Αν και γέννημα-θρέμμα της πόλης, ο Γιάννης Ανυφαντάκης της είπε "αντίο" και στα μέσα του καλοκαιριού του 2010, γύρισε στα Κάτω Σαχτούρια και έγινε ο ένας από τους 17 μόνιμους κατοίκους του ...
οικισμού που άδειασε! Αν του πεις τώρα να επιστρέψει στη γειτονιά του Ρεθύμνου που έζησε τα 47 από τα 49 του χρόνια, θα αρνηθεί και θα προβάλλει και δικαίως την αιτιολογία: «Εδώ βρήκα ησυχία, καθαρό αέρα και τη θέα στο Λιβυκό. Τα άλλα πρέπει να τα γυρέψεις για να τα βρεις…»
Ήταν όμως εύκολο να αλλάξει περιβάλλον και καθημερινότητα; «Η προσαρμογή μου ήταν εύκολη», επισημαίνει. «Τα Κάτω Σαχτούρια, χωριό του πατέρα μου, τα γνώριζα από παιδάκι, γιατί εδώ ερχόμουν τα Σαββατοκύριακα, τις διακοπές του σχολείου και τα καλοκαίρια. Επομένως, το περιβάλλον μου ήταν ήδη γνωστό και αυτό βοήθησε να μην έχω δυσκολίες…»
Πάνω Σαχτούρια
Η πόλη, διαπιστώνει, από ένα σημείο και μετά γίνεται αποκρουστική και σε διώχνει! Γιατί, «τα καλοκαίρια ιδιαίτερα στο σπίτι που έμενα με την οικογένειά μου η κατάσταση, τις νύχτες περισσότερο, ήταν απελπιστική. Ήταν κόλαση! Η ηχορρύπανση από τα κοντινά μαγαζιά, μπαρ και καφετέριες, δεν υποφέρονταν και ύπνο πολλές νύχτες δεν έβλεπα! Πριν τις 2 μετά τα μεσάνυχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μπορούσα να κοιμάμαι δέκα ώρες και όμως σηκωνόμουνα κουρασμένος, ενώ εδώ κοιμάμαι δυο ώρες και είμαι ξεκούραστος. Η διαφορά είναι τεράστια…»
Ο Γιάννης Ανυφαντάκης παρότι «παιδί της πόλης» μπόρεσε να σπάσει ένα ταμπού και οι ανάγκες τον υποχρέωσαν να δοκιμάσει τις αντοχές του στη ζωή του χωριού. Οδηγός φορτηγού σε εργολάβο δημοσίων έργων, είδε την πόρτα εξόδου με άλλους συναδέλφους του, αφού η κρίση χτύπησε αλύπητα την οικοδομή και τα έργα. Ένα χρόνο μετά εργάστηκε ως οδηγός και πάλι, στον τουρισμό όμως με τη λήξη της σεζόν η δουλειά τέλειωσε και τότε είδε ως πλέον συμφέρουσα λύση την επιστροφή στον τόπο του πατέρα του…
ΜΟΝΟ ΚΕΡΔΟΣ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ…
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα χρόνια της κρίσης, τον υποχρέωσαν να δει σφαιρικά το νέο περιβάλλον και τα δεδομένα του: «Τα έξοδα στην πόλη ήταν πολλά και δεν μπορούσα να ζήσω και γυρίζοντας στο χωριό απόφυγα τις σπατάλες. Στερούμαι τη νυχτερινή ζωή της πόλης, αλλά και εδώ δεν είναι κοντά η Αγία Γαλήνη και άλλες περιοχές που έχουν διασκέδαση; Δεν έχω χάσει τίποτα εδώ που ήλθα.
Δούλευα 27 χρόνια οδηγός και δεν έχω μετανιώσει που γύρισα. Η κρίση μας γυρίζει στα χωριά, όμως, τα χωριά είναι ανέτοιμα να δεχτούν τους νέους κατοίκους, γιατί δεν υπήρξε πρόνοια να γίνουν έργα υποδομής. Ένας οικογενειάρχης, λοιπόν, με παιδιά πού και πώς θα μορφώσει τα παιδιά του. Η αλήθεια είναι ότι θέλουν πολλοί νέοι να γυρίσουν, όμως δεν το τολμούν γιατί σκοντάφτουν εκεί που σας είπα…»
Ο καινούριος κάτοικος, είναι σαν να μη έφυγε ποτέ από το χωριό του πατέρα του! Την Αλφά, το χωριό της μάνας του σχεδόν καθόλου ή ελάχιστα το γνωρίζει γιατί ποτέ δεν έζησε εκεί. Σήμερα, όταν βρεθεί στο Ρέθυμνο, την πόλη που γεννήθηκε και ανατράφηκε, για δουλειές, αγωνιά να περάσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα η ώρα για να γυρίσει στα Κάτω Σαχτούρια, τη νέα… μόνιμη πλέον πατρίδα. Είναι ο νεότερος από τους 17 κατοίκους τους, και αυτό δεν τον ενοχλεί…
Ο Γιάννης Ανυφαντάκης παρότι «παιδί της πόλης» μπόρεσε να σπάσει ένα ταμπού και οι ανάγκες τον υποχρέωσαν να δοκιμάσει τις αντοχές του στη ζωή του χωριού. Οδηγός φορτηγού σε εργολάβο δημοσίων έργων, είδε την πόρτα εξόδου με άλλους συναδέλφους του, αφού η κρίση χτύπησε αλύπητα την οικοδομή και τα έργα. Ένα χρόνο μετά εργάστηκε ως οδηγός και πάλι, στον τουρισμό όμως με τη λήξη της σεζόν η δουλειά τέλειωσε και τότε είδε ως πλέον συμφέρουσα λύση την επιστροφή στον τόπο του πατέρα του…
ΜΟΝΟ ΚΕΡΔΟΣ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ…
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα χρόνια της κρίσης, τον υποχρέωσαν να δει σφαιρικά το νέο περιβάλλον και τα δεδομένα του: «Τα έξοδα στην πόλη ήταν πολλά και δεν μπορούσα να ζήσω και γυρίζοντας στο χωριό απόφυγα τις σπατάλες. Στερούμαι τη νυχτερινή ζωή της πόλης, αλλά και εδώ δεν είναι κοντά η Αγία Γαλήνη και άλλες περιοχές που έχουν διασκέδαση; Δεν έχω χάσει τίποτα εδώ που ήλθα.
Δούλευα 27 χρόνια οδηγός και δεν έχω μετανιώσει που γύρισα. Η κρίση μας γυρίζει στα χωριά, όμως, τα χωριά είναι ανέτοιμα να δεχτούν τους νέους κατοίκους, γιατί δεν υπήρξε πρόνοια να γίνουν έργα υποδομής. Ένας οικογενειάρχης, λοιπόν, με παιδιά πού και πώς θα μορφώσει τα παιδιά του. Η αλήθεια είναι ότι θέλουν πολλοί νέοι να γυρίσουν, όμως δεν το τολμούν γιατί σκοντάφτουν εκεί που σας είπα…»
Ο καινούριος κάτοικος, είναι σαν να μη έφυγε ποτέ από το χωριό του πατέρα του! Την Αλφά, το χωριό της μάνας του σχεδόν καθόλου ή ελάχιστα το γνωρίζει γιατί ποτέ δεν έζησε εκεί. Σήμερα, όταν βρεθεί στο Ρέθυμνο, την πόλη που γεννήθηκε και ανατράφηκε, για δουλειές, αγωνιά να περάσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα η ώρα για να γυρίσει στα Κάτω Σαχτούρια, τη νέα… μόνιμη πλέον πατρίδα. Είναι ο νεότερος από τους 17 κατοίκους τους, και αυτό δεν τον ενοχλεί…