Μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο Zee News ο νεαρός άνδρας διηγήθηκε πως οι δύο τους κείτονταν ημίγυμνοι στον δρόμο, όπου τους πέταξαν μετά τη κακοποίησή τους μέσα σε λεωφορείο την νύκτα της 16ης Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τον ίδιο οι περαστικοί απλώς τους κοίταζαν με περιέργεια και έσπευδαν να απομακρυνθούν χωρίς να τους βοηθήσουν, ενώ χρειάστηκε να περάσουν δύο ώρες έως ότου μεταφερθούν εν τέλει στο νοσοκομείο.
«Η φίλη μου κείτονταν σοβαρά τραυματισμένη και αιμορραγούσε ακατάσχετα. Αυτοκίνητα, ρίκσω και ποδήλατα επιβράδυναν, οι οδηγοί έριχναν μία ματιά και κατόπιν ξαναεπιτάχυναν. Κουνούσα διαρκώς τα χέρια μου για βοήθεια. Οι λιγοστοί που κοντοστέκονταν μας κοιτούσαν και αναρωτιούνταν τι μπορεί να συνέβη, αλλά κανείς δεν έκανε το παραμικρό», διηγήθηκε ο ίδιος νεαρός, του οποίου η ταυτότητα κρατείται μυστική για λόγους ασφαλείας.
«Οι αστυνομικοί έφθασαν με τρία φορτηγάκια, αλλά αντί να μας βοηθήσουν άρχισαν να καυγαδίζουν για το ποιος είχε δικαιοδοσία. Συνεχίσαμε να εκλιπαρούμε για ένα ασθενοφόρο και για ρούχα. Ένας από αυτούς έσκισε ένα σεντόνι και μου το πρόσφερε για να καλύψω τη φίλη μου. Χρειάσθηκε να την σηκώσω εγώ στα χέρια για να τη βάλω μόνος μου στο φορτηγάκι», ανέφερε.
Ο νεαρός αποκάλυψε μάλιστα πως αντί να τους μεταφέρουν σε μία παρακείμενη κλινική, οι αστυνομικοί τους πήγαν σε δημόσιο νοσοκομείο πολύ πιο μακριά από το σημείο της επίθεσης.
Η νεαρή Ινδή ξεψύχησε στις 29 Δεκεμβρίου σε νοσοκομείο της Σιγκαπούρης, όπου είχε μεταφερθεί για να υποβληθεί σε μία σειρά δύσκολων επεμβάσεων.
Η υπόθεση πυροδότησε την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, που με ογκώδεις διαδηλώσεις αξίωσε τη λήψη μέτρων για την προστασία της ασφάλειας των γυναικών και αυστηρότερες ποινές για τους δράστες τέτοιων εγκληματικών ενεργειών.