tromaktiko: Οι σκιές της σκιάς αυτού…

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Οι σκιές της σκιάς αυτού…



του Κων/νου Γκαντάτσιου
«Σε λίγο θα σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι» μονολόγησε, ήπιε μια γουλιά νερό και έπιασε στυλό και χαρτί να γράψει έστω τρεις λέξεις.
Τρεις όλες όλες, κι αυτές έβγαιναν με το ζόρι, όπως και να ΄χει το πράμα έπρεπε να γράψει κάτι, να ετοιμαστεί. Μεθαύριο έφτανε η μεγάλη μέρα. Κάτι έπρεπε να πει, τι θα έλεγε;

Άνοιξε τα συρτάρια του, βρήκε μέσα διάφορα σημειώματα, λογύδρια, συμβουλές προκατόχων, όλα ίδια αναμεταξύ τους, το καθένα βέβαια για άλλη περίσταση. «Πώς θα καλμάρετε οργισμένους ψηφοφόρους σε δύο δόσεις», «πως να γονατίστε την ανεργία…στο γόνατο», «λύσεις για ταχύρυθμη ανάπτυξη…σε τρία βήματα», «κινήσεις ματ με μια ματιά και χωρίς δάκρυα» ήταν μερικά από τα πολύτιμα εγχειρίδια που συμβουλεύονταν πάντα πριν τις επόμενες κινήσεις του. Σε καιρούς κρίσεων έδινε μεγάλη βαρύτητα στον αλάνθαστο ντελβέ και στις επισημάνσεις της προσωπικής του αστρολόγου, της κας Κούλας από την Δραπετσώνα, διορισμένη με την «παλιά» εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας.

Στην άκρη του γραφείου του διακρίνονταν το ρητό με τα καλλιγραφικά γράμματα: «Σήμερα ζεις κι αύριο χαράζεις…», πολιτική υποθέτω, έχοντας από κάτω φαρδιά πλατιά τα αρχικά του. Χαμογέλασε…έκλεισε για λίγο τα μάτια του στην δερμάτινη πολυθρόνα… Ας ήταν αργά, το σπινθηροβόλο βλέμμα του κινήθηκε σε γνώριμα χωράφια… ο λαός ήθελε ηγέτη…όλοι τον περίμεναν, δεν έπρεπε να αργήσει άλλο…είχε μάθει να τον περιμένουν οι πιστοί υπήκοοί του, να τον χειροκροτούν και να κρέμονται απ’ τα χείλη του.

Ξεκούμπωσε και το τελευταίο κουμπί από το σακάκι σαν να επρόκειτο να ξιφουλκήσει, ζούσε ακόμη με το άρωμα εκείνων των χρόνων κι ας είχε παραπάνω κιλά από έναν ιππότη. Οι ιαχές σφύριζαν στον αέρα, οι χωρικοί πετούσαν τα σκουφιά τους, κάποιοι ακουμπούσαν το «κράσπεδο» του ιματίου του που θύμιζε ριχτάρι και ένοιωθαν ευλογημένοι, οι κυρίες έπαιρναν τα μαντήλια του φτιάχνοντας φυλαχτά και γιατροσόφια, ότι είχαν αγγίξει τα χείλη του ανακηρύσσονταν λατρευτικό αντικείμενο και φυλάσσονταν σε προθήκες. Γύρω του όλα φάνταζαν ρόδινα, ο κήπος, οι κηπουροί, οι στρουμπουλοί σύντροφοι, οι γάιδαροι, τα σκονισμένα σπαθιά, όλα στη θέση τους…

Από μπροστά του θαρρείς πως πέρασε ο γεωργός που για αυτόν δάκρυσαν ακόμη κι οι προκάτοχοί του, δάκρυσε κι αυτός, αλλά ο γεωργός παρέμενε ακόμα φτωχός γεωργός. Συνάντησε τον λιπόσαρκο χωρικό που τον εκμεταλλεύτηκαν πολλοί από δαύτους, είδε τον καλοκάγαθο γεροντάκο που δίψασε κάποτε για ελευθερία, για σύνταγμα και δημοκρατία. Τους προσπέρασε όλους με μειδίαμα… αδιαφορώντας για τις δικές τους αγωνίες και τα ιδανικά τους.

Οι τριάντα περίπου ανεμόμυλοι ήταν εκεί σαν άλλοι γίγαντες απέναντί του, τρόμαξε με τις παλάμες τους και τα μακρουλά τους χέρια, δυο λεύγες κοντά το καθένα. Αφού καθάρισε τα παμπάλαια όπλα των προγόνων-προκατόχων του τα παραπεταμένα για χρόνια σε μια γωνιά, κοίταξε το γέρικο κοκκαλιάρικο άλογό του, του φάνηκε πιο ρωμαλέο ακόμη κι από τον Βουκεφάλα. Βασανίστηκε για τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα τι όνομα να του δώσει. Ταλανιζόταν, τόσες κι άλλες τόσες μέρες, πως θα αυτοαποκαλείται ο ίδιος από τους ακολούθους του. Οι ασουλούπωτες χωριατοπούλες του φάνταζαν αρχοντοπούλες, το χάνι έγινε παλάτι με τέσσερις πύργους και τάφρους, ο λαδοπιωμένος μπακαλιάρος με το βρεγμένο μαυριδερό παξιμάδι απέπνεε μυρωδιές ακριβοπληρωμένων ορεκτικών.

Έπιασε χαρτί και μολύβι, η φωνή της αναπότρεπτης πραγματικότητας κτυπούσε την πόρτα του, οι «γίγαντες» καραδοκούσαν και η μεγάλη μέρα έφτανε, έπρεπε κάτι να πει…τρεις λέξεις, να φανεί έστω ως γνήσιος απόγονος «δημοκρατικών» ευγενών… πριν καν ξυπνήσουν οι κολλήγοι αλλά κι ολίγοι που δεν τον είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι…

Και τώρα πρόεδρε που σε διέκοψα από τις «δημοκρατικές» σου διεργασίες, τώρα που σε ξύπνησε το «γκάρισμα» του τετράτροχου και το κλάξον του δίτροχου, καιρός είναι να ασχοληθείτε κι οι τρεις σας, όχι πια με τα νούμερα και δημοσκοπήσεις, αλλά με τα καθημερινά προβλήματα της νοικοκυράς Δουλτσινέας που αγωνιά για το καλάθι της, του πολίτη Σάντσο που δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα του και του πανδοχέα επιχειρηματία που του κλείνουν καθημερινά την επιχείρησή του.

Αλλιώς εσαεί θα καταδιώκεις τις σκιές της σκιάς σου, που όπως φαίνεται, όσο πάει και μικραίνει…

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!