Στην έρευνα σχετικά με τη «Στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην οικοδόμηση ενιαίας αγοράς για πράσινα προϊόντα», περισσότεροι από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν ακριβότερα τα προϊόντα για τα οποία θα ήταν πεπεισμένοι ότι είναι όντως φιλικά προς το περιβάλλον (77%).
Ωστόσο, μόνο λίγο περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους πολίτες αισθάνονται ότι είναι ενημερωμένοι για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων τα οποία αγοράζουν και χρησιμοποιούν (55%).
Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος Γιάνεζ Ποτότσνικ δήλωσε σχετικά: «Φυσικά όλοι θα θέλαμε να βλέπουμε περισσότερα ‘πράσινα’ προϊόντα στα ράφια, αλλά η έρευνα αυτή δείχνει ότι οι ισχυρισμοί για τον οικολογικό χαρακτήρα των προϊόντων προκαλούν σύγχυση στους περισσότερους από εμάς και, για τον λόγο αυτόν, είμαστε επιφυλακτικοί. Η κατάσταση αυτή δεν ευνοεί τους καταναλωτές, ούτε ανταμείβει τις επιχειρήσεις που κάνουν αληθινές προσπάθειες. Εργαζόμαστε από κοινού με επιχειρήσεις και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς για να συγκεντρώσουμε αξιόπιστες πληροφορίες, τις οποίες αναζητούν οι καταναλωτές όταν αγοράζουν προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό θα συμβάλουμε στην ανάπτυξη αγορών και στη δημιουργία ευκαιριών για καινοτομία και επενδύσεις στην πράσινη οικονομία».
Αναλυτικότερα, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες πιστεύουν ότι όταν αγοράζουν προϊόντα φιλικά προς το παρελθόν μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην προστασία του περιβάλλοντος (89%) και ότι τα προϊόντα αυτά είναι εξίσου αποτελεσματικά με τα κοινά προϊόντα (74%). Περισσότερο πεπεισμένοι ότι τα προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως φιλικά προς το παρελθόν είναι λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον είναι οι Πορτογάλοι (84%), οι Μαλτέζοι (82%), οι Γάλλοι (81%) και οι Βέλγοι (81%). Αντίθετα, σημαντικά πιο επιφυλακτικοί είναι οι Γερμανοί (44%), οι Ρουμάνοι (46%) και οι Ολλανδοί (47%).
Λίγο περισσότεροι από τους μισούς πολίτες της Ένωσης δείχνουν εμπιστοσύνη στους ισχυρισμούς των παραγωγών για τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των προϊόντων τους (52%). Η πλειονότητα όμως των Ευρωπαίων δεν εμπιστεύεται τις δηλώσεις των επιχειρήσεων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις τους (54%). Από τους πολίτες της Ένωσης εκείνοι που θεωρούν περισσότερο ότι οι σχετικές δηλώσεις είναι υπερβολικές ή παραπλανητικές είναι οι Ρουμάνοι (40%), οι Βούλγαροι (40%), οι Έλληνες (39%) και οι Λετονοί (37%), σε αντίθεση με τους Μαλτέζους (17%) και τους Εσθονούς (20%). Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να υποχρεωθούν να δημοσιεύουν στοιχεία για τις συνολικές περιβαλλοντικές επιδόσεις τους, καθώς και για τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές των προϊόντων τους (69%).
Τα δύο τρίτα των πολιτών (66%) σε όλη την ΕΕ, θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα χρήματα για ένα προϊόν εάν η εγγύηση αξιοπιστίας του επεκτεινόταν σε πέντε χρόνια. Επίσης, περισσότεροι από εννέα στους δέκα ερωτηθέντες πιστεύουν ότι θα πρέπει να αναγράφεται στα προϊόντα η αναμενόμενη διάρκεια ζωής τους (92%). Σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες αποφάσισαν τους τελευταίους 12 μήνες να μην επισκευάσουν ένα ελαττωματικό προϊόν επειδή το κόστος της επισκευής ήταν υπερβολικά υψηλό (47%).
Τέλος, ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων πιστεύει ότι δεν είναι ασφαλής η κατανάλωση τροφίμων μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία στην ετικέτα «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από» (45%). Αυτό σημαίνει ότι μεγάλες ποσότητες τροφίμων που θα μπορούσαν ακόμη να καταναλωθούν σπαταλώνται και καταλήγουν στα σκουπίδια καθημερινά. Πάνω από τα τρία τέταρτα των πολιτών στη Σουηδία (81%), την Αυστρία (77%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (77%) πιστεύουν ότι είναι ασφαλές να καταναλώνουν τρόφιμα μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία στην ετικέτα «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από». Την άποψη αυτή συμμερίζονται λιγότεροι από το ένα πέμπτο των πολιτών στη Ρουμανία (14%) και τη Λιθουανία (17%).
express.gr