σε μερική ή ακόμη και πλήρη αποθεραπεία, χάρη στη χρήση βλαστοκυττάρων. Η πειραματική εφαρμογή της μεθόδου σε αυτούς τους ασθενείς έχει ήδη δώσει αναπάντεχα καλά αποτελέσματα που, πιθανότατα, ανοίγουν το δρόμο για τη θεραπεία και χιλιάδων άλλων ασθενών με εγκεφαλικό.
Οι πέντε ασθενείς παρουσίασαν μικρά σημάδια βελτίωσης έπειτα από έγχυση βλαστοκυττάρων στον εγκέφαλό τους. Μάλιστα, ο επικεφαλής του ερευνητικού πρωτοκόλου, καθηγητής Keith Muir από το Ίδρυμα Νευροεπιστήμης & Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, δήλωσε έκπληκτος από τη βελτίωση της κλινικής τους εικόνας, αν και αυτή ήταν ήπια έως μέτρια. Έσπευσε, βέβαια, να επισημάνει ότι δεν είναι σαφές ακόμη εάν αυτή η μικρή βελτίωση οφείλεται αμιγώς στην έγχυση βλαστοκυττάρων στα τμήματα του εγκεφάλου που έχουν υποστεί βλάβη λόγω εγκεφαλικού και ότι θα χρειαστεί να επεκταθεί η έρευνα σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών.
Τα ευρήματα της πειραματικής εφαρμογής θα παρουσιασθούν αναλυτικά στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Εγκεφαλικών, το οποίο αρχίζει αύριο στο Λονδίνο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, έγινε γνωστό ότι όλοι οι ασθενείς είχαν υποστεί εγκεφαλικό τουλάχιστον πρίν από 6 μήνες και, θεωρητικά, είχαν εξαντληθεί τα περιθώρια βελτίωσης της κατάστασής τους. Παρ΄ όλα αυτά, μετά την έγχυση των βλαστοκυττάρων, οι περισσότεροι (5 σε ένα σύνολο 9 ασθενών 60 έως 80 ετών), παρουσίασαν αισθητή βελτίωση. Επιπλέον, δεν σημειώθηκε η παραμικρή παρενέργεια.
Όπως δήλωσε ο δρ Muir, «βλέπουμε ανθρώπους να κινούν τα δάκτυλά τους έπειτα από αρκετά χρόνια πλήρους παραλύσεως και άλλους οι οποίοι κατορθώνουν να περπατήσουν ανεξάρτητοι μέσα στο σπίτι τους ή να αναγνωρίσουν τί συμβαίνει γύρω τους. Οι αλλαγές αυτές, μάλιστα,δεν είναι πρόσκαιρες, αλλά δείχνουν να έχουν διάρκεια». Ακόμη, πάντως, κι αν αποδειχτεί αποτελεσματική η μέθοδος- με επέκταση της έρευνας- θα χρειαστεί να περάσουν μερικά χρόνια μέχρι να αρχίσει η ευρεία εφαρμογή της έγχυσης βλαστοκυττάρων για τη θεραπεία ασθενών με εγκεφαλικό.