tromaktiko: Πως ασκείται το ένδικο μέσο της έφεσης

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Πως ασκείται το ένδικο μέσο της έφεσης



Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Ένδικα μέσα ονομάζονται τα μέσα, (δικαιώματα), που παρέχει ο νόμος σε κάποιον διάδικο σε μία δίκη να προσφύγει κατά της απόφασης του δικαστηρίου, ή...
βουλεύματος, ζητώντας την μερική ή ολική μεταρρύθμιση αυτής (ή αυτού), και την εκ νέου κρίση της υπόθεσης σε άλλο ομόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο.

Σε αντίθεση με τα ένδικα βοηθήματα, τα οποία είναι μέσα για την υπαγωγή μιας διαφοράς σε δικαστική κρίση για πρώτη φορά, τα ένδικα μέσα στρέφονται κατά δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ήδη επί συγκεκριμένης διαφοράς.Τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα τακτικά και τα έκτακτα.

Τακτικά ένδικα μέσα είναι αυτά που επιτρέπονται για όλους τους λόγους και οδηγούν κατά κανόνα σε πλήρη εκ νέου κρίση της υπόθεσης. Έκτακτα ένδικα μέσα είναι αυτά που επιτρέπονται μόνο για τους λόγους που αναφέρει περιοριστικά ο νόμος.

Η έφεση είναι το τακτικό ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον ανώτερου (δευτεροβαθμίου) δικαστηρίου επικαλούμενος νομικά σφάλματα ή κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ζητά την μεταρρύθμιση ή εξαφάνισή της και την εκ νέου εξέταση και διάγνωση της διαφοράς με σκοπό την έκδοση ορθότερης απόφασης. Με βάση την παραδοσιακή διάκριση των ενδίκων μέσων με βάση τους λόγους για τους οποίους μπορούν να ασκηθούν (τακτικά-μη τακτικά), την επίδραση έχει η προθεσμία άσκησης και η άσκησή τους στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και (ανασταλτικά-μη ανασταλτικά) και το αν απευθύνονται σε δικαστήριο ιεραρχικά ανώτερο εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (μεταβιβαστικά-μη μεταβιβαστικά), η έφεση είναι το μοναδικό ένδικο μέσο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τακτικό, ανασταλτικό και μεταβιβαστικό.

Η έφεση ασκείται ενώπιον του εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το πρωτόδικο δικαστήριο.Στη νομική ορολογία, ο διάδικος που ασκεί έφεση ονομάζεται ο εκκαλών, ενώ εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η έφεση, ο εφεσίβλητος. Οι Δικαστές που εργάζονται στα Εφετεία ονομάζονται Εφέτες, και προϊστάμενός τους είναι ο Πρόεδρος Εφετών.

Η προθεσμία της έφεσης κατά αποφάσεων πολιτικών Δικαστηρίων είναι 30 ημέρες από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης αν ο ενδιαφερόμενος ζει στην Ελλάδα σε γνωστή διεύθυνση ή 60 ημέρες αν αυτός ζει στο εξωτερικό ή έχει άγνωστο τόπο διαμονής.

Στο ακροατήριο του Εφετείου, η συζήτηση της υπόθεσης δεν είναι προφορική, δηλαδή δεν εξετάζονται νέοι μάρτυρες, ούτε και ακούγονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι εφέσεις που στρέφονται κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην ενός εκ των διαδίκων, δηλαδή όταν στον πρώτο βαθμό ένα από τους διαδίκους δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και δικάστηκε ερήμην. Στην περίπτωση αυτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται πλήρως και οι διάδικοι έχουν όλα τα δικαιώματα που είχαν στον πρώτο βαθμό και βεβαίως κυρίως το δικαίωμα να εξετάσουν μάρτυρες ενώπιον του Εφετείου.

Το εφετείο, επανεξετάζει την υπόθεση στα πλαίσια των λόγων της έφεσης, δηλαδή των πλημμελειών από τις οποίες θεωρεί ο εκκαλών ότι πάσχει η πρωτόδικη απόφαση. Μπορεί να προβληθούν τριών ειδών λόγοι εφέσεως.

Εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.Λόγο έφεσης αποτελεί η κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όπως αυτά προκύπτουν από τα μέσα απόδειξης. Στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών θεωρεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις κλπ) και κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα σχετικά με κάποιο πραγματικό γεγονός που έχει ουσιώδη επιρροή στη δίκη και στη λύση της διαφοράς.

Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.Λόγο έφεσης αποτελεί επίσης και η λανθασμένη εφαρμογή του νόμου ή η εφαρμογή κατηργημένου ή άσχετου ως προς την δικαζόμενη υπόθεση νομοθετήματος.

Αναρμοδιότητα πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.Λόγο έφεσης αποτελεί επίσης και η εκδίκαση της υπόθεσης από πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατώτερο από αυτό που έπρεπε να είχε δικάσει τη διαφορά σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας.

Ακόμη, λόγο έφεσης αποτελεί και η εκδίκαση της υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο, όταν η αρμοδιότητα για την εκδίκαση της διαφοράς υπάγεται από το νόμο στα Διοικητικά Δικαστήρια.

Το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξεδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Δεν υπάρχει επομένως νομότυπη άσκηση της εφέσεως: α) αν το δικόγραφο της εφέσεως δεν έχει κατατεθεί, β) αν κατατέθηκε στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου, εκτός από εκείνο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, γ) αν επιδόθηκε απλώς στον εφεσίβλητο, χωρίς προηγούμενη κατάθεση, δ) αν δεν έχει κατατεθεί από δικηγόρο, αλλά από το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του. Περαιτέρω η κατάθεση αποδεικνύεται μόνο από την έκθεση καταθέσεως ενώ για τη νομότυπη άσκηση της εφέσεως αρκεί η κατάθεση και η σύνταξη της οικείας εκθέσεως, χωρίς να απαιτείται και επίδοση αυτής στον εφεσίβλητο.

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης προσδιορίζεται από τα αρ. 519 και 521 ΚΠολΔ στα οποία ορίζεται πως καταρχήν πως τόσο η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως (518 ΚΠολΔ) όσο και η άσκησή της συνεπάγονται την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ωστόσο, εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό προβλέπονται τόσο από τις παραπάνω βασικές διατάξεις (αρ. 519 παρ. 2 και 521 παρ. 2 ΚΠολΔ αναφορικά με τις προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις) όσο και από άλλες, ειδικές ρυθμίσεις ( αρ. 937 παρ. 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ για τις δίκες περί την εκτέλεση, αρ. 734 παρ. 4 ΚΠολΔ ως προς την έφεση που ασκείται κατά αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικό μέτρο για τη ρύθμιση της νομής, αρ. 763 παρ.1 ΚΠολΔ για τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας).

Παρά το γεγονός ότι προβλέπεται η ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξης που επιχειρείται όσο διαρκεί η προθεσμία άσκησης εφέσεως, επιτρέπεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι η υποβολή σχετικής αίτησης, η συζήτησή της και η έκδοση απόφασης. Η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από τον εξαιρετικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία δεν αποβλέπουν στην πλήρη ικανοποίηση του επίδικου δικαιώματος, αλλά στην αντιμετώπιση επείγουσας κατάστασης ή την αποτροπή επικείμενου κινδύνου για τα συμφέροντα του αιτούντος, διαδίκου της κύριας δίκης που εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό ή είναι ακόμα δυνατή η υπαγωγή της σε δευτεροβάθμια κρίση.

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως κάμπτεται τόσο προκειμένου περί οριστικών αποφάσεων που έχουν καταστεί προσωρινά εκτελεστές, σύμφωνα με το αρ. 519 παρ. 2 ΚΠολΔ, όσο και δυνάμει ειδικών διατάξεων που ρητά προβλέπουν τη δυνατότητα εκτέλεσης και πριν την τελεσιδικία της απόφασης.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!