απ’ ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση γενικά και η Γερμανία ειδικότερα. Αυτό που απλά συνέβη ήταν ότι το ΔΝΤ ένιωθε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει τη συμμετοχή του στο «ελληνικό πρόγραμμα», ώστε να επανέλθει «στα πράγματα» μετά από μια περίοδο ουσιαστικού παροπλισμού του, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος ήταν απόρροια των περασμένων του εγκληματικών αποτυχιών στις χώρες της Λ. Αμερικής και της Ν.Α. Ασίας. Βέβαια, και πάλι, σήμερα, η ενδοτικότητα του ΔΝΤ απέναντι στο Βερολίνο είναι μέγιστο ζήτημα (βλ. υπαναχώρηση κ. Λαγκάρντ τον Δεκέμβριο στην ανόητη επαναγορά χρέους, αντί για κούρεμα των δανείων της τρόικας).
Το mea culpa του ΔΝΤ όσον αφορά την εκτίμηση των πολλαπλασιαστών είχε δύο στόχους. Ο πρώτος ήταν να το βοηθήσει να επανακτήσει μέρος της χαμένης του αξιοπιστίας λόγω των κατά συρροήν προβλεπτικών αποτυχιών του σε όλες τις περιπτώσεις επιβεβλημένης λιτότητας. Ο δεύτερος είναι να κατευνάσει τον θυμό χωρών όπως π.χ. η Μαλαισία, η Βραζιλία, η Κίνα, που καταλογίζουν στο ΔΝΤ ότι, με τα δικά τους χρήματα, συμμετέχει σε δανειακές συμφωνίες στην Ευρωζώνη, οι οποίες καταστρατηγούν τους κανόνες του ίδιου του ΔΝΤ.
2. Το νέο κούρεμα όλοι γνωρίζουν ότι είναι αναπόφευκτο. Αν τον Νοέμβριο η Ελλάδα είχε συνταχθεί με το ΔΝΤ, αντί για τη γελοία «επαναγορά χρέους» (που ουσιαστικά ήταν ένα νέο κούρεμα για τις ελληνικές τράπεζες αποκλειστικά) θα είχαμε κούρεμα εκ μέρους της τρόικας. Τώρα, έχοντας συνταχθεί με τη Γερμανία, το κούρεμα θα γίνει όταν και όποτε συμφέρει το Βερολίνο, και μάλιστα με τρόπο που συμφέρει το Βερολίνο – ο οποίος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της χώρας μας. Όσο για το νέο Μνημόνιο, κάθε μερικούς μήνες έχουμε νέο Μνημόνιο, καθώς το «προηγούμενο» προσκρούει στα βράχια της πραγματικότητας και το «νέο» εξαντλεί κι άλλο τα όρια του μισανθρωπισμού.
3. Θα εξαρτηθεί από τις χώρες του τέως Τρίτου Κόσμου και στο πόσο έντονα θα απαιτήσουν έναν διαφορετικό ρόλο του ΔΝΤ. Για αυτό τον λόγο, η ελληνική πλευρά πρέπει να βρει συμμάχους στη Λατινική Αμερική, στην Ασία ακόμη και στις ΗΠΑ.
4. Θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν πρόκειται περί νομισματικού πολέμου – τουλάχιστον όχι ηθελημένου. Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ απλό: Οι χώρες που διαθέτουν αυτό που λείπει από τις οικονομίες της Ευρωζώνης, δηλαδή μια κεντρική τράπεζα που να υποστηρίζει τον στόχο της αποφυγής μιας ύφεσης, επιδίδονται στην «ποσοτική χαλάρωση», με στόχο να μπει ένα φρένο στην υφεσιακή λαίλαπα, δεδομένου α) ότι τα επιτόκια είναι σχεδόν μηδενικά (και άρα δεν μπορούν να μειωθούν κι άλλο) και β) οι κυβερνήσεις, για λόγους καθαρά πολιτικούς, δεν τολμούν, ή δεν δύνανται, να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις. Αυτή η «ποσοτική χαλάρωση» έχει ως παράπλευρες απώλειες δύο ομάδες χωρών: οι αναπτυσσόμενες χώρες (π.χ. Βραζιλία) που δέχονται καταιγίδα εισροών κεφαλαίων (με αποτέλεσμα να υπερτιμάται το νόμισμά τους, να δημιουργούνται φούσκες στις αγορές ακινήτων και να μειώνονται οι εξαγωγές τους) και οι χώρες της Ευρωζώνης που στερούνται κεντρικής τράπεζας, με αποτέλεσμα, σε μια περίοδο που η δημοσιονομική προσαρμογή απαιτεί εμπορικά πλεονάσματα, να βλέπουν το ευρώ να αυξάνεται. Συγκεκριμένα για την χώρα μας, ήταν που ήταν «στραβό το κλίμα», αυτή η αύξηση του ευρώ επιδεινώνει μια ήδη αποπνυκτική κατάσταση.