Δεν μπορώ τους αποχαιρετισμούς. Είναι από τα λίγα πράγματα που δεν αντέχω. Ειδικά όταν είναι για πολύ ή ακόμη και για πάντα...
Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα χρόνια γνωρίζω τη Μαρία. Σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μαζί μεγαλώσαμε στις διακοπές κι ανταμώναμε τα καλοκαίρια. Άλλες εποχές στην Ελλάδα του 80 και του 90. Ξέγνοιαστες. Disco, rap, Ace of Base και οι ανησυχίες μπορούσαν να περιμένουν. Είχε ο Θεός για εκείνη την Ελλάδα.
Τα χρόνια πέρασαν. Το σχολείο έφυγε. Οι υποχρεώσεις ήρθαν. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Είτε εύκολο είτε δύσκολο. Η Μαρία παιδεύτηκε πολύ όμως τελευταία. Ήταν από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Δεν έχανε την αισιοδοξία της αλλά ο καιρός περνούσε.
Είδε κι απόειδε. Δουλειά καμία. Την πήραν ένα τηλέφωνο πριν κάτι μήνες από μια αγγελία. Απελπισμένη όντας έτρεξε. Αυτό το ντριν την γέμισε ελπίδα. Ο διευθυντής την κράτησε ώρα στο γραφείο του. Στο τέλος της ζήτησε αν μπορούν να κουβεντιάσουν κάπου έξω. Η Μαρία απλά εξαφανίστηκε. Μετά μια άλλη αγγελία. Άλλο κελεπούρι. Οκτώ εννιά ώρες δουλειά για 600 ευρώ και ΟΑΕΕ. Ούτε 300 δηλαδή.
Κι ένα απόγευμα ήρθε η απάντηση από μια εταιρεία στη Ντόχα. Μια απάντηση που την ήθελε και την απευχόταν ταυτόχρονα. Την ήθελε γιατί πια στα 32-33 ο χρόνος κυλά γρήγορα και το τρένο για ορισμένα πράγματα κινδυνεύει να χαθεί. Τη φοβόταν όμως γιατί θα έπρεπε να φύγει από την πατρίδα της και να εγκαταλείψει τους δικούς της.
Η παλιά παρέα ξαναμαζευτήκαμε για την αποχαιρετίσουμε στο αεροδρόμιο. Ευαίσθητη η Μαρία, λύγισε. “Δε θέλω να φύγω ρε παιδιά! Θέλω να μείνω ρε γαμώτο αλλά φεύγει η ζωή μου μέσα από τα χέρια μου”. Τι να της πεις εκείνη την ώρα;
Κατέρρευσε μπροστά μας. Είδαμε και πάθαμε να τη συνεφέρουμε. Στάθηκε στα πόδια της, τσέκαρε το εισιτήριο της και πέρασε την πόρτα μη γυρνώντας να κοιτάξει πίσω μέχρι που δεν τη βλέπαμε πια.
Φύγαμε σκυθρωποί. Ποιος άραγε θα είναι ο επόμενος;
Την ώρα που έβαζα το κλειδί στην πόρτα του αυτοκινήτου, ένα αεροπλάνο απογειωνόταν. Κοντοστάθηκα. Ήταν σα να βλέπω τη Μαρία να φεύγει και μαζί με τη Μαρία ήταν σα να έβλεπα την Ελλάδα…