Σχετικά με τη διαδικασία παραλαβής από τις Δ.Ο.Υ. μισθωτηρίων συμβολαίων, στα οποία ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο, που μισθώνει από ιδιώτες ακίνητα και...
εκδίδει τα μισθωτήρια αυτά, σύμφωνα με το αριθ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ15/19241/23.8.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχέσεων Κράτους-Πολίτη της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Οργάνωσης και Διαδικασιών του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών με το αριθ. 1082700/846/0006Δ/6.9.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης, «συμφωνητικά στα οποία ένας εκ των συμβαλλόμενων μερών είναι το Δημόσιο, εφόσον έχουν εκδοθεί από διοικητική αρχή, συνιστούν διοικητικά έγγραφα και συνεπώς αντίγραφα αυτών επικυρώνονται κατά τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (σχετικές οι διατάξεις της παρ. 2 άρθρου 11 Ν.2690/1999- Α 45, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 5 άρθρου 16 Ν.3345/2005- Α 138)».
α) Για τις κατηγορίες των προαναφερθέντων μισθωτηρίων δεν θα ακολουθείται η διαδικασία της θεώρησης του άρθρου 77 Ν.2238/1994 (Α 151), γιατί, οι διατάξεις αυτές αναφέρονται, κυρίως, στην υποχρέωση θεώρησης ιδιωτικών εγγράφων μίσθωσης ακινήτων, που συντάσσονται μεταξύ ιδιωτών.
β) Η δημόσια Υπηρεσία που συμβάλλεται με ιδιώτη εκμισθωτή, πρέπει:
i) να μεριμνά, ώστε να αναγράφονται υποχρεωτικά στο μισθωτήριο τα πλήρη στοιχεία του ιδιώτη, ήτοι ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση, ΑΦΜ, αριθμός δελτίου ταυτότητας ή αντίστοιχων εγγράφων, που προβλέπονται στο άρθρο 3 Ν.2690/1999, όπως ισχύει, καθώς και η Δ.Ο.Υ., στην οποία υπάγεται αυτός,
ii) να χορηγεί επικυρωμένο αντίγραφο του μισθωτηρίου στον ιδιώτη εκμισθωτή, προκειμένου να το χρησιμοποιεί για κάθε νόμιμη χρήση (όπως π.χ. ως δικαιολογητικό για την καταβολή των μισθωμάτων από την αρμόδια Υπηρεσία) και
iii) να αποστέλλει επικυρωμένο αντίγραφο του μισθωτηρίου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του συμβαλλόμενου ιδιώτη (μισθωτή ή εκμισθωτή), η οποία θα το πρωτοκολλεί ως εισερχόμενο έγγραφο (άρθρο 12 Ν.2690/1999) και στη συνέχεια θα το αρχειοθετεί στον φάκελο του φορολογουμένου, ώστε να αποτελεί πληροφοριακό στοιχείο, προς αξιοποίηση.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι οι Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να πρωτοκολλούν και να αρχειοθετούν τα μισθωτήρια που έχουν συνταχθεί στο παρελθόν, κατά τον ίδιο τρόπο, όταν τους τα προσκομίζουν οι ιδιώτες, συμβαλλόμενοι με το δημόσιο (σχετικές είναι οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 11 Ν.2690/1999, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 6 άρθρου 16 του Ν.3345/2005).
Στις διαδικασίες μίσθωσης ακινήτων προς το Δημόσιο, δικαιούνται να υποβάλλουν προσφορές εκτός από τους κύριους των ακινήτων και οι κάτοχοι αυτών με leasing. Μέχρι τώρα το Δημόσιο δεν μπορούσε να μισθώσει ένα ακίνητο το οποίο υπαγόταν σε leasing, παρά μόνο αν υπήρχε φυσικός ιδιοκτήτης του ακινήτου. Με την αλλαγή που επέρχεται πλέον και η οποία αποτελούσε αξίωση των δανειστών(της τρόικα), αν κάποιος ιδιοκτήτης έχει κάνει leasing στο ακίνητό του, μπορεί να το μισθώσει στο Δημόσιο.
Προτείνεται στις διαδικασίες μίσθωσης ακινήτων προς το δημόσιο να δικαιούνται να υποβάλουν προσφορές, εκτός από τους κυρίους των ακινήτων και οι κάτοχοι αυτών δυνάμει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing). Σημειώνεται δε ότι, θα μπορούν να συμμετέχουν σε διαδικασίες μίσθωσης μόνο οι κάτοχοι των οποίων η επαγγελματική δραστηριότητα περιλαμβάνει τη διαχείριση και αξιοποίηση ακινήτων, δεδομένου ότι η χρηματοδοτική μίσθωση αφορά παραχώρηση πράγματος για την επαγγελματική χρήση του μισθωτή. Προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, προβλέπεται ρητά ότι οι κάτοχοι δυνάμει χρηματοδοτικής μίσθωσης θα πρέπει να προσκομίζουν έγγραφη συναίνεση του κυρίου του ακινήτου, ορθότερο δε είναι αυτή να προσκομίζεται κατά την υποβολή της προσφοράς του κατόχου, ώστε να μην ανατρέπεται ή καθυστερεί η διαδικασία μίσθωσης σε περίπτωση που ο κύριος τελικώς δεν συναινέσει.
Διευκρινίζεται επίσης ότι ο κύριος του ακινήτου θα πρέπει να συνυπογράφει τη σύμβαση ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος για να διασφαλίζεται η αδιακώλυτη χρήση του μισθίου από το δημόσιο καθ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, σε περίπτωση δε καταγγελίας της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης διασφαλίζεται τούτο με την υποκατάσταση του εκμισθωτή από τον κύριο στη σύμβαση με το δημόσιο για την υπόλοιπη διάρκεια αυτής, με τους ίδιους όρους. Ορίζεται ότι η διεύρυνση του πεδίου των δικαιούμενων να συμμετέχουν στη διαδικασία για τη μίσθωση ακινήτων από το Δημόσιο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς διαδικασίες οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την υπογραφή σχετικής σύμβασης.
Η μισθωτική αξία των ακινήτων που έχουν μισθωθεί από το Ελληνικό Δημόσιο και τους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του νόμου 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α/1995), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 3871/2010 (ΦΕΚ 141/Α/2010), και πριν τη συμπλήρωσή του με την παράγραφο 1)α του άρθρου 50 του νόμου 3943/2011 (ΦΕΚ 66/Α/2011), τεκμαίρεται ότι κατά το έτος 2010 έχει μειωθεί κατά 20 τοις εκατό. Από τη δημοσίευση του νόμου,τα μισθώματα που καταβάλλουν το Ελληνικό Δημόσιο και οι ανωτέρω φορείς, για τη μίσθωση ακινήτων στα οποία στεγάζονται υπηρεσίες τους, μειώνονται κατά ποσοστό 20 τοις εκατό, το οποίο υπολογίζεται στο ύψος των μισθωμάτων της χρήσης Ιουλίου 2010 και μέχρι 30-06-2013 απαγορεύεται οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους. Σε περίπτωση κατά την οποία τα μισθώματα αυτά έχουν αναπροσαρμοσθεί (αυξηθεί) μετά την 01-07-2010, η αναπροσαρμογή αυτή καταργείται και η καταβληθείσα συμψηφίζεται με τα οφειλόμενα μισθώματα. Οι εκμι!
σθωτές δικαιούνται να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αμφισβητήσουν το ύψος του παραπάνω τεκμηρίου και τη μείωση του μισθώματος. Το Ελληνικό Δημόσιο και οι ανωτέρω φορείς δικαιούνται να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αποδείξουν ότι η μείωση της μισθωτικής αξίας και αντιστοίχως του μισθώματος είναι μεγαλύτερη από το παραπάνω ποσοστό.
Η μείωση του μισθώματος δεν εφαρμόζεται στις μισθώσεις που οι εκμισθωτές συμφώνησαν με το Ελληνικό Δημόσιο ή τους φορείς του, στη μείωση του καταβαλλόμενου από 01-07-2010 και εφεξής μισθώματος κατά ποσοστό τουλάχιστον 20 τοις εκατό. Σε περίπτωση που είχαν συμφωνήσει μείωση σε ποσοστό μικρότερο του 20 τοις εκατό, τότε το καταβαλλόμενο μίσθωμα μειώνεται από τη δημοσίευση του νόμου κατά το υπόλοιπο ποσοστό μέχρι τη συμπλήρωση του ποσοστού 20 τοις εκατό.