Δώδεκα χρονώ αγόρι
έκανα τον κόσμο πλώρη
κι έπεσα μες στον καιρό...
Με μια θάλασσα αβάντα
κι όταν ξύπνησα σαράντα
όλα γύρω μου κενό
Αχ, η κοινωνία σκάρτη
μˊ έχει δέσει στο κατάρτι
και πονώ
Στα χτυπήματα του αγέρα
θα προσμένω μια Δευτέρα
να σωθώ
Σˊ αναζήτησα κορίτσι
όταν έσπασε το βίντσι
και μπατάρησε η πλωριά
Κι όταν έριξα το ζάρι
μου την πέσανε κουρσάροι
σαν αλύπητα θεριά

