tromaktiko: Σαπούνια με ζωές ανθρώπων από το Μαουτχάουζεν

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Σαπούνια με ζωές ανθρώπων από το Μαουτχάουζεν



του Μανόλη Παντινάκη
Γυρίζοντας ζωντανός αλλά σαράβαλο στην ψυχή και στο σώμα από την «κρεατομηχανή» του Μαουτχάουζεν ο Δημήτρης Νινιδάκης, ο αγωνιστής Τάκης όπως τον αποκαλούσαν οι πάντες, από τη δημοκρατική οικογένεια των αγωνιστών της...
«κόκκινης» Κοξαρέ Ρεθύμνου, έφερε μαζί του και ένα σάκο γεμάτο με τα βάσανα και την κακοποίηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Είχε μέσα, όμως, και δυο πλάκες σαπούνια με συγκλονιστική προέλευση: Μέσα στα λιπαρά τετράγωνα… καθαρισμού, ήταν οι ζωές κάποιων ανθρώπων που μπήκαν στους φούρνους και έγιναν σαπούνια. Οι φρικτές πλάκες δόθηκαν… πεσκέσι στο Νινιδάκη από τα τέρατα του ναζισμού και τις έφερε μαζί του όταν τον έδιωξαν στη ματωμένη πατρίδα του…

Άφησε το σάκο των αποτροπιαστικών βασανιστηρίων στο πατρικό του σπίτι, τον πήρε η αγαπημένη και πολυβασανισμένη ποικιλότροπα μάνα του Αγγελική που τον έκλαψε όταν τον φόρτωσαν με άλλους συγχωριανούς του και τον έστελναν στη γη της κόλασης, γιατί πίστευε πως το βλαστάρι της δε θα γύριζε ζωντανό, βρήκε τα σαπούνια με τις ψυχές συγκρατούμενων του και απόρησε: -Ίντα ‘ναι αυτές οι πλάκες σαπούνι, κοπέλι μου-, τον ρώτησε. «Είναι το σαπούνι που έκαναν όταν έκαιγαν τους ανθρώπους στους φούρνους και μας το έδιναν για να πλενόμαστε», της απάντησε και τα μάτια του έτρεχαν για πολλή ώρα…
Από τότε και μέχρι το 2003 που έζησε στην Κοξαρέ ο Τάκης Νινιδάκης, δε σταμάτησε να κλαίει. Η ύπαρξή του βουτηγμένη στη φρίκη, το κορμί του γέμισε κάθε μορφής κακοποίηση και σκληρότητα και τα πνευμόνια του σε κάθε κυψέλη τους είχαν σκόνη από την ολοήμερη δουλειά μέχρι θανάτου. Ο Τάκης γύρισε στο χωριό του και κάθε μέρα ζούσε το Μαουτχάουζεν και τις νύχτες είχε μόνιμη παρέα τους εφιάλτες του…

Η χαροκαμένη μάνα, μόλις της αποκάλυψε ο γιός της την προέλευση του σαπουνιού, «κοκάλωσε» σαν να σάλεψε! Πήρε τις πλάκες, πήγε σε ένα κοντινό με το σπίτι της χωράφι, άνοιξε ένα λάκκο, της έθεσε με ευλάβεια μέσα σαν να ενταφίαζε δικούς της ανθρώπους και κάθε απόγεμα άναβε το θυμιατήρι και τις θυμιάτιζε.

Ήταν το ελάχιστο που όφειλε να κάνει απέναντι σε άγνωστους ανθρώπους, ίσως όμως γνωστούς στο παλικάρι της, που τους θυσίασαν με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο στο κολαστήριο των ναζιστών…

Ο ΓΑΛΛΟΣ ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΖΑΚ…

Όλα του τα χρόνια απόφευγε να μιλάει και να θυμάται γιατί τότε έκλαιγε και θρηνούσε τους χιλιάδες στα κρεματόρια. Η κυρία Βιργινία η γυναίκα του μόνο, είχε ακούσει γιατί στον άνθρωπό του εμπιστεύονταν τα πάντα κι ας περνούσαν ώρες για να στεγνώσουν τα μάτια του. Όταν, λοιπόν, τον φέρνει στη θύμησή της, ούτε αυτή μπορεί να κρατηθεί γιατί «ήταν ο θησαυρός» της που «σταυρώθηκε σαν τον Χριστό».

Η σύζυγος του αγωνιστή που υπέστη τα πάνδεινα στο Μάουτχάουζεν, Βιργινία Νινιδάκη σήμερα
Τον πήραν για το στρατόπεδο νέο στα 18 του χρόνια μαζί με τον γέροντα πατέρα του και ο πατέρας του λόγω ηλικίας αφέθηκε ελεύθερος στα σύνορα. Ο Τάκης προχώρησε με χιλιάδες άλλους και κάμποσους συγχωριανούς του στα κάτεργα του θανάτου.

Μαζί του στο Μαουτχάουζεν βρίσκονταν και με το Γάλλο Ζακ Νταρκ, που το 1944 και ’45 εγκλείστηκε και στα στρατόπεδα Μελκ και Έμπεζε. Το 1979 ή 80, ο Κρητικός συναγωνιστής του στην Κοξαρέ έλαβε μια επιστολή από την πόλη Όρλεανς της Γαλλίας που ζούσε και του εξέφραζε για μια ακόμη φορά την ευγνωμοσύνη του γιατί χάρις σε εκείνο ήταν ζωντανός. Όταν πολλά χρόνια μετά τον αναζήτησε η κόρη του Αγγελική Νινιδάκη, ο Ζακ είχε πεθάνει.

Αφηγούνταν για τον Ζακ ο Νινιδάκης ότι όταν ο Γάλλος επιχείρησε να περάσει τα ηλεκτροφόρα καλώδια του στρατοπέδου, εκείνος ήταν που τον τράβηξε από τον θάνατο και έμεινε με αναπηρία στο χέρι. Από τότε ο Ζακ δεν τον ξέχασε ποτέ και σε δεδομένη ευκαιρία επικοινωνούσε με διάφορους τρόπους μαζί του.

Όμως, η πολυτάραχη ζωή του αγωνιστή δεν σταμάτησε στο Μαουτχάουζεν, αλλά συνεχίστηκε και στην Ελλάδα και κλήθηκε να υπηρετήσει τη… θητεία του στη νησίδα εξορίας των αριστερών. Και ενώ με τους τότε νόμους θα γλίτωνε, υπέκυψε στις έντονες παρακλήσεις του αδελφού του Γιάννη που απολύθηκε και ο ίδιος έμεινε στη νησίδα για να… ανανήψει ιδεολογικά και να υποστεί τα όσα απάνθρωπα δέχτηκε.

Τα πέντε αδέλφια της οικογένειας Νινιδάκη. Στην πρώτη σειρά ο Γιάννης, η Ζηνοβία και ο Νίκος και στη δεύτερη στρατιώτες ο Τάκης και ο Σήφης

Όμως δεν ανάνηψε, τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι από τις βασανιστικές μεθόδους του στρατοπέδου, νοσηλεύτηκε για δέκα μήνες σε νοσοκομείο των Αθηνών και επέστρεψε με το… λάφυρο της Μακρονήσου στο χωριό του…

Έμεινε στην Κοξαρέ μέχρι τα 78 του χρόνια που κρατήθηκε στη ζωή, περήφανος για τις θυσίες που «φορτώθηκαν» στην ψυχή και στο βασανισμένο του κορμί για να μην προδώσει τις αξίες και τα οράματά του. Άνοιγε κάθε πρωί ως το βράδυ τον καφενέ του για να σερβίρει αμίλητος τον καφέ ή τη ρακή στους συγχωριανούς του. Ίσως να σκέφτονταν και να έκλαιγε η τυραννισμένη του ψυχή! Δεν μίλησε ποτέ και έφυγε παίρνοντας στο μνήμα που τον σκέπασε, τα μαρτύριά του…

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!