Η εφημερίδα New York Times αναφέρει ότι στην έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, το Ταμείο αναγνωρίζει «καίρια λάθη» στο πρώτο δανειακό πρόγραμμα για τη χώρα, το οποίο ανήλθε σε περίπου 143 δισ. δολάρια και τέθηκε σε εφαρμογή το 2010. Όπως επισημαίνεται στα συμπεράσματα της έκθεσης, το ΔΝΤ παρέκαμψε ή παραβίασε τρεις από τους τέσσερις κανόνες του σε σχέση με το δανειακό πρόγραμμα της Ελλάδας, ενώ παράλληλα υποτίμησε σε μεγάλο βαθμό τον αρνητικό αντίκτυπο της λιτότητας στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το πρώτο δάνειο απέτυχε να επαναφέρει την Ελλάδα σε βιώσιμη οδό, καθώς «η εμπιστοσύνη της αγοράς δεν αποκαταστάθηκε, το τραπεζικό σύστημα απώλεσε το 30% των καταθέσεών του και η οικονομία συνάντησε μια πολύ βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, με εξαιρετικά υψηλή ανεργία».
Το 2012, το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι εταίροι του, Κομισιόν και ΕΚΤ, συμφώνησαν σε δεύτερο, μεγαλύτερο δάνειο, που αντιστοιχούσε συνολικά σε περίπου 170 δισ. δολάρια και απαιτούσε την αποδοχή απωλειών τουλάχιστον 50% εκ μέρους των ομολογιούχων του ιδιωτικού τομέα.
Όπως αναφέρει το εν λόγω δημοσίευμα στους New York Times, η έκθεση επισημαίνει ότι το ΔΝΤ υπολόγισε λανθασμένα τον λεγόμενο πολλαπλασιαστή, δηλαδή το αποτέλεσμα που θα είχε στην ευρύτερη οικονομία η προσθήκη ή αφαίρεση ενός δολαρίου από τις κρατικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, το Ταμείο υποτίμησε το μέγεθος αυτού που αποδείχθηκε μια καταστροφική ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η οποία πυροδοτήθηκε εν μέρει από τις μεγάλες περικοπές κρατικών δαπανών και τις φορολογικές αυξήσεις. Τον περασμένο χρόνο, το Ταμείο προέβη σε μια ευρύτερη αναθεώρηση του χρηματοπιστωτικού πολλαπλασιαστή στο πλαίσιο της ύφεσης, προκειμένου να επεξηγήσει για ποιον λόγο υποτίμησε ή υπερεκτίμησε την ανάπτυξη ορισμένων χωρών.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της αποστολής της τρόικας στην Ελλάδα Πολ Τόμσεν, σε τηλεφωνική συνδιάσκεψη με δημοσιογράφους, οι πολλαπλασιαστές τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν στην ουσία οι πολλαπλασιαστές που αντιστοιχούσαν στους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ. Ο κ. Τόμσεν υποστήριξε επίσης ότι άλλοι απρόβλεπτοι παράγοντες συνέβαλαν στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας: μεταξύ αυτών και η εσωτερική πολιτική κρίση στη χώρα, η ανησυχία εντός ΕΕ ότι η χώρα θα εγκαταλείψει το ευρώ, αλλά και η ανησυχία των επενδυτών ότι οι Ευρωπαίοι δεν διέθεταν μια κατάλληλη απάντηση στην κρίση χρέους.
Το αρχικό πρόγραμμα για την Ελλάδα ήταν αναγκαίο και κατάλληλο, συμπεραίνει η έκθεση.
Ωστόσο, τονίζεται στο δημοσίευμα, παρέκαμψε τους κανονισμούς του ΔΝΤ για τα δάνεια προς χρεοκοπημένες χώρες, ενώ ειδικότερα, οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ στάθηκαν «ανίκανοι να εγγυηθούν» ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνειά της μεσοπρόθεσμα. «Τα στελέχη του ΔΝΤ προτίμησαν να προχωρήσουν μπροστά, λόγω του φόβου ότι η μετάδοση της κρίσης από την Ελλάδα σε άλλες χώρες θα απειλούσε την ευρωζώνη και τη διεθνή οικονομία», τονίζει η έκθεση.
Εκ των υστέρων, στην περίπτωση της Ελλάδας, το Ταμείο δεν εφήρμοσε δύο ακόμη εσωτερικά κριτήρια: το να εξακριβώσει ότι η χώρα είχε «καλές προοπτικές για την επανάκτηση της πρόσβασης σε κεφαλαιακές αγορές» και «το να διασφαλίσει ότι διέθετε μια λογικά ισχυρή προοπτική για την επιτυχία των προγραμμάτων, λαμβάνοντας υπόψη θεσμικές και πολιτικές ιδιότητες προκειμένου να αποφανθεί σχετικώς».
Στην έκθεση επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι η τρόικα θα μπορούσε να πιέσει τους Έλληνες ομολογιούχους για «κούρεμα» νωρίτερα, ωστόσο υπήρχε πολιτική αντίθεση για το εν λόγω βήμα. «Η μη αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος δημοσίου χρέους εξαρχής ή νωρίς, κατά την εφαρμογή του προγράμματος, προκάλεσε αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα της ευρωζώνης να επιλύσει την κρίση και ενδεχομένως επιδείνωσε την ύφεση», τονίζεται.
Η έκθεση επίσης αναφέρει ότι η Ελλάδα θα είχε ίσως επωφεληθεί από λιγότερο αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους, ή στόχους με μεγαλύτερο χρονικό πλαίσιο εφαρμογής, αν και αυτό θα απαιτούσε πολλά δισ. ευρώ επιπλέον, μια μη εφικτή πιθανότητα. Το αρχικό ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης κατέληξε τελικώς να λειτουργεί ως μια επιχείρηση εξαγοράς χρόνου για την αποτροπή αρνητικών επιπτώσεων για την Ευρώπη.
Τέλος, το ΔΝΤ εκφράζει επίσης αμφιβολίες για την τρόικα που χρηματοδότησε και διαχειρίστηκε το πρόγραμμα, καθώς «κανείς από τους εταίρους δεν θεωρούσε τη διευθέτηση ως ιδανική και απέτυχαν στην ορθή διανομή εργασιών». Ωστόσο, όπως επεσήμανε ο κ. Τόμσεν, «η άποψη όλων των εμπλεκομένων είναι ότι πρόκειται για τρεις οργανισμούς που δεν διέθεταν ιστορία συνεργασίας κατά τον συγκεκριμένο τρόπο, οπότε (η συνεργασία τους) πήγε απροσδόκητα καλά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να πάει και καλύτερα».
Εξάλλου, η Wall Street Journal, αναφερόμενη στην έκθεση, επισημαίνει ότι το ΔΝΤ προειδοποίησε ότι οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας ενδέχεται να εξετάσουν την επιτάχυνση της ελάφρυνσης του χρέους για τη χώρα.
Όπως αναφέρεται, το δανειακό πρόγραμμα έχει ως στόχο τη μείωση του ελληνικού χρέους στο 124% του ΑΕΠ έως το 2020 και την ουσιαστική μείωσή του κάτω του 110% έως το 2022, ενώ οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης δήλωσαν ότι αναμένουν να αναθεωρήσουν την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους έως τις αρχές του 2014. Ωστόσο, τονίζεται, στην εν λόγω έκθεση το ΔΝΤ δηλώνει ότι αμφισβητείται εάν η Ελλάδα θα είναι ικανή να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, εάν συνεχίσει να διατηρεί μη υγιή ποσοστά χρέους την επόμενη δεκαετία και αυτό, γιατί οι προβλέψεις περί χρέους είναι εξαιρετικά ευαίσθητες σε οποιεσδήποτε καθυστερήσεις, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Η Washington Post, αναφέρεται κυρίως στο εμπιστευτικό έγγραφο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπου αναγνωρίζεται η υποτίμηση των συνεπειών για την ελληνική οικονομία του πρώτου σχεδίου διάσωσης για την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι «αξιοσημείωτες αποτυχίες» αναγνωρίζει το ΔΝΤ σχετικά με το σχέδιο διάσωσης του 2010, καθώς είχε υποτιμηθεί το πλήγμα που θα υφίστατο η ελληνική οικονομία από τη δημοσιονομική λιτότητα, ενώ θα έπρεπε να προβλεφθεί νωρίτερα η διαγραφή του ελληνικού χρέους. Έμφαση δίνεται και στην προβληματική συνεργασία του Ταμείου με τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς σχετικά με το ελληνικό σχέδιο διάσωσης.
Το αποτέλεσμα των εν λόγω «αξιοσημείωτων αδυναμιών» ήταν η βύθιση της χώρας στην ύφεση, με την ανεργία να ανέρχεται στο 27% και την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα.
Η εφημερίδα δημοσιεύει αποσπάσματα από το έγγραφο, υπογραμμίζοντας ότι μολονότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι δεν μπορούσε να αποφευχθεί μια κάποια συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, η έκταση της ύφεσης στην οποία εισήλθε η χώρα προήλθε από μια σειρά λανθασμένων αποφάσεων από το ΔΝΤ και τα υπόλοιπα μέλη της τρόικας.
Το ΔΝΤ είχε εσφαλμένα θεωρήσει ότι οι περικοπές δαπανών από την ελληνική κυβέρνηση θα είχαν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μόλις 0,5%, καθώς η μείωση των κυβερνητικών δαπανών θα αντισταθμίζονταν από την υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα. Με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας ο πολλαπλασιαστής υπολογίζεται σήμερα διπλάσιος. Το ΔΝΤ αποδίδει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ευθύνες σχετικά με την καθυστέρηση στην αναγνώριση της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και της ανάγκης να υπάρξει μια μορφή «κουρέματος».
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, εάν είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα θα ήταν μικρότερο και η ύφεση πολύ πιο περιορισμένη. Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, εάν είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα η αναδιάρθρωση, τις απώλειες θα υφίσταντο περισσότερο οι τράπεζες και όσοι κατείχαν ελληνικό χρέος και λιγότερο ο ελληνικός λαός. Τέλος η έκθεση κάνει αναφορά και στην πολιτική οικονομία της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, καθώς έπρεπε να διασφαλίζει την επιβολή και περισυλλογή των φόρων από τα υψηλά εισοδήματα, προστατεύοντας τα χαμηλά εισοδήματα.
Με αφορμή τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα, ο οικονομολόγος νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του στους New York Times υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια «αξιοπρόσεκτη επίδειξη αυτοκριτικής» εκ μέρους του Ταμείου.
Ωστόσο, τονίζει ο κ. Κρούγκμαν, «για όλους τους οπαδούς του Keynes, εμού συμπεριλαμβανομένου και τα δύο λάθη που αναγνωρίζει το Ταμείο στην έκθεση, την αποτυχία του δηλαδή να αναγνωρίσει εγκαίρως ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει στο ακέραιο τα χρέη της, αλλά και τη μεγάλη υποτίμηση της οικονομικής ζημιάς που η λιτότητα μπορεί να επιφέρει, ήταν εμφανή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο».
Επίσης, αυτό που μπορεί να δηλώσει κανείς είναι ότι το ΔΝΤ στάθηκε καλύτερο από τα υπόλοιπα μέλη της τρόικας, κυρίως συγκριτικά με την ΕΚΤ, αναφέρει ο αρθρογράφος, ενώ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ενταχθεί στο ελληνικό δανειακό πρόγραμμα μια μεγάλη παραγραφή χρέους και να αντικατασταθεί η υπερβολική λιτότητα με ουσιαστική δανειακή βοήθεια από την ΕΚΤ.
imerisia.gr