Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του πραγματοποίησε ένα εξωφρενικό ατόπημα με την επίσκεψη/διαπιστευτήρια Τσίπρα στον Σόιμπλε. Την ώρα που όλη η Ελλάδα και η Ευρώπη...
βοούν πως η Γερμανία προσπαθεί να μεταβάλει την ευρωζώνη σε διευρυμένη γερμανική ένωση, μέσα από ένα νέο Zollverein, ως άμεση συνέχεια της πορείας προς τα Ανατολικά, μετά την ενοποίησή της, το 1989, και τη στιγμή που στην Ευρώπη θα πρέπει να οργανωθεί η αντίσταση ενάντια στη γερμανοποίηση, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε ανοικτά και απροκάλυπτα τη γραμμή της υποταγής.
Μέσα στον ορυμαγδό των βομβών και της λίστας Λαγκάρντ, αυτή η σημαντική κίνηση έμεινε μέχρι σήμερα σχετικά ασχολίαστη και στο απυρόβλητο. Και όμως, στο υποσυνείδητο των Ελλήνων, πέρασε το μήνυμα πως χωρίς την υποταγή και τα διαπιστευτήρια στη Γερμανία δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε πολιτική προοπτική για την Ελλάδα.
Από παλιότερα είχαμε επισημάνει τα κενά της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των Γερμανών. Το γεγονός για παράδειγμα ότι δεν μετέβαλλε ποτέ σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ή της φυγάδευσης Χριστοφοράκου και της Ζήμενς, που καταδεικνύουν την κατ’ εξοχήν αποικιακή σχέση της χώρας μας με τη Γερμανία. Δεν έκαναν ποτέ μια κινητοποίηση ενάντια στο παιδομάζωμα, που οργανώνουν οι Γερμανοί από νέους Έλληνες επιστήμονες, και που έχει οδηγήσει ήδη σε μια μαζική μετανάστευση 25.000 ή 30.000 νέων επιστημόνων στη Γερμανία.
Ο Αντώνης Σαμαράς άνοιξε τον δρόμο της αποδοχής των γερμανικών τετελεσμένων και ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του προέδρου του, έρχεται να την ολοκληρώσει.
Τα αντεπιχειρήματα που προβάλλουν είναι πως ο Τσίπρας «τα είπε» στον Σόιμπλε, ότι μίλησε για τις γερμανικές επανορθώσεις και τον Χριστοφοράκο, και παρουσίασε την απελπιστική κατάσταση της Ελλάδας. Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν τίποτα και είναι για το θεαθήναι γιατί το αποφασιστικό γεγονός είναι αυτή καθεαυτή η συνάντηση με τον Σόιμπλε, τη στιγμή που, μέχρι χθες, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσαν μερκελιστές την κυβέρνηση. Αυτοί, ως παρακατιανοί, συναντήθηκαν μόνο με τον Σόιμπλε, συνάντηση που μήνες επεδίωκαν, «γλείφοντας» τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα για να την επιτύχουν. Θα πρέπει άραγε, στο εξής, να τους αποκαλούμε «Σοϊμπλιστές»;
Και εν τέλει μια τέτοια εξέλιξη, που σηματοδοτεί την είσοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο του «ρεαλισμού», δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει μια και αποτελεί συνέπεια τόσο του ιδεολογικού του υποστρώματος όσο και μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής τακτικής.
Σε σχέση με το πρώτο, δεν είναι δυνατόν ένα εθνομηδενιστικό και ευρωπαϊστικό ιδεολογικό υπόστρωμα, που αρνείται να κατανοήσει την ελληνική ιδιαιτερότητα και την ημιαποικιακή σχέση της χώρας με τη Δύση, να παραγάγει οτιδήποτε άλλο, εν τέλει. Διότι, όταν δεν κατανοείς ότι η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη δεν είναι παρά μία αμυντική κίνηση του ελληνισμού απέναντι στη νεοθωμανική απειλή, όταν δεν βλέπεις ότι η συγκεκριμένη Ευρώπη είναι η «φραγκική» Ευρώπη, που αποκλείει εν τέλει την ανατολική Ευρώπη και τον ορθόδοξο κόσμο, και, αντίθετα, θεωρείς ότι η Ελλάδα αποτελεί εν τέλει τμήμα της Δύσης, τότε, αργά ή γρήγορα, θα αποδεχτείς και τη λογική της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη!
Όσο για το δεύτερο, έχοντας οικοδομήσει μια πολιτική τακτική θεμελιωμένη στη λογική του ρεσάλτου προς την εξουσία, καθώς, μέσα σε λίγους μήνες, εκτινάχθηκε από το 4% στο 27%, ήταν αναπόφευκτο να οδηγηθεί σε μοιραίους συμβιβασμούς. Διότι, προφανώς, είναι ανέτοιμος (όσο και ο ελληνικός λαός) για μια νέα πολιτική, οικονομική και κοινωνική πορεία για τη χώρα. Μια τέτοια πορεία απαιτεί ένα λαό με συνείδηση των διακυβευμάτων και ένα κόμμα με βαθιές λαϊκές ρίζες, δεμένο με ένα πολύμορφο και ισχυρό λαϊκό κίνημα. Όταν αυτοί οι όροι δεν συγκεντρώνονται, τότε οδηγείσαι εκ των πραγμάτων σε δύο πιθανές κατευθύνσεις: Είτε σε μια λογική πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας, γεγονός για το οποίο δεν υπάρχουν προϋποθέσεις και ούτε ταιριάζει στην ιδεολογία και τη φύση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιλέγεις τη λογική της «ρεαλιστικής» προσαρμογής.
Διότι, εφόσον έχεις οικοδομήσει τη λογική σου πάνω στην άμεση και σύντομη κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, θα πρέπει να γίνεις αρεστός, ή έστω αποδεκτός,από τις αποικιακές δυνάμεις, ώστε να σε δεχτούν ως πιθανή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Γι’ αυτό, μετά το φύλο συκής της Αργεντινής και της Βραζιλίας, ακολουθεί τοκυρίως μενού: ο Σόιμπλε και η επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν αντίθετα δεν υπήρχε μια τέτοια τυχοδιωκτική αντίληψη, ένα λαϊκό πατριωτικό και δημοκρατικό κόμμα θα ασχολούνταν κατ’ εξοχήν με την οικοδόμηση δομών λαϊκής αλληλεγγύης και «αντιεξουσίας», που θα έκαναν δυνατή –μεσοπρόθεσμα και όχι βραχυπρόθεσμα– μια αυθεντική αλλαγή στο καθεστώς. Ο τυχοδιωκτισμός των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, που αποτελούν την κοινωνική βάση των στελεχών αυτού του κόμματος, μπροστά στην πραγματικότητα, τα οδηγεί πάντοτε στην προσαρμογή. Μήπως εμείς οι παλαιότεροι δεν έχουμε ζήσει το ίδιο σενάριο, και με ευνοϊκότερες συνθήκες, όταν, «από τις 18 σοσιαλισμός» και το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» του Παπανδρέου, καταλήξαμε στην παπανδρεϊκή και τη σημιτική κλεπτοκρατία; Η ίδια τυχοδιωκτική λογική παράγει ανάλογα αποτελέσματα και μάλιστα πολύ ταχύτερα, γιατί σήμερα δεν υπάρχουν οι ευνοϊκοί όροι του 1981.
Όλοι κατανοούμε πως, την τελευταία περίοδο, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την ένταση γύρω από τα ζητήματα των κατειλημμένων χώρων, τα γκαζάκια και τους πυροβολισμούς προκειμένου να επιβάλει τον ορυμαγδό των μέτρων που έχουν υπαγορεύσει οι δανειστές. Φαίνεται όμως ότι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα χρησιμοποιεί για να περάσει πιο εύκολα τη λογική του «ρεαλισμού». Αποκηρύσσει αίφνης τους μέχρι χθες συμμάχους της για να πραγματοποιήσει πολύ πιο ανώδυνα τη μεγάλη στροφή, την οποία εγκαινίασε με το ταξίδι του Τσίπρα, και εν μέρει για να την κάνει να ξεχαστεί.
Δυστυχώς, παρ’ ότι, πολλές φορές μέχρι τώρα, τονίσαμε πως θα ήταν ευχής έργο μια θετική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ προς μια πατριωτική κατεύθυνση, φαίνεται να δρομολογείται μάλλον το αντίστροφο σενάριο, μιας «ρεαλιστικής» προσαρμογής στη γερμανική Ευρώπη.
Και δεν είμαστε γενικά και αόριστα ενάντια σε οποιαδήποτε επαφή με τον «εχθρό». Είναι προφανές πως, αν μια λαϊκή δημοκρατική παράταξη βρισκόταν πραγματικά στα πρόθυρα της εξουσίας, τότε θα έσπευδαν όλοι, φίλοι και εχθροί, να επιδιώξουν την επαφή μαζί της, και, σε αυτή την περίπτωση, κάτι τέτοιο θα ήταν επιτρεπτό ή και επιβεβλημένο. Όταν, αντίθετα, δεν διαθέτεις την ανάλογη λαϊκή στήριξη –και στην πραγματικότητα δεν διαθέτεις καμιά δυνατότητα να κυβερνήσεις, εκτός από τις ονειροφαντασίες και τις ονειρώξεις κάποιων στελεχών– τότε μεταβάλλεσαι ο ίδιος σε «ζητιάνο συναντήσεων», απογοητεύοντας βαθύτατα ένα κόσμο που είχε πιστέψει σε σένα.
Τέλος, θα μπούμε στον πειρασμό να εγκαλέσουμε, για πρώτη φορά, φίλους και συντρόφους, με πολλούς από τους οποίους συμπορευτήκαμε για πολλά χρόνια. Και αυτοί, στη λογική ενός άλλου «ρεαλισμού», –τον οποίο μας κατηγορούν ότι δεν διαθέτουμε–, επέλεξαν τη συμπόρευση ή την προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα τους θυμίσουμε, λοιπόν, πως ανάλογοι ρεαλισμοί είχαν «τσουβαλιάσει», για χρόνια, πάρα πολλούς στο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, το οποίο ώδινεν έξοδο από το ΝΑΤΟ και έτεκεν Άκη Τσοχατζόπουλο!
Ευτυχώς ή δυστυχώς, για κάποιους από αυτούς, το πυροτέχνημα ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θα έχει τη διάρκεια του ΠΑΣΟΚ. Και θα πρέπει πλέον να εγκαταλείψουν τα επιχειρήματα του τύπου «ας συμπορευτούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στην καταστροφή της χώρας», σήμερα τουλάχιστον που η ίδια η ηγεσία του πραγματοποιεί τη μνημονιακή προσαρμογή της. Είναι αντίθετα προφανές πως, όσο δεν υπάρχει, και όσο δεν παλεύουμε για να διαμορφωθεί, ένας αυθεντικός πατριωτικός δημοκρατικός πόλος στη χώρα, τόσο πιο γρήγορα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσαρμοστεί στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη της κυρίας Μέρκελ.
ardin-rixi.gr
βοούν πως η Γερμανία προσπαθεί να μεταβάλει την ευρωζώνη σε διευρυμένη γερμανική ένωση, μέσα από ένα νέο Zollverein, ως άμεση συνέχεια της πορείας προς τα Ανατολικά, μετά την ενοποίησή της, το 1989, και τη στιγμή που στην Ευρώπη θα πρέπει να οργανωθεί η αντίσταση ενάντια στη γερμανοποίηση, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε ανοικτά και απροκάλυπτα τη γραμμή της υποταγής.
Μέσα στον ορυμαγδό των βομβών και της λίστας Λαγκάρντ, αυτή η σημαντική κίνηση έμεινε μέχρι σήμερα σχετικά ασχολίαστη και στο απυρόβλητο. Και όμως, στο υποσυνείδητο των Ελλήνων, πέρασε το μήνυμα πως χωρίς την υποταγή και τα διαπιστευτήρια στη Γερμανία δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε πολιτική προοπτική για την Ελλάδα.
Από παλιότερα είχαμε επισημάνει τα κενά της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των Γερμανών. Το γεγονός για παράδειγμα ότι δεν μετέβαλλε ποτέ σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων ή της φυγάδευσης Χριστοφοράκου και της Ζήμενς, που καταδεικνύουν την κατ’ εξοχήν αποικιακή σχέση της χώρας μας με τη Γερμανία. Δεν έκαναν ποτέ μια κινητοποίηση ενάντια στο παιδομάζωμα, που οργανώνουν οι Γερμανοί από νέους Έλληνες επιστήμονες, και που έχει οδηγήσει ήδη σε μια μαζική μετανάστευση 25.000 ή 30.000 νέων επιστημόνων στη Γερμανία.
Ο Αντώνης Σαμαράς άνοιξε τον δρόμο της αποδοχής των γερμανικών τετελεσμένων και ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του προέδρου του, έρχεται να την ολοκληρώσει.
Τα αντεπιχειρήματα που προβάλλουν είναι πως ο Τσίπρας «τα είπε» στον Σόιμπλε, ότι μίλησε για τις γερμανικές επανορθώσεις και τον Χριστοφοράκο, και παρουσίασε την απελπιστική κατάσταση της Ελλάδας. Όλα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν τίποτα και είναι για το θεαθήναι γιατί το αποφασιστικό γεγονός είναι αυτή καθεαυτή η συνάντηση με τον Σόιμπλε, τη στιγμή που, μέχρι χθες, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσαν μερκελιστές την κυβέρνηση. Αυτοί, ως παρακατιανοί, συναντήθηκαν μόνο με τον Σόιμπλε, συνάντηση που μήνες επεδίωκαν, «γλείφοντας» τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα για να την επιτύχουν. Θα πρέπει άραγε, στο εξής, να τους αποκαλούμε «Σοϊμπλιστές»;
Και εν τέλει μια τέτοια εξέλιξη, που σηματοδοτεί την είσοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο του «ρεαλισμού», δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει μια και αποτελεί συνέπεια τόσο του ιδεολογικού του υποστρώματος όσο και μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής τακτικής.
Σε σχέση με το πρώτο, δεν είναι δυνατόν ένα εθνομηδενιστικό και ευρωπαϊστικό ιδεολογικό υπόστρωμα, που αρνείται να κατανοήσει την ελληνική ιδιαιτερότητα και την ημιαποικιακή σχέση της χώρας με τη Δύση, να παραγάγει οτιδήποτε άλλο, εν τέλει. Διότι, όταν δεν κατανοείς ότι η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη δεν είναι παρά μία αμυντική κίνηση του ελληνισμού απέναντι στη νεοθωμανική απειλή, όταν δεν βλέπεις ότι η συγκεκριμένη Ευρώπη είναι η «φραγκική» Ευρώπη, που αποκλείει εν τέλει την ανατολική Ευρώπη και τον ορθόδοξο κόσμο, και, αντίθετα, θεωρείς ότι η Ελλάδα αποτελεί εν τέλει τμήμα της Δύσης, τότε, αργά ή γρήγορα, θα αποδεχτείς και τη λογική της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη!
Όσο για το δεύτερο, έχοντας οικοδομήσει μια πολιτική τακτική θεμελιωμένη στη λογική του ρεσάλτου προς την εξουσία, καθώς, μέσα σε λίγους μήνες, εκτινάχθηκε από το 4% στο 27%, ήταν αναπόφευκτο να οδηγηθεί σε μοιραίους συμβιβασμούς. Διότι, προφανώς, είναι ανέτοιμος (όσο και ο ελληνικός λαός) για μια νέα πολιτική, οικονομική και κοινωνική πορεία για τη χώρα. Μια τέτοια πορεία απαιτεί ένα λαό με συνείδηση των διακυβευμάτων και ένα κόμμα με βαθιές λαϊκές ρίζες, δεμένο με ένα πολύμορφο και ισχυρό λαϊκό κίνημα. Όταν αυτοί οι όροι δεν συγκεντρώνονται, τότε οδηγείσαι εκ των πραγμάτων σε δύο πιθανές κατευθύνσεις: Είτε σε μια λογική πραξικοπηματικής κατάληψης της εξουσίας, γεγονός για το οποίο δεν υπάρχουν προϋποθέσεις και ούτε ταιριάζει στην ιδεολογία και τη φύση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε επιλέγεις τη λογική της «ρεαλιστικής» προσαρμογής.
Διότι, εφόσον έχεις οικοδομήσει τη λογική σου πάνω στην άμεση και σύντομη κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, θα πρέπει να γίνεις αρεστός, ή έστω αποδεκτός,από τις αποικιακές δυνάμεις, ώστε να σε δεχτούν ως πιθανή εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Γι’ αυτό, μετά το φύλο συκής της Αργεντινής και της Βραζιλίας, ακολουθεί τοκυρίως μενού: ο Σόιμπλε και η επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν αντίθετα δεν υπήρχε μια τέτοια τυχοδιωκτική αντίληψη, ένα λαϊκό πατριωτικό και δημοκρατικό κόμμα θα ασχολούνταν κατ’ εξοχήν με την οικοδόμηση δομών λαϊκής αλληλεγγύης και «αντιεξουσίας», που θα έκαναν δυνατή –μεσοπρόθεσμα και όχι βραχυπρόθεσμα– μια αυθεντική αλλαγή στο καθεστώς. Ο τυχοδιωκτισμός των ανώτερων μεσαίων στρωμάτων, που αποτελούν την κοινωνική βάση των στελεχών αυτού του κόμματος, μπροστά στην πραγματικότητα, τα οδηγεί πάντοτε στην προσαρμογή. Μήπως εμείς οι παλαιότεροι δεν έχουμε ζήσει το ίδιο σενάριο, και με ευνοϊκότερες συνθήκες, όταν, «από τις 18 σοσιαλισμός» και το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» του Παπανδρέου, καταλήξαμε στην παπανδρεϊκή και τη σημιτική κλεπτοκρατία; Η ίδια τυχοδιωκτική λογική παράγει ανάλογα αποτελέσματα και μάλιστα πολύ ταχύτερα, γιατί σήμερα δεν υπάρχουν οι ευνοϊκοί όροι του 1981.
Όλοι κατανοούμε πως, την τελευταία περίοδο, η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την ένταση γύρω από τα ζητήματα των κατειλημμένων χώρων, τα γκαζάκια και τους πυροβολισμούς προκειμένου να επιβάλει τον ορυμαγδό των μέτρων που έχουν υπαγορεύσει οι δανειστές. Φαίνεται όμως ότι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα χρησιμοποιεί για να περάσει πιο εύκολα τη λογική του «ρεαλισμού». Αποκηρύσσει αίφνης τους μέχρι χθες συμμάχους της για να πραγματοποιήσει πολύ πιο ανώδυνα τη μεγάλη στροφή, την οποία εγκαινίασε με το ταξίδι του Τσίπρα, και εν μέρει για να την κάνει να ξεχαστεί.
Δυστυχώς, παρ’ ότι, πολλές φορές μέχρι τώρα, τονίσαμε πως θα ήταν ευχής έργο μια θετική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ προς μια πατριωτική κατεύθυνση, φαίνεται να δρομολογείται μάλλον το αντίστροφο σενάριο, μιας «ρεαλιστικής» προσαρμογής στη γερμανική Ευρώπη.
Και δεν είμαστε γενικά και αόριστα ενάντια σε οποιαδήποτε επαφή με τον «εχθρό». Είναι προφανές πως, αν μια λαϊκή δημοκρατική παράταξη βρισκόταν πραγματικά στα πρόθυρα της εξουσίας, τότε θα έσπευδαν όλοι, φίλοι και εχθροί, να επιδιώξουν την επαφή μαζί της, και, σε αυτή την περίπτωση, κάτι τέτοιο θα ήταν επιτρεπτό ή και επιβεβλημένο. Όταν, αντίθετα, δεν διαθέτεις την ανάλογη λαϊκή στήριξη –και στην πραγματικότητα δεν διαθέτεις καμιά δυνατότητα να κυβερνήσεις, εκτός από τις ονειροφαντασίες και τις ονειρώξεις κάποιων στελεχών– τότε μεταβάλλεσαι ο ίδιος σε «ζητιάνο συναντήσεων», απογοητεύοντας βαθύτατα ένα κόσμο που είχε πιστέψει σε σένα.
Τέλος, θα μπούμε στον πειρασμό να εγκαλέσουμε, για πρώτη φορά, φίλους και συντρόφους, με πολλούς από τους οποίους συμπορευτήκαμε για πολλά χρόνια. Και αυτοί, στη λογική ενός άλλου «ρεαλισμού», –τον οποίο μας κατηγορούν ότι δεν διαθέτουμε–, επέλεξαν τη συμπόρευση ή την προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα τους θυμίσουμε, λοιπόν, πως ανάλογοι ρεαλισμοί είχαν «τσουβαλιάσει», για χρόνια, πάρα πολλούς στο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ, το οποίο ώδινεν έξοδο από το ΝΑΤΟ και έτεκεν Άκη Τσοχατζόπουλο!
Ευτυχώς ή δυστυχώς, για κάποιους από αυτούς, το πυροτέχνημα ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θα έχει τη διάρκεια του ΠΑΣΟΚ. Και θα πρέπει πλέον να εγκαταλείψουν τα επιχειρήματα του τύπου «ας συμπορευτούμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στην καταστροφή της χώρας», σήμερα τουλάχιστον που η ίδια η ηγεσία του πραγματοποιεί τη μνημονιακή προσαρμογή της. Είναι αντίθετα προφανές πως, όσο δεν υπάρχει, και όσο δεν παλεύουμε για να διαμορφωθεί, ένας αυθεντικός πατριωτικός δημοκρατικός πόλος στη χώρα, τόσο πιο γρήγορα και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσαρμοστεί στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη της κυρίας Μέρκελ.