Σεβόμενος την μνήμη της ιστορίας, την μνήμη της γενιάς της πόντιας γιαγιάς μου, των ιερών χωμάτων που αποκόπηκαν, μονάχα ως γεωγραφικοί χώροι, από τον εθνικό μας κορμό και όχι σαν ιστορία και μνήμη, γράφω τούτες τις αράδες.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είμαι καλός γνώστης της ιστορίας του Πόντου και της Ανατολής, αλλά έχω την τύχη να κατέχω ένα πλούσιο ιστορικό υλικό, εργασία πολλών χρόνων του πατέρα μου, που μέσα από ιστορικές πηγές και εκατοντάδες αυθεντικές μαρτυρίες, κατέγραψε, αλλά και εξέδωσε, κομμάτια από την ιστορία της Ανατολής και του Πόντου.
Μέσα από αυτό το υλικό έφτιαξα αυτήν την λαμπάδα και την ανάβω στην μνήμη εκείνης της ιστορίας και στο μνημόσυνο των χιλιάδων αθώων ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στο χαλασμό που εξουσιαστικά συμφέροντα προκάλεσαν.
Κι έτσι ανεβαίνει ο καπνός, απ’ το βωμό - Μασώντας μια προσευχή και μια κραυγή - λησμονημένων τόπων. 19 Μαΐου. Ημέρα της γενοκτονίας και του ξεριζωμού.
Ημέρα μνήμης και μνημόσυνου.
Αυτή τη μέρα, ένας ολάκερος λαός θυμάται, πως πριν από 91 χρόνια, οι ισχυροί της γης που διέπουν και καθορίζουν τα πεπρωμένα των κοινωνιών και των εθνών, άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου και σήκωσαν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας, που άρπαξαν και πέταξαν τον ελληνισμό της Ανατολής, πληγωμένο ναυαγό, στην ξέρα της Μητροπολιτικής Ελλάδας.
Πριν τρεις χιλιάδες χρόνια οι ακτές του Αιγαίου – είχαν εξελληνιστεί από τους πρωτοελλαδίτες – που εγκατέλειπαν βιαστικά την γενέθλια γη τους- μετά την κάθοδο των Δωριέων. Εξελλήνισαν τα παράλια του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας και έκτισαν πόλεις σε όλες τις ακτές. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 1900, ο ελληνισμός έσφυζε στις περιοχές της σημερινής Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ρωσίας.
Και ξαφνικά – λες και κάποιος κατέβασε τον διακόπτη – σκοτείνιασε η Ανατολή. Ποτάμι το αίμα- θαρρείς και σφάζονταν η καρδιά της γης. Ο Ελληνισμός, τρισχιλιόχρονος και πλέον, νεκρός, σαβανωμένος. Κι οι γνώριμοι περπατημένοι δρόμοι, που τώρα έγιναν δρόμοι της προσφυγιάς – γιόμισαν αίμα και δάκρυα.
Κι οι πρόσφυγες πεινασμένοι – χωρίς έλεος – ακάλυπτοι – με τον εχθρό να βάλει από παντού. Σκοτωμένοι χωρίς οίκτο – πεταμένοι σε λάκκους και χαντάκια – άταφοι – ούτε καν σε ανώνυμα κοιμητήρια. Η φρίκη απλωμένη παντού.
Στις παραλίες τα πλήθη πανικόβλητα περιμένουν… Kι ο ιερέας, με την άσπρη γενειάδα, κρατώντας το σταυρό στο χέρι έψαλε «σώσον Κύριε τον λαόν σου….»
Το κοπάδι της προσφυγιάς οδεύει. Τα καράβια με τους πρόσφυγες φεύγουν. Ο θρήνος ράγισε την ασημένια θάλασσα.
Δεν θα επιχειρήσω να κάνω ιστορική ανάλυση και ούτε θα αναφερθώ σε ιστορικά στοιχεία και ντοκουμέντα. Η ιστορία της Ανατολής δεν μαθαίνεται, είναι αδύνατον να κατανοηθεί από τέτοιες αναφορές. Χρειάζεται να ασχοληθεί ο καθένας ατομικά, να βρει εκείνες τις πηγές για να κατανοήσει τι έγινε στην Ανατολή και γιατί έγινε.
Κι αυτό γιατί η ιστορία μας, η ιστορία της Ανατολής και της προσφυγιάς δεν είναι γραμμένη και εξακολουθεί να είναι άγνωστη. Αποτελεί ντροπή για την ελληνική πολιτεία, αλλά την ίδια ντροπή χρεώνεται και ολόκληρη η γενιά της προσφυγιάς που δεν απαίτησαν και δεν απαιτούν το αναφαίρετο δικαίωμά τους. Την καταγραφή της ιστορίας τους, δηλαδή της ταυτότητάς τους.
Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα μνήμης, μνημόσυνου και αναπόλησης, σε εκείνους που εξοντώθηκαν, ξεριζώθηκαν, πόνεσαν, ταπεινώθηκαν και εξευτελίστηκαν.
Σε εκείνους που πήραν τους δρόμους της προσφυγιάς κρατώντας ένα μπόγο στο χέρι κι ένα εικόνισμα στο μέρος της καρδιάς. Κουβαλούσαν μια πατρίδα σκοτωμένη. Μια πατρίδα βέβηλα και άγρια ξεκομμένη από τον τρούλο της Παντάνασσας. Κι αυτοί στα ξαφνικά εξόριστοι από την Εδέμ.
Όσοι επέζησαν από το μαχαίρι και τη φωτιά, από τις ασθένειες και τις κακουχίες υπήρξαν οι μάρτυρες. Ήταν η φωνή των νεκρών και των εγκλωβισμένων της Ανατολής. Σ’ αυτούς έλαχε η μοίρα να τους ιστορίσουν.
Με τα μωρά στις αγκαλιές βρέθηκαν στον άγριο ανεμοστρόβιλο που σάρωνε την Ανατολή απ’ άκρο, σ’ άκρο. Κι ο γερό πρόσφυγας, ο ασπρομάλλης γύρισε, λες και ήξερε τι θα συμβεί, άλλωστε η πείρα τον είχε διδάξει ότι ο άνθρωπος είναι ευάλωτος στη λήθη, γύρισε λοιπόν και κραύγασε.
«Εσύ πατρίδα μ’ ανασπάλτς - Κράτμας αροθυμίας»
Τα δάκρυα πέτρωσαν, μαρμάρωσαν στη γη του Πόντου και της Ανατολής. Οι ξεριζωμένοι ανατολίτες, στους ματωμένους δρόμους ήταν από τους τυχερούς της τραγωδίας, γιατί χιλιάδες σαν και αυτούς δεν γύρισαν πίσω.
Σ’ αυτούς λοιπόν αφιερωμένη αυτή η μέρα – Στον πατέρα εκείνο που καταδικάστηκε από τα ειδικά δικαστήρια μαζί με το γιο του σε θάνατο με απαγχονισμό, κι είδε το γιο του, το βλαστάρι του – το αγόρι του, να το κρεμάνε – κι αυτόν να τον ξεχνάνε – έκανε ένα βήμα μπροστά και φώναξε:
Ιωάννης Αβανταζόγλου - Είμαι και εγώ για την κρεμάλα – με ξεχάσατε !
Σε κάποιο γράμμα, σωσμένο από εκείνη την αντάρα διαβάζουμε « Αγαπητή μου σύζυγε Κλειώ… Σήμερα κάναμε λειτουργία και κοινωνήσαμε όλοι, εκατόν πενήντα τον αριθμό. Πενήντα απαγχονίζονται την ημέρα.
Αύριο είναι η σειρά μου. Να μου φιλήσεις τα παιδιά…
Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε. Γι’ αυτό πρέπει να μνημονεύουμε – για να θυμόμαστε τι έγινε και να απαιτούμε την δικαίωσή τους. Γι’ εκείνη τη γενιά που τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της αφαίρεσαν την πατρίδα και τους ξερίζωσαν με βαρβαρότητα, ωμότητα και κυνισμό.
Ο φονιάς οφείλει να ζητήσει απλά και ταπεινά συγγνώμη. Χρέος ιστορικό, ηθικό, πολιτισμικό, ανθρώπινο να το πράξει. Όμως δεν το πράττει. Κι όμως η ελληνική πολιτεία δεν απαίτησε ποτέ να το πράξει. Ο φονιάς δεν είναι ανώνυμος. Έχει όνομα.
Η ιστορία, όσο κι αν βιάζεται για να μην καταγράψει, την ιστορία της Ανατολής, εμείς πρέπει να επιμένουμε και σήμερα και αύριο και πάντα. Γιατί η ιστορίας ενός έθνους ενός λαού δεν είναι τα χαραγμένα ορόσημα πάνω στους χάρτες που σχεδιάζουν οι φρακοφόροι, που ονομάζουν την μοιρασιά της γης και των λαών συνδιάσκεψη ειρήνης. Η πατρίδα ενός λαού είναι η γλώσσα του, η ιστορία του, η παράδοσή του κι αυτά δεν εκπορθούνται που σημαίνει δεν εκπατρίζονται.
Όμως οι ισχυροί της γης επιβάλλουν πως για να έχεις πατρίδα χρειάζεσαι τίτλο κυριότητας τον οποίοι οι ίδιοι παραχωρούν ή αφαιρούν με μια μόνο κονδυλιά.
Κι ύστερα η ιστορία, οι ιστορικοί και οι μελετητές αποτιμούν τους νεκρούς και το οικονομικό κόστος, τις ζημιές και τα οφέλη.
Ισολογισμοί αίματος.
Τούτο το αίμα πρέπει να σωθεί . Το αίμα της μνήμης. Είναι το πιο καθάριο αίμα της ελληνικότητάς μας, είναι η ταυτότητα του πνεύματος. Είναι η ιστορική δικαίωση.
Τούτο το «σημείο επαφής» με τη μνήμη πρέπει να μη χαθεί.
Υ.Γ
Περπατητής στους δρόμους του κόσμου με το δισάκι κρεμασμένο στους ώμους.
Φορτίο βαρύ και πολύτιμο σαν αξία, μα τόσο αλαφρύ στην πλάτη μου.
Στάχτη και κόκαλα αγιασμένα από τον πανάρχαιο Πόντο και την Μικρασία, που πυρπολήθηκαν μπροστά στα μάτια των πολιτισμένων λαών.
Πανάρχαια ιστορία, ζωντανοί θρύλοι, πολιτισμός, γράμματα, τέχνες στην πυρά των συμφερόντων.
Άρχοντες, Βασιλιάδες, Κυβερνήτες του κόσμου καμαρώστε!
Ο Πόντος ένα δισάκι στάχτη και αποκαΐδια. Ο Πόντος, η Θράκη και η Μικρασία ένα ποτάμι κόκκινο αίμα. Αυτό το δισάκι είναι η ιστορία.
Περπατητής στους δρόμους του κόσμου, κραυγάζω το δικαίωμα της μνήμης και της δικαίωσης. Σταθήκατε μικροί στην καταστροφή! Σταθείτε μεγάλοι στο χρέος!
Ο Πόντος ήταν και είναι ιστορία. Να γραφεί έμεινε. Να γραφεί και να προσκυνήσουν ταπεινά οι εκτελεστές ζητώντας μετάνοια και συγνώμη από το ποτάμι της μνήμης.
Ιστορικό, πολιτισμικό, ηθικό, ανθρώπινο το χρέος να το πράξουν.
Περπατητής στους δρόμους του κόσμου ψάχνω την ιστορία να κρεμάσω το πολύτιμο δισάκι μου!