Η εμμονή της στη μείωση του χρέους έχει οδηγήσει σε πολλές γελοιογραφίες που την παρομοιάζουν με τον Αδόλφο Χίτλερ και στο να γίνει επανειλημμένα στόχος των θυμωμένων διαμαρτυριών σε Ελλάδα, Ισπανία και Κύπρο. Η ίδια αυτή εμμονή, ωστόσο, της έχει κερδίσει επευφημίες πίσω στην πατρίδα.
Προσεκτική και συντηρητική, έχει ως πρότυπο τη «νοικοκυρά της Σουηβίας», η οποία δε δανείζεται ό,τι δε μπορεί να εξοφλήσει. Η εικόνα αυτή λειτουργεί. Η κα Μέρκελ είναι η πιο δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία, έτη φωτός μπροστά από τον κύριο αντίπαλό της για τη θέση της καγκελαρίας.
Το εξήντα τοις εκατό των Γερμανών ψηφοφόρων θέλει, η κα Μέρκελ να κρατήσει τη δουλειά της, σε σύγκριση με μόλις 29 τοις εκατό το οποίο θέλει τον Πέερ Στάινμπρουκ, τον Γερμανό Σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Politbarometer για το τηλεοπτικό κανάλι ZDF το Μάρτιο. Όταν ερωτήθηκαν ποιος περιμένουν να κερδίσει, το 76 τοις εκατό των ερωτηθέντων απάντησε η κυρία Μέρκελ, έναντι του μόλις 14 τοις εκατό που απάντησε ο κος Στάινμπρουκ.
Ωστόσο, τα φαινόμενα απατούν. Παρά το γεγονός ότι η καγκελάριος βρίσκεται στην κορυφή των δημοσκοπήσεων, ο κεντροδεξιός συνασπισμός του οποίου ηγείται, ενδέχεται να μην αποσπάσει την πλειοψηφία. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), και η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση (CSU) (το «ομοθυγατρικό» της κόμμα στη Βαυαρία), μαζί καταλαμβάνουν περίπου το 40 τοις εκατό της πλειοψηφίας –πάνω από 10 πόντους μπροστά από το SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα). Ωστόσο, μόνο το 25 τοις εκατό των ψηφοφόρων επιθυμούν να επανέλθει στην εξουσία η συμμαχία των CDU/CSU με το φιλελεύθερο FDP (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα).
Η προτιμώμενη επιλογή θα ήταν ένας «μεγάλος συνασπισμός» με το SPD.
Χάρη στις ιδιαιτερότητες του εκλογικού συστήματος της Γερμανίας, και στην ανάγκη δημιουργίας συνασπισμού τουλάχιστον δύο κομμάτων για την εξασφάλιση της πλειοψηφίας, το ακριβές αποτέλεσμα μετά την ημέρα των εκλογών στις 22 Σεπτέμβρη, είναι ακόμα πολύ δύσκολο να προβλεφθεί. Έξι κόμματα αναμένεται να κερδίσουν έδρες στο Bundestag (Βουλή), και υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις πιθανές εκβάσεις συνασπισμών, που κυμαίνονται από την κεντροδεξιά μέχρι την κεντροαριστερά.
Οι εκλογές αυτές, παρακολουθούνται με ασυνήθιστη προσοχή από ολόκληρη την Ευρώπη, όχι μόνο ως δοκιμή για την Άνγκελα Μέρκελ, αλλά και για την επίδρασή τους στη στάση των Γερμανών όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης, καθώς και για τις πιο μακροπρόθεσμες αλλαγές που μπορεί να επιφέρουν στην οικονομική πολιτική του Βερολίνου.
Στο Παρίσι, στη Μαδρίτη και την Ρώμη, υπάρχει η ελπίδα ότι, εάν η κα Μέρκελ αναγκαστεί να αλλάξει συνεργάτες, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να παράγει μία κυβέρνηση η οποία θα είναι λιγότερο εστιασμένη στη λιτότητα. Ωστόσο, αν ο Φρανσουά Ολλάντ, ο Σοσιαλιστής Πρόεδρος της Γαλλίας, ψάχνει για κάποια κλίση προς τα αριστερά στη Γερμανία, ή για μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, σίγουρα θα απογοητευτεί. Ο κ. Στάινμπρουκ γνωρίζει καλά ότι πολλοί από τους υποστηρικτές του, συμπαθούν ιδιαίτερα το μοντέλο της νοικοκυράς της Σουηβίας: δεν επιθυμούν να δουν την ανάπτυξη να χρηματοδοτείται από περισσότερο δανεισμό.
Ωστόσο, παρόλο που όλα τα κόμματα παραδέχονται ότι η ευρωζώνη είναι το πιο σημαντικό θέμα της πολιτικής ατζέντας, δεν έχει υπάρξει κάποιο απότομο χάσμα στην πολιτική τους.
Αυτό ενδέχεται να αλλάξει, με το νέο κόμμα ευρωσκεπτικιστών το οποίο αποκαλείται Alternative for Germany (εναλλακτική λύση για τη Γερμανία). Ωστόσο, η έλλειψη συζητήσεων μέχρι στιγμής, αποτελεί φόρο τιμής στην επιτυχία της κ. Μέρκελ στο να παρουσιάζει τον εαυτό της ως «καλή Ευρωπαίος» που παράλληλα αγωνίζεται για να περιορίσει το κόστος για το Γερμανό φορολογούμενο. Αυτό είναι που θέλουν και οι ψηφοφόροι. «Το CDU επιθυμεί να διεξαγάγει μία προεκλογική εκστρατεία χαμηλών τόνων», λέει ο Γιούργκεν Φάλτερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μάιντς. «Θέλουν να τοποθετήσουν όλα τα δυνητικά επικίνδυνα, διχαστικά ζητήματα σε μία πλευρά, και να ασχοληθούν με ένα και μόνο ερώτημα –Μέρκελ ή Στάινμπρουκ; Και η απάντηση θα είναι αρκετά σαφής: Μέρκελ.»
Όχι μόνο σε σχέση με την Ευρώπη, αλλά και στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η εγγύηση ενός κατώτατου μισθού, η κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης και η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, η κα Μέρκελ έχει ακολουθήσει τη μέση οδό. Αυτό την εκθέσει σε κάποια κριτική από το ίδιο της το κόμμα, ωστόσο έχει αναγκάσει το SPD να κινηθεί προς τα αριστερά.
«Ήταν η καλύτερη μαθήτρια του Τόνι Μπλερ», λέει ο Andreas Busch, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Göttingen, αναφερόμενος στην επιτυχία του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου στην πολιτική της μέσης οδού επί βρετανικής πολιτικής σκηνής.
Ο καθηγητής Φάλτερ λέει ότι το δίλημμα για το SPD σε σχέση με την Ευρώπη είναι το ότι «εάν ζητήσουν περισσότερη αλληλεγγύη για την ευρωζώνη, θα έρθουν αντιμέτωποι με τη δυσπιστία του εκλογικού σώματος». Οι Γερμανοί ψηφοφόροι είναι πεπεισμένοι ότι οι ίδιοι έχουν «σφίξει το ζωνάρι» τους και έχουν ζήσει με βάση τις δυνατότητές τους, υποστηρίζει ο καθηγητής. Δε θέλουν να δουν την ευρωζώνη να γίνεται μία «ένωση μεταβιβάσεων» που χρηματοδοτείται από Γερμανούς φορολογούμενους.
Το SPD και οι Πράσινοι, ήταν οι πρώτοι που επέμειναν ότι θα πρέπει να ψηφίσουν για τη διάσωση της Κύπρου η οποία θα «διέσωζε τους Ρώσους ολιγάρχες», και απαίτησαν διάσωση με τη συμμετοχή των τραπεζικών καταθετών.
Ο διάλογος για την ευρωζώνη, έχει διχάσει το SPD. «Η Ευρώπη είναι πολύ σημαντική (για εμάς) για να στραφούμε στον κίνδυνο του λαϊκισμού», λέει ο Michael Roth, εκπρόσωπος των ευρωπαϊκών υποθέσεων για το SPS στο Bundestag. «Το SPD έχει ακολουθήσει μία εποικοδομητική πολιτική, με πολύ δύσκολες συζητήσεις στο εσωτερικό του κόμματος».
Ο κ. Στάινμπρουκ δεν ψάχνει για έναν αγώνα τον οποίο δε μπορεί να κερδίσει. Οι ιδέες που είχε προτείνει πριν από δύο χρόνια, για την εισαγωγή από κοινού εγγυημένων ομολόγων της ευρωζώνης, ή για ένα ταμείο απόσβεσης χρέους, έχουν κρυφτεί διακριτικά, αν όχι εγκαταλειφθεί πλήρως.
«Η καγκελάριος έχει πετύχει στο να τοποθετήσει τον εαυτό της με τέτοιο τρόπο, που οι άνθρωποι έχουν τη βεβαιότητα ότι η Γερμανία δεν πρόκειται να ξοδέψει καλά χρήματα έναντι κακών», λέει ο κ. Roth. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείει κατηγορηματικά οποιεσδήποτε κοινές εγγυήσεις δανεισμού. «Η καγκελάριος έχει σκοτώσει το όλο θέμα των ομολόγων της ευρωζώνης. Αν ασχοληθείς με το ζήτημα, αυτό σημαίνει αυτόματη πολιτική αυτοκτονία».
Η Angelica Schwall-Düren, ευρωπαϊκή υπουργός για τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και πρώην αναπληρωτής ηγέτης του SPD στο Bundestag, λέει ότι «θα μπορούσε να είναι εφικτή η χρήση των ομολόγων της ευρωζώνης υπό τη μορφή ομολόγων έργου. Ωστόσο, οφείλω να δηλώσω ξεκάθαρα ότι δεν θα αποτελέσουν κεντρικό θέμα της εκστρατείας του SPD. Οι εκλογές έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κοινωνικά θεμέλια της κοινωνίας μας.»
. . .
Το SPD, ωστόσο, έχει ένα βαθύτερο πρόβλημα όσον αφορά την εγχώρια πολιτική: είναι διχασμένο σχετικά με την Ατζέντα 2010, το πακέτο των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που εισήγαγε η «κοκκινοπράσινη» κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2003. Καθιστώντας το ευκολότερο για τους εργοδότες να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους, αλλά δυσκολότερο να μείνει κανείς μακροπρόθεσμα στο επίδομα ανεργίας, αποξένωσε πολλούς παραδοσιακούς συνδικαλιστές.
«Τότε διασπάστηκε το κόμμα, και από τότε δεν έχει επανέλθει ποτέ», λέει ο καθηγητής Busch. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι οι μεταρρυθμίσεις βοήθησαν στην αναζωογόνηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας και στην απότομη πτώση της ανεργίας, το SPD δεν έχει λάβει ποτέ τα εύσημα για αυτά τα επιτεύγματα. Στην πραγματικότητα, έχει επιτρέψει στην κα Μέρκελ προσωπικά, να θεωρηθεί υπεύθυνη για αυτά.
Σε αυτή την εκστρατεία, η αριστερίζουσα ηγεσία του κόμματος έχει συντάξει το μεγαλύτερο μέρος της διακήρυξης –ωστόσο ο δεξιός κος Στάινμπρουκ είναι αυτός που καλείται να το «πουλήσει». Ο συνδυασμός δεν είναι πειστικός. Το συνέδριο του κόμματος αυτό το Σαββατοκύριακο, όπου θα εγκριθεί η διακήρυξη, αναμένεται να είναι ζοφερή υπόθεση.
«Έχουν παράγει μία πληθώρα θεμάτων, όπως η αύξηση της φορολογίας για τους πλουσίους, η επαναφορά του φόρου περιουσίας, και η δράση για κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά, δεν ακούγονται το ίδιο αυθεντικά όταν προέρχονται από τον Πέερ Στάινμπρουκ, όσο θα ακούγονταν από κάποιον της αριστεράς», λέει ο καθηγητής Φάλτερ.
Ο κ. Στάινμπρουκ, ο οποίος έκανε το όνομά του ως ένας αυστηρός, και κάποιες φορές ιδιαίτερα σκληρός, υπουργός οικονομικών επί της πρώτης κυβέρνησης συνασπισμού της κ. Μέρκελ, επιλέχθηκε από το κόμμα του, λόγω της ατζέντας του υπέρ των επιχειρήσεων και επειδή μπορούσε να συναγωνιστεί με την καγκελάριο ως ικανός οικονομικός διαχειριστής. Ωστόσο, είχε εφιαλτικό ξεκίνημα, με μία σειρά από γκάφες, οι οποίες διεύρυναν το προβάδισμα της καγκελαρίου.
Πρώτον, προέκυψε ότι είχε συμπληρώσει το κοινοβουλευτικό του εισόδημα με γενναιόδωρες αμοιβές ομιλητή από το επιχειρηματικό και τραπεζικό κοινό. Στη συνέχεια, δήλωσε σε συνέντευξή του ότι ο μισθός της θέσης του καγκελαρίου ήταν πολύ μέτριος. Η τελευταία του χοντράδα, ήταν να δηλώσει ότι οι εκλογές της Ιταλίας κερδήθηκαν από «δύο κλόουν» -τον κωμικό Μπέπε Γκρίλο και τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ήταν ένα συναίσθημα το οποίο συμμερίζονταν μεν οι περισσότεροι Γερμανοί, αλλά παράλληλα πίστευαν ότι ένας υποψήφιος για την καγκελαρία δεν θα έπρεπε να είχε πει κάτι τέτοιο.
«Ο Στάινμπρουκ έχει τελειώσει», λέει ο Manfred Güllner, επικεφαλής του πρακτορείου δημοσκοπήσεων Forsa. «Η εικόνα του είναι υπερβολικά αρνητική. Έχει μετατρέψει τον ίδιο του τον εαυτό σε κλόουν». Ο κ. Güllner βλέπει την πλατφόρμα της εκλογής του SPD ως ένα ακόμη μοιραίο λάθος. «Το SPD, δεν έχει κερδίσει ποτέ με βάση θέματα που βασίζονται στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αναδιανομή του εισοδήματος και την αύξηση των φόρων. Ακόμη και οι εργατικές τάξεις ελπίζουν ότι τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους θα γίνουν πλουσιότερα.
Μόνο μία ξεκάθαρη κοκκινοπράσινη πλειοψηφία του SPD και των Πρασίνων θα μπορούσε να ανατρέψει την κα Μέρκελ. Προς αυτή την κατεύθυνση αγωνίζονται και τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης. Αλλά, εκτός αν σφυρηλατήσουν μία συμμαχία με το ακραίο αριστερό κόμμα Linke –με την ηγεσία του SPD να προσπαθεί να διατηρήσει την κομματική ενότητα- είναι απίθανο να πετύχουν το στόχο τους.
Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Forsa στο περιοδικό Stern, ο τωρινός «μαυροκίτρινος» συνασπισμός θα επέστρεφε στην εξουσία με την πλειοψηφία, αν οι εκλογές γινόντουσαν αυτή την Κυριακή. Το SPD υστερεί, με 23 τοις εκατό, το ίδιο ποσοστό που είχε και στις προηγούμενες εκλογές το 2009, ενώ οι Πράσινοι έχουν ένα 14 τοις εκατό, δίνοντάς τους ένα συνολικό 37 τοις εκατό. Ο συνασπισμός CDU/CSU έχει 41 τοις εκατό, και το FDP 6 τοις εκατό, δηλ. 47 τοις εκατό συνολικά. Αυτό το 47 τοις εκατό αρκεί ώστε να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στο Bundestag.
. . .
Στο παρελθόν, έχει παρατηρηθεί παρέκκλιση άνω των 3 ποσοστιαίων μονάδων σε παρόμοια στοιχεία δημοσκοπήσεων, μόνο το 1994, μεταξύ της αρχής του έτους των εκλογών και της ψηφοφορίας του φθινοπώρου, λέει ο καθηγητής Güllner.
Ακόμη και παρά το γεγονός ότι η καγκελάριος έχει κάνει τέτοιους ελιγμούς που έχει βάλει τον εαυτό της σε ασυναγώνιστη θέση, η επιλογή του συνεργάτη για τον συνασπισμό θα είναι δύσκολη. Η ίδια δηλώνει ότι το FDP παραμένει η προτιμώμενη επιλογή της, παρά την έλλειψη αποδοχής του τρέχοντος συνασπισμού. Οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ότι οι φιλελεύθεροι θα επιστρέψουν στο Bundestag. «Χωρίς τον Philipp Rösler [αναπληρωτής καγκελάριος και ηγέτης του FDP] μπορεί να εξασφαλίσουν μέχρι και 8 τοις εκατό. Με τον Philipp Rösler, ίσως να φτάσουν το 6 τοις εκατό, λέει ο καθηγητής Güllner.
Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι η κα Μέρκελ θα προτιμούσε, κρυφά, έναν μεγάλο συνασπισμό με το SPD, τον ίδιο συνδυασμό του οποίου προήδρευσε μεταξύ 2005 και 2009. Ωστόσο, ο κ. Στάινμπρουκ έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να τελέσει ως αναπληρωτής καγκελάριος σε μία τέτοια συμμαχία, και η ηγεσία του κόμματος κατηγορεί την εμπειρία του από την ήττα του 2009.
Η εναλλακτική λύση θα ήταν «μαυροπράσινη». Ο Sigmar Gabriel, εθνικός πρόεδρος του SPD, έχει προειδοποιήσει τους Πρασίνους να μην σκέφτονται κανένα ενδεχόμενο συμφωνίας με το CDU.
Μία τέτοια «μαυροπράσινη» συμμαχία δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ σε ομοσπονδιακό επίπεδο ή σε κάποιο μεγάλο γερμανικό ομοσπονδιακό κράτος –έχει λειτουργήσει στο Ζάαρλαντ, και στην πόλη του Αμβούργου, αλλά πουθενά αλλού. Θα μπορούσε να είναι ένα βήμα παραπάνω από ότι διατίθενται να κάνουν οι αριστεροί Πράσινοι και οι δεξιοί Χριστιανοδημοκράτες. Οι συντηρητικοί θα βρουν πολύ δύσκολο να αποδεχθούν την αριστερή στάση των Πρασίνων σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, όπως η ισότητα των δικαιωμάτων για τους γάμους των ομοφυλοφίλων ή η επαναφορά των φόρων ακίνητης περιουσίας, λέει ο καθηγητής Φάλτερ. Ωστόσο, δεν διαφωνούν πια όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια.
Ο καθηγητής Güllner λέει ότι οι Πράσινοι «έχουν δέσει το γάιδαρό τους», και δεν θα είχαν κανένα δισταγμό στο να προσεγγίσουν το CDU. «Θέλουν εξουσία».
Η κ. Μέρκελ το κατανοεί αυτό. Πριν από δύο χρόνια, περιέγραψε έναν μαυροπράσινο συνδυασμό ως μία «αυταπάτη». Πρόσφατα, έχει σταματήσει να τον αποκλείει ως πιθανότητα. Στη γερμανική πολιτική συνασπισμών, γνωρίζει ότι τίποτα δε μπορεί να αποκλειστεί παντελώς.
Το «ταμπού» του γερμανικού μάρκου
Τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης στην ευρωζώνη, η Άνγκελα Μέρκελ είπε πολλές φορές στους Γερμανούς ψηφοφόρους ότι δεν υπήρχε «εναλλακτική λύση» για τη διάσωση των χρεωμένων εταίρων.
Τώρα, τα λόγια της Γερμανίδας καγκελαρίου την στοιχειώνουν. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, θα αντιμετωπίσει την πρόκληση ενός νέου κόμματος ευρωσκεπτικιστών, που ονομάζεται «Εναλλακτική για την Γερμανία».
Το κόμμα ελπίζει να κινητοποιήσει ένα σημαντικό μέρος των Γερμανών, οι οποίοι αμφιβάλουν για τη σοφία της Μέρκελ στη διαχείριση κρίσεων. Μία δημοσκόπηση λέει ότι 25 τοις εκατό των ανθρώπων σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να υποστηρίξει ένα κόμμα ευρωσκεπτικιστών, αλλά μέχρι στιγμής η υποστήριξή του είναι μόλις και μετά βίας μετρήσιμη –πολύ κάτω από το όριο του 5 τοις εκατό που χρειάζεται για να κερδίσει οποιεσδήποτε κοινοβουλευτικές έδρες.
«Δεν είμαστε ενάντια στην Ευρώπη, αλλά είμαστε ενάντια στο ευρώ», λέει ο Bernd Lucke, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, ο οποίος είναι εκπρόσωπος του νέου κόμματος. Η ιστοσελίδα του δηλώνει ότι επιθυμεί μία «ομαλή εκκαθάριση» της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
«Η επαναφορά του DM [γερμανικού μάρκου] δεν πρέπει να είναι θέμα ταμπού», δηλώνει. «Απαιτούμε μία αλλαγή στις ευρωπαϊκές συνθήκες, έτσι ώστε οποιοδήποτε κράτος να είναι ελεύθερο να εγκαταλείψει το ευρώ.»
Κανένα κόμμα ευρωσκεπτικιστών δεν έχει σημειώσει ξανά πρόοδο στη Γερμανία. Την τελευταία φορά που κατέβηκε στις γερμανικές εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ένα κόμμα ενάντια στο ευρώ –το 1994, αφότου η Συνθήκη του Μάαστριχτ εισήγαγε το ενιαίο νόμισμα- κέρδισε μόλις το 1,1 τοις εκατό των ψήφων.
Ο καθηγητής Lucke λέει ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά λόγω της κρίσης. Πριν από το 2010, δηλώνει, «οι άνθρωποι δεν είχαν επίγνωση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκύψουν. Τώρα, έχουμε το πρόβλημα της υπερχρέωσης, των μεταβιβαστικών πληρωμών που δεν ακολουθούν κανένα είδος αντικειμενικών κριτηρίων, της ανισορροπίας των ισοζυγίων και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας.»
Το κόμμα κυριαρχείται από ακαδημαϊκούς οικονομολόγους από τη γερμανική μονεταριστική σχολή της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οποίοι ήταν πάντοτε επιφυλακτικοί σε σχέση με τη νομισματική ένωση.
Το συστατικό συνέδριο του κόμματος θα διεξαχθεί την Κυριακή για την εκλογή της. Στη συνέχεια, το κόμμα πρέπει να συλλέξει 2.000 υπογραφές από καθένα από τα 16 ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας, ώστε να του επιτραπεί να τρέξει στις εκλογές.
Αρκετές ηγετικές φυσιογνωμίες του κόμματος, υπήρξαν μακρόχρονα μέλη της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της κ. Μέρκελ, συμπεριλαμβανομένων του καθηγητή Prof Lucke και του Alexander Gauland, πρώην κρατικού γραμματέα στην Έσση. Άλλοι κορυφαίοι ευρωσκεπτικιστές έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους, αλλά αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Ο καθηγητής Lucke επιμένει ότι το κόμμα προσελκύει την υποστήριξη της αριστεράς, αλλά και της δεξιάς, με 5.000 μέλη να έχουν ήδη υπογράψει. Ωστόσο, εάν η κρίση στην ευρωζώνη επιδεινωθεί αυτό το καλοκαίρι, οι ψήφοι που πρόκειται να «κλέψει» από το CDU και τους κυβερνητικούς εταίρους του στο Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, είναι αυτές που θα έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για την κ. Μέρκελ.