν-του. Είχανε πιάσει κι ένα-γ-Κοτζαμπασάκη Αντώνη, ήτονε ‘κει πέρα κι έκανε καφενείο. Ήτονε λίγες μέρες που ‘χενε έρθει κι αυτός απού τα-ν-Αλβανία και δεν είχε-ν-ταυτότητα βγαρμένη. Κι άλλος ένας Πηγουνάκης Μανώλης, κι αυτός για τη-ν- ταυτότητα, κι ένας γέρος Λουτριανάκης, που του βρήκανε ένα-γ-κομμάτι αλεξίπτωτο στο σπίτι-ν-του. Αυτούς τσι ‘ χανε χωριστά στεμένους…
»Παίρνουσί τσι από ‘κειά και τσι βγάνουνε απάνω απού το χωριό, κι είναι ένας ανήφορος και βγαίνει στη-ν-απάνω μεριά του χωριού, που ‘χομε ‘δα τη δεξαμενή. Εκεί τσ’ ανεβάσανε.΄Όντε τσ’ ανεβάζανε ‘κεια πάνω, λένε μεταξύ-ν-τωνε, ο νονός μου ο Τριποδιανός με το-γ-Κοτζαμπασάκη: «Να μας εσκοτώσουνε θέλει οι κερατάδες! Να μας εσκοτώσουνε θέλει, να μας εσκοτώσουνε θέλει…»
»Να φύγομενε; Ρωτά ο ένας τον άλλο.
»Να φύγομενε, αποφασίζουνε.
»Παίρνει ο Κοτζαμπασάκης ίσα πέρα, κι ο νονός μου ο Κωστάκης ο Τριποδιανός επήδηξενε ίσα κάτω. Ο νονός μου θα ‘τονε 70 χρονώ’ , μπορεί και να τα πέρνανε! Αλλά είχενε τεράστια πόδια, ήτονε δυνατός άθρωπος. Και σφίγγει από ‘κειά και κατεβαίνει και περνά απού τη-ν-άκρα του χωριού. Δίνουνε, απου το σπίτι μας που’ μαστε ‘μεις, σύνθημα οι Γερμανοί στσι σκοπούς γύρου-γύρου. Γιατί ‘χανε σκοπούς γύρου-γύρου στο χωριό…
»Εκατέβηκενε ο νονός μου προς το-ν-αποκάτω δρόμο, στα «Ματαγαριανά». Επήδηξενε αυτός, ήτονε πέρα-πέρα στη συκιά, αποκάτω στο δρόμο μέσα, κι έστεκενε-ν-ένας Γερμανός ίδια στη συκιά. Αυτός εκοίταξενε να πηδήξει το-ν-αμαξωτό. Άμα καβαλίκευενε το-ν-αμαξωτό δεν εφοβότανε αυτός. Αυτόν στα πόδια, δεν το-ν-έπιανενε κιανείς! Ήτονε γέρος μα εγλάκανε πολύ.
»Θέτει το-μ-πήδο και κατεβαίνει στο δρόμο μέσα, και κάνει «τσε» και θωρεί το σκοπό ‘μπρος του. Και μόλις είδε το σκοπό πάλι, εσυνέχισε να φύγει. Κι αλλάσει οπίσω για να φύγει από άλλη μπάντα, γιατί ‘τονε από βροχή και φαίνουντανε τα πατήματά-ν-του στο χωράφι αποπάνω και στο χωράφι αποκάτω, στη σκάρπα του δρόμου. Όπως του γύρισε τη-μ-πλάτη, του τη φυτεύει αποπίσω και πόρισενε από μπροστά η σφαίρα. Έπεσενε επιτόπου απάνω στη σκάρπα του δρόμου και γύρισενε και έπεσενε στη σαϊτα…
Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΑΚΗ
»Ο άλλος απού πήρενε πέρα, ο Κοτζαμπασάκης, το-ν αρχινούνε κι αυτό γιατί ‘τονε πεντέξε Γερμανοί και βάνανε, λέει, με τα-μ-πιστόλια. Ώστε που βάνανε με τα-μ-πιστόλια, σου λέει: «Δε φοβούμαι ‘γω τα-μ-πιστόλια». Αλλά μόλις το-ν- αρχίξανε με τα μεγάλα-ν-τουφέκια παίρνει ‘σα πέρα. Του παίζανε και μια τη-μ-παίρνει αποπίσω και βγαίνει από μπροστά. Αλλά δεν επόθανενε, γιατί η σφαίρα έπιασενε τη-ν-άκρα του πνεμόνου του, ενώ του νονού μου έπιασενε τα-γ-καρδιά. Ο Κοτζαμπασάκης έπεσενε απάνω στο σαρνίτσι, το-ν- είδανε οι Γερμανοί, όπως εμάθαμε μετά, αλλά δεν το-ν-εσκοτώσανε. Γιατί ‘χανε διαταγή να μη σκοτώσουνε, μόνο είχανε ‘ρθει να μας εφοβερίσουνε να τω-ν-εμαρτυρήσομε για τσ’ Εγγλέζους, που ‘ναι γι Εγγλέζοι…
»Απής ετραματίσανε το-ν-ένα και σκοτώσανε το-ν-άλλο, εφύγανε. Εγκαταλείψανε το χωριό και πήγανε από ‘κειδά δυο και το-ν-εσηκώσανε και το-ν-εφέρανε στο σπίτι του πεθερού μου, του Κωστή του Δραμιτινού. Το-ν-εθέκανε σ’ ένα-γ-καναπεδάκι απάνω το-γ-Κοτζαμπασάκη, και βγάλανε μ’ ένα ψαλίδι και κόψανε τσι φανέλες του. Εφέρανε το Σταυρουλάκη το γιατρό απού το Βυζάρι, που το-ν-είχενε αναθρεμμένο. Γιατί ο Κοτζαμπασάκης επόμεινε από μικρός ορφανός και το-ν-ελέγανε Ορφαναντώνη. Ήτονε ορφανός και από πατέρα και από μάνα. Μόλις ειδοποιήσανε το γιατρό, ήρθενε αυτός γιαμιάς και το-ν-ανάλαβενε και γλίτωσέ-ν-τον κιόλας. Εγλίτωσενε, αλλά με πολλά βάσανα, γιατί τη-γ-κατοχή δεν υπήρχανε ούτε φάρμακα ούτε τίποτα. Μόνο έτσι από πείρα, ο γιατρός το-ν- εγλίτωσενε…
ΕΨΑΛΛΑΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ
»Το-ν-Τριποδιανό το-ν- επήρανε εκέ στο αποκάτω σπίτι, ήτονε ενούς Δραμιτινού Νικολή και το-ν-επαρανομοιάζανε Ηρώδη κι έκανενε το-ν-εμπορευόμενο αυτός. Και πήρανε το Νικολή οι Γερμανοί να πάει να το-ν-εσηκώσει αυτός. Αλλά δεν το-ν-άντεχενε κι άφηκέ-ν-τονε στο δρόμο μέσα! Πρι’ να φύγουνε οι Γερμανοί προειδοποιήσανε ότι, θα γυρίσουνε μετά μια ώρα. Είπανε, τότεσάς: «Α’ μέχρι τότε, δεν το-ν-έχετε πάρει να το-ν-εθάψετε, θα ΄χετε συνέπειες…»
»Ετότε, αντί τσι κάσες που ‘χουνε σήμερο και βάνουνε τσι νεκρούς, είχανε καδελέτο στο χωριό, μόνιμο στη-ν-εκκλησία. Επήρασί-ν-το και τον βάλανε και το-ν-εθάψανε. Μήδε παπά, μήδε τίποτα! Στο χωριό δεν είχαμε παπά και τω-ν-είπανε να το-ν-εθάψουνε αμέσως. Και θάψασί-ν-το χωρίς να του διαβάσουνε. Α’ δε-γ-κάνω λάθος, του διάβασενε ο παπα-Μανώλης Λαϊνάκης απού τη Μπισταή τη-ν- επομένη».