αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή
σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα
παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή
και...
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει
και ξέχασαν για πάντα τη ζωή
μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και ρωμιοί
και
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή
/----------/
Έχω την εντύπωσις ότι πρόκειται για το πιο όμορφο άσμα του τεραστίου Βασίλη Τσιτσάνη ή Τσίλα για τα φιλαράκια του, ή Βλάχου λόγω καταγωγής για τη φάρα. Και λέγω όχι μόνον το ομορφότερο, μαζί με το άλλο ,το απόλυτο μπλουζ όλου του κόσμου ,την Συννεφιασμένη Κυριακή, αλλά κι ένα απ τα ωραιότερα άσματα της Ελληνικής μουσικής και όχι μόνον.
Αυτό το τρίλεπτο αριστούργημα ,χασάπικο αργό του 1938, σε πρώτη εκτέλεσις με τον Στράτο και τον Στελλάκη Περπινιάδη που νομίζω είναι και η καλυτέρα, της προκατοχικής και πιό δημιουργικής του περίοδος , γραμμένο στη Σαλονίκη όπου ο συνθέτης υπερετούσε στο Τάγμα Τελεγραφητών και στη συνέχεια ως και το 46 διέμεινε στην πόλις ,άνοιξε μάλιστα και κατέστημα,ουζερί ,στην Παύλου Μελά,(Πληροφορίαι στο εξαίρετο βιβλίο του κ. Γ. Σκαμπαρδώνη ''Ουζερί Τσιτσάνης"".
Το εν λόγω άσμα ομιλάει για τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός φίλου και συμμαθητή του(Λάκης) για μια κοπέλα ονόματι Ελίζα, Αθηναίησσα ,πλούσια και όμορφη''σωστή καλονή'' ως έλεγε κι ο Βλάχος.
Ας αφήκουμε την αφήγησις του περιστατικού στον κ. Δημήτρη Γ. Γιοβανόπουλο φοιτητή στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και στο λαμπρό άρθρο του στο μπλογκ Ρουμπλούκι απ οπου και το αναδημοσιεύω, άνευ ερώτηξις και με το μπαρδόν.
''Όπως είναι γνωστό τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη δεν είναι απλά στιχάκια της στιγμής. Είναι ο πόνος ή η χαρά που μπορεί να ένιωσε ή να κατάλαβε ότι κάποιος άλλος ένιωσε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα ερωτικό και κανταδόρικο τραγούδι του 1938 με τον τίτλο «Αρχόντισσα». Αυτό το τραγούδι περιγράφει τον ανεκπλήρωτο έρωτα ένός φίλου και συμμαθητή του για μία πλούσια και όμορφη κοπέλα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και παρουσιάζει την τραγική ιστορία αυτής της κοπέλας που τελείωσε με τον θάνατό της σε ηλικία περίπου 30 ετών.
Κατά το έτος 1938 ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου με άδεια πήγαινε στην Αθήνα μόνο για να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια του. Σε ένα από τα ταξίδια του, θα συναντηθεί με τον παλιό φίλο και συμμαθητή του από τα Τρίκαλα, ονόματι Λάκης. Μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Λάκης του ζήτησε να πάει μαζί του σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου και θα συναντούσε μία κοπέλα, την Ελίζα. Ο Τσιτσάνης πράγματι πήγε και γνώρισε την κοπέλα. «Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα με μαύρα μαλλιά. Όταν ο Λάκης έφυγε για λίγο μου έδωσε σε ένα χαρτάκι και μου είπε να πάω την επομένη να τη συναντήσω στο σπίτι της. Ο Λάκης την κοιτούσε σαν τρελός αλλά αυτή όχι μόνο δεν ανταποκρίνονταν αλλά από ότι κατάλαβα της φαινόταν βαρετή η συνάντηση με αυτόν. Κάποια στιγμή μου είπε: Βασίλη εγώ δεν θα ερωτευτώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Κάθε βράδυ τον έχω δίπλα μου, κλαίμε και γελάμε μαζί μοιραζόμαστε τον πόνο μαζί. Έπειτα γύρισε στο Λάκη και είπε: Τι περιμένεις από εμένα άνθρωπέ μου, να σου δώσω ελεημοσύνη; Αν οι συναντήσεις μας σου έγιναν έμμονη ιδέα εγώ δεν φταίω σε κάτι. Έπειτα μου είπε: Εγώ Βασίλη δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Αυτή η τελευταία της φράση δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως το μόνο που θυμάται από εκείνη τη μέρα ήταν την κοπέλα να φεύγει και τον Λάκη να ακουμπά με τα χέρια του το κεφάλι και να είναι απαρηγόρητος.
Την επόμενη μέρα ο Τσιτσάνης πήγε στο σπίτι της κοπέλας με σκοπό να μάθει τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια που είπε στην πρώτη τους συνάντηση. «Πήγα στη διεύθυνση και είδα ένα μεγάλο αρχοντικό. Στην αρχή πίστεψα ότι η διεύθυνση δεν ίσχυε. Αφού έκανα μερικές βόλτες για να σιγουρευτώ ότι όντως ήταν αυτό το σπίτι, άκουσα κάποια κοπέλα να μου φωνάζει να περάσω μέσα και ότι η Ελίζα με περίμενε. Μπήκα σαστισμένος με τον νου μου να επεξεργάζεται τα λόγια της και να προσπαθεί να τα ερμηνεύσει. Βρήκα την Ελίζα να κάθεται στο σαλόνι και μόλις με είδε σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Αφού μιλήσαμε για αρκετή ώρα, της ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε όταν είπε ότι κάθε βράδυ τον έχει δίπλα της. Με πήρε και με πήγε στο δωμάτιό της και πίσω από μία κουρτίνα μου έδειξε μία προτομή, που δεν θυμάμαι αν ήταν γύψινη ή μαρμάρινη, και ένα μεγάλο κάδρο. Τον βλέπεις Βασίλη; Αυτός είναι ο άγγελός μου (Άγγελος ήταν το όνομά του άνδρα της), κάθε βράδυ είναι δίπλα μου, γελάμε και κλαίμε μαζί. Μου αφηγήθηκε το πόσο ευτυχισμένη ήταν όταν παντρεύτηκαν αλλά και τον τραγικό θάνατό του όταν πήγαν για μπάνιο και αυτός έπεσε από κάτι βράχια. Όταν είπε αυτή την ιστορία, το πρόσωπό της άρχισε να κάνει κάτι ανατριχιαστικές συσπάσεις ενώ το σώμα της κουνιόταν σαν το φίδι. Εγώ προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντάς της ότι θα γράψω τραγούδια γι' αυτήν και ότι η ζωή της θα αλλάξει Μάταια όμως. Φώναξα έναν αστυνομικό και αυτός κάλεσε ένα ασθενοφόρο για να την πάρει. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η κουβέντα του ενός γιατρού που ήρθε μαζί. Συνηθισμένη ιστορία. Αυτή η φράση με τσάκισε».
Μόλις το ασθενοφόρο έφυγε, ο Βασίλης Τσιτσάνης κατευθύνθηκε συγκλονισμένος για το σπίτι του. Όμως στο μυαλό του άρχισε να πλάθει ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που μετέπειτα θα συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα. Μετά από κάποιες μέρες γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τον περίμενε το πειθαρχείο καθότι παραβίασε την άδεια που του είχε δοθεί. Εκεί άρχισε να δημιουργεί το τραγούδι, μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του την Ελίζα και την τραγική της κατάσταση. Προσπαθούσε να βρει ένα δίστιχο και στη συνέχεια μία μελωδία που να ταιριάζει έστω σε αυτό. Το αρχικό του πρόβλημα όμως ήταν ο τίτλος. Η λέξη «Αρχοντοπούλα» δεν του φαινόταν καλή και τελικά κατέληξε στον τίτλο «Αρχόντισσα».
Το τραγούδι άργησε να ετοιμαστεί. Δεν άργησε όμως να γίνει επιτυχία όταν γραμμοφωνήθηκε στην Columbia. Ο Τσιτσάνης συναντήθηκε άλλη μια φορά με την Ελίζα και συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε δίσκος του που να μην τον είχε η Ελίζα. Το τραγούδι συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. «Η επιτυχία της ήταν τέτοια που δεν την φανταζόμουνα καμιά φορά. Όλες οι λατέρνες, οι ρομβίες, από το Κολωνάκι μέχρι την τελευταία γειτονιά, παίζαν την Αρχόντισσα».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης συναντήθηκε και τρίτη φορά με την Ελίζα στο σπίτι της, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η υγεία της κλονίζονταν συνεχώς. Οι γιατροί της χορηγούσαν υπνωτικά χάπια τα οποία την εξαντλούσαν συνεχώς. Κατέληξε αλκοολική και τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της και έβριζε τους Γερμανούς με αποτέλεσμα ένας να την εκτελέσει επί τόπου το 1941. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο έφυγες από τη ζωή.
Ο Τσιτσάνης έμαθε το συμβάν περίπου 7 χρόνια από τον θάνατό της, καθότι υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο, έπειτα από τηλεφώνημα στο σπίτι της Ελίζας. «Πολλά χρόνια αργότερα, το 1973, ήμουν σε ένα μαγαζί για να αγοράσω πουκάμισα όταν ήρθε ένας κύριος και με ρώτησε αν είμαι ο Κύριος Τσιτσάνης. Του είπα ότι είμαι ο Βασίλης Τσιτσάνης και αυτός αμέσως με αγκάλιασε και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της Ελίζας. Πελάγωσα. Ήταν αυτός που είχε απαντήσει το 1948 στο τηλέφωνο και μου είπε για το θάνατο της Ελίζας. Έχουμε κάποια επαφή από τότε»
Το 1982 ο Λάκης επισκέφτηκε τον Βασίλη Τσιτσάνη τον οποίο είχε να δει 42 ολόκληρα χρόνια. «Φυσικά και δεν ανέφερα τίποτα για το θέμα της Ελίζας γιατί από ότι κατάλαβα τον πείραζε ακόμα. Το κατάλαβα όταν τραγούδησα την Αρχόντισσα και αυτός έσκυψε το κεφάλι του. Ήταν μια πραγματικά συγκλονιστική σκηνή για εμένα».Ο Λάκης έζησε λοιπόν με τον πόνο της απόρριψης της Ελίζας, μία πληγή που δεν επουλώθηκε ποτέ όπως διαβεβαιώνει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το 1938 η Ελίζα είπε στον Βασίλη Τσιτσάνη ότι δεν θα φύγει ποτέ από τη ζωή του. Και δεν έφυγε.''
Υπαρχει μια ακόμη καταγραφή των παραπάνω στο βιβλίο του κ Κ. Χατζηδουλή ''Αρχόντισσα'' απ το οποίον και η φωτογραφία, να πούμε
Αυτά καθ ότι άλλα τινά δεν έχει να προσθέσει επί του θέματος η μετριότητά μου .
Καλή ανάστασις ντερβίσια σε ούλα τα επίπεδα.
Μήτσος ο Τούφας
Πόσες καρδούλες έχουν μαραζώσει
και ξέχασαν για πάντα τη ζωή
μπροστά στ’ αρχοντικά σου τα στολίδια
σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και ρωμιοί
και
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ
φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή
/----------/
Έχω την εντύπωσις ότι πρόκειται για το πιο όμορφο άσμα του τεραστίου Βασίλη Τσιτσάνη ή Τσίλα για τα φιλαράκια του, ή Βλάχου λόγω καταγωγής για τη φάρα. Και λέγω όχι μόνον το ομορφότερο, μαζί με το άλλο ,το απόλυτο μπλουζ όλου του κόσμου ,την Συννεφιασμένη Κυριακή, αλλά κι ένα απ τα ωραιότερα άσματα της Ελληνικής μουσικής και όχι μόνον.
Αυτό το τρίλεπτο αριστούργημα ,χασάπικο αργό του 1938, σε πρώτη εκτέλεσις με τον Στράτο και τον Στελλάκη Περπινιάδη που νομίζω είναι και η καλυτέρα, της προκατοχικής και πιό δημιουργικής του περίοδος , γραμμένο στη Σαλονίκη όπου ο συνθέτης υπερετούσε στο Τάγμα Τελεγραφητών και στη συνέχεια ως και το 46 διέμεινε στην πόλις ,άνοιξε μάλιστα και κατέστημα,ουζερί ,στην Παύλου Μελά,(Πληροφορίαι στο εξαίρετο βιβλίο του κ. Γ. Σκαμπαρδώνη ''Ουζερί Τσιτσάνης"".
Το εν λόγω άσμα ομιλάει για τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός φίλου και συμμαθητή του(Λάκης) για μια κοπέλα ονόματι Ελίζα, Αθηναίησσα ,πλούσια και όμορφη''σωστή καλονή'' ως έλεγε κι ο Βλάχος.
Ας αφήκουμε την αφήγησις του περιστατικού στον κ. Δημήτρη Γ. Γιοβανόπουλο φοιτητή στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και στο λαμπρό άρθρο του στο μπλογκ Ρουμπλούκι απ οπου και το αναδημοσιεύω, άνευ ερώτηξις και με το μπαρδόν.
''Όπως είναι γνωστό τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη δεν είναι απλά στιχάκια της στιγμής. Είναι ο πόνος ή η χαρά που μπορεί να ένιωσε ή να κατάλαβε ότι κάποιος άλλος ένιωσε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένα ερωτικό και κανταδόρικο τραγούδι του 1938 με τον τίτλο «Αρχόντισσα». Αυτό το τραγούδι περιγράφει τον ανεκπλήρωτο έρωτα ένός φίλου και συμμαθητή του για μία πλούσια και όμορφη κοπέλα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και παρουσιάζει την τραγική ιστορία αυτής της κοπέλας που τελείωσε με τον θάνατό της σε ηλικία περίπου 30 ετών.
Κατά το έτος 1938 ο Βασίλης Τσιτσάνης υπηρετούσε στο Τάγμα Τηλεγραφητών της Θεσσαλονίκης. Δεν ήταν λίγες οι φορές όπου με άδεια πήγαινε στην Αθήνα μόνο για να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια του. Σε ένα από τα ταξίδια του, θα συναντηθεί με τον παλιό φίλο και συμμαθητή του από τα Τρίκαλα, ονόματι Λάκης. Μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Λάκης του ζήτησε να πάει μαζί του σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου και θα συναντούσε μία κοπέλα, την Ελίζα. Ο Τσιτσάνης πράγματι πήγε και γνώρισε την κοπέλα. «Ήταν μία πανέμορφη κοπέλα με μαύρα μαλλιά. Όταν ο Λάκης έφυγε για λίγο μου έδωσε σε ένα χαρτάκι και μου είπε να πάω την επομένη να τη συναντήσω στο σπίτι της. Ο Λάκης την κοιτούσε σαν τρελός αλλά αυτή όχι μόνο δεν ανταποκρίνονταν αλλά από ότι κατάλαβα της φαινόταν βαρετή η συνάντηση με αυτόν. Κάποια στιγμή μου είπε: Βασίλη εγώ δεν θα ερωτευτώ ποτέ ξανά στη ζωή μου. Κάθε βράδυ τον έχω δίπλα μου, κλαίμε και γελάμε μαζί μοιραζόμαστε τον πόνο μαζί. Έπειτα γύρισε στο Λάκη και είπε: Τι περιμένεις από εμένα άνθρωπέ μου, να σου δώσω ελεημοσύνη; Αν οι συναντήσεις μας σου έγιναν έμμονη ιδέα εγώ δεν φταίω σε κάτι. Έπειτα μου είπε: Εγώ Βασίλη δεν θα φύγω ποτέ από τη ζωή σου». Αυτή η τελευταία της φράση δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως το μόνο που θυμάται από εκείνη τη μέρα ήταν την κοπέλα να φεύγει και τον Λάκη να ακουμπά με τα χέρια του το κεφάλι και να είναι απαρηγόρητος.
Την επόμενη μέρα ο Τσιτσάνης πήγε στο σπίτι της κοπέλας με σκοπό να μάθει τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια που είπε στην πρώτη τους συνάντηση. «Πήγα στη διεύθυνση και είδα ένα μεγάλο αρχοντικό. Στην αρχή πίστεψα ότι η διεύθυνση δεν ίσχυε. Αφού έκανα μερικές βόλτες για να σιγουρευτώ ότι όντως ήταν αυτό το σπίτι, άκουσα κάποια κοπέλα να μου φωνάζει να περάσω μέσα και ότι η Ελίζα με περίμενε. Μπήκα σαστισμένος με τον νου μου να επεξεργάζεται τα λόγια της και να προσπαθεί να τα ερμηνεύσει. Βρήκα την Ελίζα να κάθεται στο σαλόνι και μόλις με είδε σηκώθηκε για να με χαιρετίσει. Αφού μιλήσαμε για αρκετή ώρα, της ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε όταν είπε ότι κάθε βράδυ τον έχει δίπλα της. Με πήρε και με πήγε στο δωμάτιό της και πίσω από μία κουρτίνα μου έδειξε μία προτομή, που δεν θυμάμαι αν ήταν γύψινη ή μαρμάρινη, και ένα μεγάλο κάδρο. Τον βλέπεις Βασίλη; Αυτός είναι ο άγγελός μου (Άγγελος ήταν το όνομά του άνδρα της), κάθε βράδυ είναι δίπλα μου, γελάμε και κλαίμε μαζί. Μου αφηγήθηκε το πόσο ευτυχισμένη ήταν όταν παντρεύτηκαν αλλά και τον τραγικό θάνατό του όταν πήγαν για μπάνιο και αυτός έπεσε από κάτι βράχια. Όταν είπε αυτή την ιστορία, το πρόσωπό της άρχισε να κάνει κάτι ανατριχιαστικές συσπάσεις ενώ το σώμα της κουνιόταν σαν το φίδι. Εγώ προσπάθησα να την ηρεμήσω λέγοντάς της ότι θα γράψω τραγούδια γι' αυτήν και ότι η ζωή της θα αλλάξει Μάταια όμως. Φώναξα έναν αστυνομικό και αυτός κάλεσε ένα ασθενοφόρο για να την πάρει. Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν η κουβέντα του ενός γιατρού που ήρθε μαζί. Συνηθισμένη ιστορία. Αυτή η φράση με τσάκισε».
Μόλις το ασθενοφόρο έφυγε, ο Βασίλης Τσιτσάνης κατευθύνθηκε συγκλονισμένος για το σπίτι του. Όμως στο μυαλό του άρχισε να πλάθει ένα τραγούδι, ένα τραγούδι που μετέπειτα θα συγκλόνιζε όλη την Ελλάδα. Μετά από κάποιες μέρες γύρισε στη Θεσσαλονίκη όπου τον περίμενε το πειθαρχείο καθότι παραβίασε την άδεια που του είχε δοθεί. Εκεί άρχισε να δημιουργεί το τραγούδι, μη μπορώντας να βγάλει από το μυαλό του την Ελίζα και την τραγική της κατάσταση. Προσπαθούσε να βρει ένα δίστιχο και στη συνέχεια μία μελωδία που να ταιριάζει έστω σε αυτό. Το αρχικό του πρόβλημα όμως ήταν ο τίτλος. Η λέξη «Αρχοντοπούλα» δεν του φαινόταν καλή και τελικά κατέληξε στον τίτλο «Αρχόντισσα».
Το τραγούδι άργησε να ετοιμαστεί. Δεν άργησε όμως να γίνει επιτυχία όταν γραμμοφωνήθηκε στην Columbia. Ο Τσιτσάνης συναντήθηκε άλλη μια φορά με την Ελίζα και συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε δίσκος του που να μην τον είχε η Ελίζα. Το τραγούδι συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. «Η επιτυχία της ήταν τέτοια που δεν την φανταζόμουνα καμιά φορά. Όλες οι λατέρνες, οι ρομβίες, από το Κολωνάκι μέχρι την τελευταία γειτονιά, παίζαν την Αρχόντισσα».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης συναντήθηκε και τρίτη φορά με την Ελίζα στο σπίτι της, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η υγεία της κλονίζονταν συνεχώς. Οι γιατροί της χορηγούσαν υπνωτικά χάπια τα οποία την εξαντλούσαν συνεχώς. Κατέληξε αλκοολική και τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της και έβριζε τους Γερμανούς με αποτέλεσμα ένας να την εκτελέσει επί τόπου το 1941. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο έφυγες από τη ζωή.
Ο Τσιτσάνης έμαθε το συμβάν περίπου 7 χρόνια από τον θάνατό της, καθότι υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο, έπειτα από τηλεφώνημα στο σπίτι της Ελίζας. «Πολλά χρόνια αργότερα, το 1973, ήμουν σε ένα μαγαζί για να αγοράσω πουκάμισα όταν ήρθε ένας κύριος και με ρώτησε αν είμαι ο Κύριος Τσιτσάνης. Του είπα ότι είμαι ο Βασίλης Τσιτσάνης και αυτός αμέσως με αγκάλιασε και μου είπε ότι είναι ο αδερφός της Ελίζας. Πελάγωσα. Ήταν αυτός που είχε απαντήσει το 1948 στο τηλέφωνο και μου είπε για το θάνατο της Ελίζας. Έχουμε κάποια επαφή από τότε»
Το 1982 ο Λάκης επισκέφτηκε τον Βασίλη Τσιτσάνη τον οποίο είχε να δει 42 ολόκληρα χρόνια. «Φυσικά και δεν ανέφερα τίποτα για το θέμα της Ελίζας γιατί από ότι κατάλαβα τον πείραζε ακόμα. Το κατάλαβα όταν τραγούδησα την Αρχόντισσα και αυτός έσκυψε το κεφάλι του. Ήταν μια πραγματικά συγκλονιστική σκηνή για εμένα».Ο Λάκης έζησε λοιπόν με τον πόνο της απόρριψης της Ελίζας, μία πληγή που δεν επουλώθηκε ποτέ όπως διαβεβαιώνει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το 1938 η Ελίζα είπε στον Βασίλη Τσιτσάνη ότι δεν θα φύγει ποτέ από τη ζωή του. Και δεν έφυγε.''
Υπαρχει μια ακόμη καταγραφή των παραπάνω στο βιβλίο του κ Κ. Χατζηδουλή ''Αρχόντισσα'' απ το οποίον και η φωτογραφία, να πούμε
Αυτά καθ ότι άλλα τινά δεν έχει να προσθέσει επί του θέματος η μετριότητά μου .
Καλή ανάστασις ντερβίσια σε ούλα τα επίπεδα.
Μήτσος ο Τούφας