Για τέσσερις δεκαετίες, η κινεζική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό μεταξύ 7% έως 10% ετησίως. Ήταν αντικείμενο ζήλειας για τον κόσμο, παρά τις σχετικά υποτονικές πρόσφατες επιδόσεις της. Οι επισκέπτες στο Πεκίνο, τη Σαγκάη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Κίνας γρήγορα μένουν έκθαμβοι από τους εντυπωσιακούς ουρανοξύστες, τα αστραφτερά εμπορικά κέντρα, τις νέες λεωφόρους και τις σιδηροδρομικές γραμμές υψηλής ταχύτητας, που δίνουν την εντύπωση ότι η Κίνα είναι μια ανεπτυγμένη οικονομία - ή τουλάχιστον βαδίζει στο δρόμο του να γίνει. Ακόμη και σε ορισμένες μικρότερες πόλεις στις επαρχίες της ενδοχώρας, τα κυβερνητικά κτίρια κάνουν εκείνα στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες να φαίνονται μηδαμινά. Σε μια περιοχή της επαρχίας Ανχούι, που έχει οριστεί επίσημα ως μια «φτωχή επαρχία», το κτίριο των γραφείων της κυβέρνησης μοιάζει ακριβώς με το Λευκό Οίκο, μόνο που είναι πιο καινούργιο και πιο λευκό.
Όμως, κάτω από αυτή την εντυπωσιακή επιφάνεια κρύβεται μια εξαιρετικά επικίνδυνη στρατηγική. Οι κυβερνήσεις δανείζονται χρήματα χρησιμοποιώντας εδάφη ως εγγύηση και αποπληρώνουν τους τόκους των δανείων τους με χρήματα που κερδίζουν από την πώληση ή την ενοικίαση των ίδιων εδαφών. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η κινεζική οικονομία εξαρτάται από μια δυναμική αγορά ακινήτων για να συνεχίσει να χαμογελά. Αν οι τιμές των ακινήτων και της γης πέσουν δραματικά, είναι πιθανό να ακολουθήσει σύντομα μία φορολογική ή μια τραπεζική κρίση. Εν τω μεταξύ, η όρεξη των τοπικών αξιωματούχων για γη έχει εκτοπίσει εκατομμύρια αγρότες, οδηγώντας σε 120.000 διαμαρτυρίες σχετικά με τη γη κάθε χρόνο.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Η απερισκεψία μπορεί να ανιχνευθεί σε δύο πράγματα: Πρώτον, οι Κινέζοι τοπικοί αξιωματούχοι αξιολογούνται για προαγωγές και άλλες ανταμοιβές με βάση το πόσο καλά εξελίσσεται η οικονομία που διαχειρίζονται. Η οικοδομική δραστηριότητα και οι ενέργειες που αφορούν στα ακίνητα είναι από τους πιο απλούς τρόπους για να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Έτσι, τα τεράστια κατασκευαστικά έργα προσφέρουν πρόθυμα στους αξιωματούχους μια τέλεια ευκαιρία για να εντυπωσιάσουν τους πολιτικούς τους προϊσταμένους ακόμη και αν τα τεράστια έργα δεν έχουν κατ' ανάγκη κανένα οικονομικό νόημα. Για παράδειγμα, η πόλη του Ordos στην Εσωτερική Μογγολία: Οι περίτεχνες αστικές υποδομές της και τα αμέτρητα νέα συγκροτήματα διαμερισμάτων και γραφείων είναι σχεδόν όλα άδεια, γεγονός που την καθιστά τη μεγαλύτερη πόλη - φάντασμα της Κίνας.
Ένας άλλος παράγοντας ήταν η συγκεντρωτική φορολογική μεταρρύθμιση της Κίνας το 1994, με την οποία η κεντρική κυβέρνηση αύξησε τα έσοδά της αναλαμβάνοντας πάλι την ευθύνη τής συλλογής κάποιων σημαντικών φόρων από τις τοπικές κυβερνήσεις. Η κίνηση αυτή μείωσε τα έσοδα των τοπικών κυβερνήσεων αλλά άφησε άθικτες τις οικονομικές τους ευθύνες – στην παροχή εκπαίδευσης, την υγειονομική περίθαλψη, τις αποζημιώσεις και τις συντάξεις. Έτσι, οι τοπικοί αξιωματούχοι έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους για να δημιουργήσουν πλούτο.
Στον απόηχο της φορολογικής μεταρρύθμισης, οι φόροι επί των πωλήσεων και των επιχειρήσεων στις κατασκευές, στην ακίνητη περιουσία καθώς και σε άλλες βιομηχανίες υπηρεσιών έγιναν η κύρια πηγή φορολογικών εσόδων για τις περιφερειακές κυβερνήσεις. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι στη δεκαετία του 1990, οι τοπικές αρχές άρχισαν να εμπλέκονται στην αγορά ακινήτων και στην ραγδαία ανάπτυξη των κατασκευών. Σύμφωνα με την κινεζική νομοθεσία, η γεωργική γη συλλογικής ιδιοκτησίας (κολεκτίβες) πρέπει να γυρίσουν στην κρατική ιδιοκτησία πριν μισθωθούν σε ιδιώτες εργολάβους. Έτσι, οι τοπικές κυβερνήσεις ήταν σε θέση να απαλλοτριώνουν γεωργική γη από τους αγρότες και στη συνέχεια να τη νοικιάζουν σε ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις, όπως ιδιοκτήτες εργοστασίων και εταιρείες real estate. Σύμφωνα με μια έρευνα του 2011 από την Landesa, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με έδρα το Σιάτλ, οι τοπικές κυβερνήσεις κερδίζουν κατά μέσο όρο 74.000 δολάρια ανά στρέμμα γης. Αυτό είναι 40πλάσιο [1] του μέσου ποσού που πληρώνουν στους εκτοπισμένους αγρότες.
Η εμπλοκή των δημοτικών κυβερνήσεων στις πωλήσεις γης προχωρά πέρα από τις μισθώσεις. Οι αξιωματούχοι, για να δελεάσουν τους εργολάβους, επενδύουν επίσης στα έργα υποδομών. Παρά το γεγονός ότι μερικές φορές χρηματοδοτούν αυτή την ανάπτυξη με άμεσα έσοδα από τις μεταβιβάσεις γης, τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν απλά τη γη ως εγγύηση για να δανειστούν από τις κρατικές τράπεζες. Σε γενικές γραμμές λειτουργούν μέσω των ενσωματωμένων στις τοπικές κυβερνήσεις εταιρειών αστικής ανάπτυξης και επενδύσεων (UDICs, ή τσενγκτού γονγκσί, chengtou gongsi) και τις σχετικές τοπικές πλατφόρμες χρηματοδότησης, ώστε να παρακάμψουν τους νόμους που απαγορεύουν τέτοιου είδους δανεισμό. Για την εξυπηρέτηση των τόκων, οι τοπικές κυβερνήσεις συνήθως αντλούν φόρους από την υπεραξία στην μεταβίβαση γης ή από τέλη και επιβαρύνσεις στην χρήση της.
Η χρήση τραπεζικών δανείων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε έργα υποδομής δεν είναι κατ' ανάγκη κάτι κακό ή ασυνήθιστο. Ήταν κοινή πρακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες για πολλά χρόνια και οι φοροτεχνικοί υποστηρίζουν ότι είναι ένας δίκαιος και αποτελεσματικός τρόπος κατασκευής δημοσίων έργων υποδομής. Το πρόβλημα με την προσέγγιση της Κίνας είναι ότι οι τοπικές πλατφόρμες χρηματοδότησης δεν είναι ρυθμισμένες (δηλαδή, δεν υφίστανται κεντρικό έλεγχο) ή δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε πρότυπα γνωστοποίησης. Και παρόλο που ο νόμος απαγορεύει ρητά στις τοπικές κυβερνήσεις να δανείζονται απερίσκεπτα, οι πρακτικές χρηματοδότησης της κεντρικής κυβέρνησης τις ενθαρρύνουν να το πράττουν με έμμεσο τρόπο.
ΔΕΙΞΤΕ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
Μέχρι την ώρα που το Πεκίνο ξεκινήσει ελέγχους στα μέσα του 2009, ούτε η κεντρική κυβέρνηση, ούτε η τραπεζική ρυθμιστική αρχή ήξερε σε τι ποσό έχει φτάσει το χρέος των τοπικών κυβερνήσεων. Από τότε, οι επίσημες εκτιμήσεις της Εθνικής Ελεγκτικής Υπηρεσίας, της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας και της κινεζικής Τραπεζικής Ρυθμιστικής Επιτροπής έχουν θέσει το μέγεθος του χρέους της τοπικής κυβέρνησης στα 5 τρισεκατομμύρια με 14,4 τρισεκατομμύρια γουάν (803 δισεκατομμύρια ως πάνω από δύο τρισεκατομμύρια δολάρια) δηλαδή, 13% - 36% του ΑΕΠ – στα τέλη του 2010. Ιδιώτες αναλυτές συχνά τοποθετούν αυτό το ποσοστό πολύ υψηλότερα: μεταξύ 50% και 100% του ΑΕΠ, ανάλογα με το αν συμπεριλαμβάνονται οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης ή τα έμμεσα χρέη (οι οφειλές των κρατικής ιδιοκτησίας και των συνδεδεμένων με το κράτος φορέων).
Επιφανειακά, οι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν παραμείνει υγιείς παρόλα τα χρέη, δεδομένου ότι οι τράπεζες συνήθως επαναδιαπραγματεύονται ή ανανεώνουν τα δάνεια εκδίδοντας νέα για να βοηθήσουν τους δανειολήπτες να αποπληρώσουν τα παλιά. Επιπλέον, οι τοπικές κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τις πληρωμές των τόκων τους βάζοντας ενέχυρο τη γη τους.
Τα λογιστικά τεχνάσματα των τραπεζών αντιμετωπίζουν μόνο ένα σύμπτωμα του προβλήματος. Τελικά, οι τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευθούν τα δάνεια γιατί θα «στεγνώσουν» από φρέσκο χρήμα. Και η ικανότητα των αξιωματούχων για την αποπληρωμή των τόκων των δανείων εξαρτάται από τη συνεχή άνοδο των τιμών των ακινήτων και μια δυναμική οικονομία, κανένα από τα οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Μερικοί αναλυτές έχουν ήδη πει ότι η φούσκα των ακινήτων της Κίνας έχει σκάσει [2]. Αυτό θα μπορούσε να είναι φοβερό, αλλά, όπως έχω υποστηρίξει αλλού [3], το Πεκίνο ούτε μπορεί να και ούτε πρόκειται να αφήσει τις τράπεζες που κρατούν τις οικονομίες των απλών ανθρώπων να καταρρεύσουν. Ο τραπεζικός πανικός θα κυριεύσει εκατομμύρια καταθέτες και θα οδηγήσει σε εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή.
ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΟΥΣΚΑ
Ακόμη και πριν σκάει, η φούσκα των ακινήτων της Κίνας προκαλεί κοινωνική βλάβη. Μια αναπόφευκτη συνέπεια της καθοδηγούμενης από το κράτος αστικοποίησης είναι ότι οι αγρότες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους. Περίπου 300.000 αγρότες απομακρύνονται από τα χωριά τους κάθε χρόνο για να δημιουργηθεί χώρος για την κατασκευή αεροδρομίων, αυτοκινητοδρόμων και κτιρίων. Από το 1980, περισσότεροι από 60 εκατομμύρια αγρότες, δηλαδή όσος ο πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν μετακινηθεί.
Οι εκτοπισμένοι συνήθως δεν ερωτώνται πριν από τη μετεγκατάσταση τους. Οι κυβερνήσεις συχνά τους αναγκάζουν να φύγουν κόβοντας την παροχή των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, όπως ο ηλεκτρισμός, στα σπίτια τους. Με αυξανόμενο ρυθμό, οι τοπικές κυβερνήσεις προσλαμβάνουν ή συνεργάζονται ακόμα και με γκάνγκστερ για να εκφοβίσουν τους χωρικούς που αρνούνται να μετακινηθούν. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε κάποια χωριά, αυτοί οι συμμορίτες είναι γνωστοί ως «η δεύτερη κυβέρνηση».
Η αποζημίωση στους αγρότες οι οποίοι μετακινούνται είναι συχνά ανεπαρκής, επειδή οι διαπραγματεύσεις για την αξία της γης τους γίνεται χωρίς αυτούς. Η αδιαφάνεια επιτρέπει στις αρχές να γεμίζουν τις τσέπες τους με χρήματα που προορίζονταν για τους αγρότες. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι σε μια πρόσφατη έρευνα της Landesa σε περίπου 1.800 αγροτικά νοικοκυριά σε 17 επαρχίες, περίπου το 20% των εκτοπισμένων (οι οποίοι αποτελούν το 43% του δείγματος της έρευνας) δεν είχαν λάβει καμία αποζημίωση. Από εκείνους που είχαν λάβει αμοιβή, το 53,4% ανέφεραν ότι ήταν «πολύ δυσαρεστημένοι» ή «δυσαρεστημένοι» με αυτήν, σε σύγκριση με το 25% που ήταν είτε «ικανοποιημένοι» είτε «πολύ ικανοποιημένοι». Όταν ερωτήθηκαν γιατί, το 80% παραπονέθηκε για ανεπαρκή αποζημίωση, το 47% είπε ότι η αποζημίωση είχε προσδιοριστεί χωρίς την παρουσία του, το 38,4% δήλωσε ότι η πληρωμή ήταν ανεπαρκής για να διατηρήσει το προηγούμενο βιοτικό του επίπεδο, το 28,6% δήλωσε ότι δεν μπόρεσε να βρει εισόδημα μη αγροτικό αφότου είχαν χάσει τη γη τους και το 25% ανέφερε ότι η αποζημίωση είχε υποκλαπεί από τοπικούς αξιωματούχους.
Για τους Κινέζους αγρότες, τα χωράφια είναι τόσο η πηγή για τα προς το ζην όσο και μια μορφή κοινωνικής ασφάλισης. Σε κακές περιόδους, όταν η προσωρινή εργασία ή η απασχόληση στα εργοστάσια «παγώσει» στις πόλεις και στις κωμοπόλεις, οι εργαζόμενοι που έχουν μετεγκατασταθεί μπορούν να επιστρέψουν στη ζωή στα χωριά. Συγκριτικά, οι κάτοικοι των πόλεων δικαιούνται παροχή κοινωνικής πρόνοιας από το κράτος, δηλαδή αποζημιώσεις , ασφάλιση ανεργίας και συντάξεις.
Όπως είναι φυσικό, οι κατεδαφίσεις, οι μετακινήσεις και οι απαλλοτριώσεις της γης έχουν γίνει οι κύριες αιτίες της κοινωνικής αναταραχής στην Κίνα. Οι δυσαρεστημένοι χωρικοί συνήθως προσπαθούν να κάνουν γνωστά τα παράπονά τους χρησιμοποιώντας το κινεζικό σύστημα αναφορών αλλά όταν οι προσπάθειες μέσω της επίσημης οδού αποδειχθούν μάταιες, βγαίνουν στους δρόμους: Ο αριθμός των «μαζικών επεισοδίων», όπως ονομάζουν στην Κίνα τις διαδηλώσεις, συνεχίζει να αυξάνεται.
Δεδομένων των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της μείωσης των τιμών των ακινήτων φέτος, η συχνότητα των απαλλοτριώσεων γης επιβραδύνεται. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της αστικοποίησης στην Κίνα είναι καθοδηγούμενη από το κράτος, με τη χρήση των πόρων που προέρχονται από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Παρά το γεγονός ότι η κεντρική κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σοβαρότητα του ζητήματος, φαίνεται να μην έχει καμία πραγματική βούληση για την αντιμετώπιση του επερχόμενου προβλήματος. Το να το κουκουλώνει φαίνεται να είναι πολύ ευκολότερο. Έτσι, μέχρι να προκύψει μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας, η κινεζική αγορά ακινήτων θα συνεχίσει τη σημερινή της πορεία.
Foreign Affairs
Η LYNETTE H. ONG είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Σχολή Διεθνών Υποθέσεων Munk στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Είναι η συγγραφέας του: «Ευημερία ή Καταστροφή: Πιστωτικά και φορολογικά συστήματα στην αγροτική Κίνα».