Ο γέρων Εμμανουήλ γεννήθηκε στό Πλωμάριο τῆς Λέσβου τό 1918. ῏Ητο ἕνας ἀπό τά 13 παιδιά τῶν εὐσεβεστάτων γονέων, Δημητρίου καί Χρυσάνθης. Οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν ἤθελον νά εὐχηθοῦν σέ νεονύμφους τοῦ χωριοῦ, τούς ἔλεγον: «Νά ὁμοιάσετε μέ τό ἀνδρόγυνο τοῦ κύρ Δημητροῦ».
Τόσο παροιμιώδης ἦτο ἡ ἀγάπη καί ἀφοσίωσίς τους πρός τόν Θεόν. Κάθε Κυριακή καί μεγάλη ἑορτή, οἱ γονεῖς του ξυπνοῦσαν καί ἑτοίμαζον τά παιδιά τους, μία ὥρα πρίν κτυπήσῃ ἡ καμπάνα γιά τήν ἐκκλησία. ῞Ολα τά παιδιά, πηγαίνοντας εἰς τήν ἐκκλησία, ἐσχημάτιζον εἰς τόν δρόμο μία ἁλυσίδα. διότι περπατοῦσαν πιασμένα χέρι-χέρι, ὅπως τά συμβούλευεν ἡ μητέρα τους.
Οὐδέποτε ἄφηναν τίς νηστεῖες καί τίς καθιερωμένες κατ᾿ οἶκον προσευχές. Κεριά, λιβάνι πρόσφορα καί ἄλλα δῶρα γιά τήν ἐκκλησία οὐδέποτε ξεχνοῦσαν νά προσφέρουν.
-Γέρο Ἐμμανουήλ, πῶς ἀποφασίσατε νά γίνετε Μοναχός;
-Μία περίοδο ζοῦσα μέ τά ὑπόλοιπα ἀφιερωμένα ἀδέλφια μου στήν Ἀθήνα, κοντά στήν ῾Αγία Αἰκατερίνη τῆς Πλάκας. Ἐπικεφαλῆς ὁ κληρικός ἀδελφός μου, εἶχε ἐπιβάλει στό σπίτι μας καλογερικό πρόγραμμα. Ἐγώ ἀσυνήθιστος ἀκόμη σέ τέτοια περιορισμένα προγράμματα, ἐπέστρεφα τό βράδυ εἰς τό σπίτι στίς 10 ἡ ὥρα.
Μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀδελφός μου:
«Ἀδελφέ μου δέν ἠμπορεῖς νά ἔρχεσαι στό σπίτι, μετά τίς 10. Ἐδῶ εἴπαμε ὅλοι νά καλογερέψωμε μαζί μέ τίς ἀδελφές μας. Ποῦ εἶναι τό Ἀπόδειπνο γιά σένα, ποῦ εἶναι οἱ μετάνοιες καί τά κομβοσχοίνια σου; Λοιπόν ἀποφάσισε, τί ζωή θέλεις νά κάνῃς; Σοῦ δίδω περιθώριο ἕξι μῆνες. Ἐάν θέλῃς γυναῖκα νά σέ ὑπανδρεύσωμεν, ἐάν ὄχι, θ᾿ ἀκολουθήσῃς τήν ζωή τῆς ἐγκρατείας ὅπως καί ἐμεῖς».
Ἐγώ ἀφοῦ προσευχήθηκα καί σκέφθηκα πολύ, τελικά ἀπεφάσισα νά ἀκολουθήσῳ τά ἀδέλφια μου. Εἶπα στόν ἀδελφό μου τήν ἀπόφασίν μου, καί ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἀμέσως βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, μέ δίδαξε τό κομβοσχοίνιο καί τίς Ἀκολουθίες τοῦ 24ώρου, κι ἔτσι μπῆκα καί ἐγώ στό δικό τους πρόγραμμα.
Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος μέ διάβασε ρασοφόρο Μοναχό, ἦτο ὁ μακαριστός παπᾶ Ἐλπίδιος, ἀδελφός τοῦ ἁγίου ῾Οσιομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ ῾Ιεροσολυμίτου, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο παραμένει ἀδιάφθορο ἀπό τότε ὅπου ἀνακομίσθη ἐκ τοῦ τάφου του. Αὐτός ὁ Γέροντάς μου, ἦτο τότε ἐφημέριος στό Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Ἀφ᾿ ὅτου ἐπῆρα μειωμένη τήν σύνταξίν μου ἀπό τήν ἐργασία μου, ἔφυγα μέ τόν Γέροντά μου καί ἤλθαμε εἰς τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐπήραμε τό κελλί «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» στήν Νέα Σκήτη. Μαζί του ἔζησα περίπου 10 χρόνια. ῾Ο ἴδιος, λόγῳ ἐγκεφαλικοῦ έπεισοδίου, μετέβη στήν Ἀθήνα, ἀλλά δέν ἐπέστρεψε. Ἐκοιμήθη ἐκεῖ καί ἐτάφη στήν ῾Ιερά Μονή ῾Αγίας Τριάδος Ἀττικῆς. Ἐπρόκειτο περί ἁγίου ἀνθρώπου. Κι αὐτό φαίνεται ἀκόμη ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔδωσε ἐντολή νά μήν ἀνοίξουν τόν τάφο του. Μετά ταῦτα, ἐγώ ἐπῆρα στήν ἰδίαν Σκήτη τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, ὅπου παρέμεινα μέχρι τό 1995, ὁπότε ἦλθα ἐδῶ στήν Ἱερά Μονή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου.
-Σᾶς ἔχουν συμπαρασταθῆ, Γέροντα, οἱ ῞Αγιοι στήν ζωήν σας;
-Οἱ ῞Αγιοι, ἀδελφέ μου, εἶναι οἱ μεγάλοι μας ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Νά τούς κυνηγᾶμε διατί τούς ἔχουμε ἀνάγκη. Περιμένουν καί αὐτοί νά τούς παρακαλέσωμε, γιά νά μᾶς ἐπισκιάσουν μέ τήν Χάριν τους. Ἐγώ ἐάν ἀξιωθῶ καί πάω ἐπάνω (στόν Παράδεισο), φοβοῦμε μήπως μοῦ εἰπῆ ὁ Κύριος: «Καλά, εὐλογημένε, ἐμένα μέ παραμελοῦσες, τοὐλάχιστον τούς ῾Αγίους μου δέν ἐτίμησες;».
῞Ολοι οἱ ῞Αγιοι, εἶναι πρόθυμοι νά μᾶς βοηθήσουν.
Ἐγώ κάποτε, ὡς Μοναχός θυμᾶμαι, ἤμουν πολύ ἄρρωστος. ῎Επρεπε νά κάνω μία ἐγχείρησι στήν καροτίδα. Οἱ ἰατροί μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν δέν τήν κάνω, θά τελειώσω τήν ζωήν μου σέ ὀλίγες ἡμέρες. Ἐάν θά τήν κάνω, θά συμβοῦν δύο πράγματα· ἤ θά πεθάνω ἐπάνω εἰς τήν ἐγχείρησι, ἤ θά παραμείνω «φυτό».
Εἶπα στόν ἑαυτόν μου, ὅτι ἐκείνη τήν νύκτα θά κάνω ἀγρυπνία, νά παρακαλέσω τόν Χριστό, τούς ῾Αγίους μας, νά μέ πληροφορήσουν τί πρέπει νά κάνω.
Προσευχόμουν ὄρθιος ἐπί ἀρκετές ὧρες. Κουράσθηκα κάι κάθισα λίγο νά ξεκουρασθῶ. Τότε μέ πῆρε ὁ ὕπνος καί εἶδα τό ἑξῆς ὄνειρο.
Εἶδα ὅτι εὑρισκόμουν σέ μία ἐκκλησία.
Στό τέμπλο τῆς ὁποίας οἱ ῞Αγιοι ἦσαν διαστάσεων τριῶν μέτρων καί φάρδους δύο μέτρων. Μέ θαυμασμό ἔβλεπα, ὅτι τά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ, καί τῆς Παναγίας, ἦσαν ζωντανά, δηλαδή ἐστέκοντο ἐκεῖ ὡς ζωντανοί ἄνθρωποι. Ἐπλησίασα στόν Χριστό, τοῦ ἔβαλα τρεῖς μετάνοιες, καί τοῦ εἶπα· «Πές μου Δέσποτα Χριστέ μου, εἶναι θέλημά σου νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ ὄχι;»
Ἐκεῖνος μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ.
Μετά ἐπῆγα δίπλα στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στεκόταν σοβαρή, ὁλόσωμη καί μέ ἐκύτταζε. Τῆς εἶπα: «Παναγία μου, ἐσύ εἶσαι ἡ ἐγγυήτριά μου στόν Χριστό γιά τήν σωτηρία μου. Σέ παρακαλῶ, πές μου τί νά κάνω;» Καί ἐκείνη μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ.
Τότε ἀναρωτήθηκα εἰς τόν ὕπνο μου: «Σέ ποῖον ῞Αγιο ἄρα γε νά εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ ἐκκλησία;». Κυττάζω δίπλα, καί τί βλέπω; Τόν ῞Αγιο Μηνᾶ. Αὐτόν τόν ῞Αγιο τόν εὐλαβούμην ἀπό χρόνια καί τόν αἰσθανόμουν στενό φίλο καί σύντροφό μου σέ κάθε δυσκολία μου.
῞Οταν τόν εἶδα τοῦ εἶπα: «῞Αγιε Μηνᾶ μου, ἐδῶ εἶσαι καί δέν μοῦ μιλᾶς; Εἶσαι ἡ τελευταία μου ἐλπίδα. Σέ παρακαλῶ μή παραβλέψῃς τόν πόνο μου καί τήν δυσκολία πού μέ βρῆκε. Πές μου καθαρά, μέ ἕνα ναί ἤ ἕνα ὄχι, διατί καί ἀγράμματος καί χονδροκέφαλος εἶμαι. Νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ νά μή γίνῃ;».
Τότε εἶδα μέ χρυσᾶ γράμματα μήκους ἑνός μέτρου μπροστά εἰς τό σῶμα τοῦ ῾Αγίου τρία γράμματα «Ναί».
῎Αρχισα νά κλαίω ἀπό τήν χαρά μου, νά κάνω προσευχές εὐχαριστίας καί νά τρέχω πλέον στούς ἰατρούς, νά τούς εἰπῶ, ὅτι ἐπιθυμῶ νά κάνω τήν ἐγχείρησι.
῎Εγινε ἡ ἐγχείρησις, χωρίς κανένα πρόβλημα, καί ἐπέστρεψα στό κελλίον μου. Δόξα σοι ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Μηνᾶς, βοήθειά μας νά εἶναι πάντοτε.
-Ἐπειδή κατάγεσθε ἀπό τήν Λέσβο, ὅπου τό 1959-60 ἔκαναν τίς ἐμφανίσεις τους οἱ τρεῖς νεοφανεῖς ῞Αγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος καί Εἰρήνη, ἡ ὁσιομάρτυς Ὀλυμπία καί ἄλλοι Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας, εἴδατε ἐσεῖς κάποτε κάποιον ἀπ᾿ αὐτούς τούς ῾Αγίους;
-Καί βέβαια τούς ἔχω ἰδεῖ. ῾Η ἀδελφή μου ἡ Βασιλική, ὅπως σοῦ εἶπα, δέν ἔγινε Μοναχή, διότι δέν ἐπρόλαβε. Γηροκομοῦσε τόν πατέρα μας μέχρι τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1965. ῎Ηλπιζε καί περίμενε μετά τήν κοίμησιν τοῦ πατέρα μας, νά πάῃ καί αὐτή σέ Μοναστήρι.
Δέν ἐπρόλαβε ὅμως γιατί ἐκοιμήθη καί αὐτή μετά ἀπό τρεῖς μῆνες. Περισσότερα γι᾿ αὐτήν, θά εἰποῦμε παρακάτω.
Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε, ὅτι φεύγῃ ἀπό Ἀθήνα γιά τήν Λέσβο. Θά πάῃ στόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Τῆς εἶπα, ὅτι θέλω νά ἔλθω κι ἐγώ. Πράγματι ἐπήγαμε μαζί. ῏Ηταν ἀπόγευμα ὅταν ἀνηφορίζαμε τόν λόφο τῶν Καρυῶν. Τότε ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε τίποτα, παρά μόνον τό ἀγρόκτημα μέ ἐλαιόδενδρα.
῾Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι κατά παράδοσι συντηρητική, δέν ἐβιάζετο νά βγάλῃ συμπεράσματα, πρίν γίνουν καί ἄλλες ἐμφανίσεις καί θαύματα τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων ἐκείνης τῆς περιοχῆς. Κοιμηθήκαμε ἐκεῖ τρία βράδυα. Τίς νύκτες ἐβλέπαμε μέ τά μάτια μας τούς ῾Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαον καί Εἰρήνη καί ἄλλους σέ ἀπόστασι 40-50 μέτρων.
῾Ο ῞Αγιος Ραφαήλ, ἐφοροῦσε ἄλλοτε τά ράσα του, καί ἔκανε μετάνοιες καί προσευχές, καί ἄλλοτε ἦταν ντυμένος μά τά ἱερατικά του ἄμφια. Ἐμένα δέν μοῦ ομίλησε, ἀλλά μέ τήν ἀδελφή μου τήν Βασιλική ὡμιλοῦσε τακτικά.
Κάθε πρωῒ πού θά πάω στήν ἐκκλησία, τίς περισσότερες εικόνες πού συναντῶ μπροστά μου, θά τίς προσκυνήσῳ.
Αἰσθάνομαι αὐθόρμητα τήν ἀνάγκη νά προσκυνήσω τόν ῞Αγιο γιά νά πάρω δύναμι καί εὐλογία. Πῶς νά σοῦ τό εἰπῶ, Ἀδελφέ μου, δι᾿ ἐμέ μία εἰκόνα δέν εἶναι ἕνα ἄψυχο ξύλο. Εἶναι ὁ ῞Αγιος τάδε. Πῶς νά μήν ὑψώσω τά χέρια μου μπροστά του καί νά μή κάνω προσευχές καί μετάνοιες; Ἀκόμη ἔχω περί τά 20 ἀνθοδοχεῖα. ῎Εχω ἀκοίμητα κανδήλια, νά σκουπίσω τήν ἐκκλησία, νά ξεσκονίσω τίς εἰκόνες…Γι᾿ αὐτό καί δέν κοιμᾶμαι περισσότερο ἀπό πέντε ὧρες.
-Θυμᾶσθε, Γέροντα, νά μοῦ εἰπῆτε κάποιο θαῦμα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων;
-Ναί. ῎Ακουσε ἕνα πού συνέβη ἐπί τῶν ἡμερῶν μου. ῞Οταν ἐπῆρα αὐτό τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τά καλύμματα τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἦσαν ἐφθαρμένα. ῎Επρεπε νά τά ἀλλάξω. Τό θέμα ἦτο καί οἰκονομικό καί ἐπί πλέον δέν ἐγνώριζα κάποιον νά τά ράψῃ. Εὐτυχῶς θυμήθηκα μία γυναῖκα ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Μοῦ εἶχε ράψει καί παλαιότερα τρεῖς σειρές καλυμμάτων γιά τήν Μεγάλην ῾Εβδομάδα.
Μέ τήν οἰκονομικήν βοήθεια εὐσεβῶν γυναικῶν, ἀγόρασε αὐτή ἡ γυναῖκα, Ἀμαλία τό ὄνομά της, τά καλύμματα καί τά ἔραψε. Ἀπό τήν ἐξαντλητική ὅμως ἐργασία τυφλώθηκε. ῞Οταν τήν συνήντησα σέ μία ἔξοδό μου στόν κόσμο, μοῦ εἶπε:
--Γέροντα, παρακάλεσε ἐσύ τούς ῾Αγίους ‘Αναργύρους, γιά τήν ἐκκλησία τῶν ὁποίων ἔραψα τά καλύμματα, νά μέ θεραπεύσουν. Σέ εἴκοσι ἡμέρες, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ ἰατροί, θά χειρουργηθῷ, ἀλλά οἱ ἐλπίδες θεραπείας μου εἶναι ἐλάχιστες. Μά κι ἄν ἐπιτύχῃ ἡ ἐγχείρησις, θά βλέπω τούς ἀνθρώπους σάν μιά μαύρη σκιά.
Ἐγώ, συνέχισε ὁ Γέροντας, καί ἀπό ἀγάπη κινούμενος καί ἀπό ὑποχρέωσι, ἔκανα εἰδικόν ἀγῶνα πρός τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. Κεράκια, κανδηλάκια, Παρακλήσεις καί παρακάλια, δέν σταματοῦσα διά πολλές ἡμέρες «῞Αγιοι Ἀνάργυροι, τούς ἔλεγα, λυπηθεῖτε αὐτή τήν ψυχούλα πού μᾶς ἔφτιαξε τά καλύμματα, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό σπίτι μας. Παναγία μου, καλή μου Παναγία, πές εἰς τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους νά κάνουν τό θαῦμα τους. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μέ βαρέθηκαν οἱ ῞Αγιοι καί ἔκαμαν τό θαῦμα τους.
Μετά 15 ἡμέρες ἀπό τήν ἐγχείρησι, ἔλαβα γράμμα ἀπ᾿ αὐτήν τήν γυναῖκα, πού ἔγραφε τά ἑξῆς:
" Σεβαστέ μου Γέροντα, μέ πολύ χαρά σᾶς γράφω, ὅτι ἦλθαν τήν παραμονή τῆς ἐγχειρήσεώς μου τό βράδυ καί οἱ 12 ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, στάθηκαν ὅλοι γύρω ἀπό τό κρεβάτι μου, καί μοῦ ἔκαναν οἱ ἴδιοι τήν ἐγχείρησι πού κράτησε ἐπί τρεῖς ὧρες. Ἐγώ ἤμουν σάν κοιμισμένη καί ἔβλεπα νοερά τίς σκιές τους γύρω ἀπό τό σῶμα μου.
῞Οταν ἐτελείωσαν τήν ἐγχείρησι, ἀποκαταστάθηκε τό φῶς μου, καί εἶμαι ὅπως πρῶτα. Τό πρωῒ, ἦλθε μέ τό φορεῖο ὁ νοσοκόμος νά μέ μεταφέρῃ στό χειρουργεῖο.
Τοῦ εἶπα ὅτι δέν χρειάζεται, διότι μέ ἐθράπευσαν θαυματουργικῶς οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι.
Ἐκεῖνος, λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐκτελέσῃ τήν ἐντολήν τοῦ ἰατροῦ, ἦταν ἀνένδοτος. ῾Οπότε ἐπήγαμε μαζί στόν ἰατρό, στόν ὁποῖον εἶπα τά ἑξῆς
«Κύριε ἰατρέ, ξέρετε ὅτι ἔχωμε ζωντανή θρησκεία καί ἡ θρησκεία μας ἔχει ῾Αγίους πού κάνουν θαύματα; ῞Ενα τέτοιο θαῦμα ἔγινε καί σ᾿ ἐμένα χθές τό βράδυ. ῏Ηλθον οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐχειρούργησαν».
Τότε ὁ ἰατρός, ἀφοῦ διεπίστωσε τήν ὑγείαν τῶν ὀφθαλμῶν μου, μοῦ ἔδωσε ἐξιτήριο λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, πρόκειται περί θαύματος, δέν μπορῶ νά εἰπῷ τίποτε».
-Ποῖον ἄλλον ῞Αγιον εὐλαβεῖσθε, ἰδιαίτερα, πάτερ Ἐμμανουήλ;
-Εὐλαβοῦμαι τήν ῾Αγία Παρασκευή καί τόν ῞Αγιον Νεκτάριο. ῎Α, καλά πού θυμήθηκα τόν ῞Αγιο Νεκτάριο καί ἔχω νά σοῦ εἰπῶ μερικά θαύματά του πού ἔκανε τώρα προσφάτως.
Πρό καιροῦ, κτυπήθηκε κάποιος σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα, καί οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν κλινική τοῦ Μπαρούνη στήν Ἀθήνα. ῞Οταν τόν εἶδαν οἱ ἰατροί κομματιασμένον, εἶπαν στούς συγγενεῖς του, ὅτι δέν ἀναλαμβάνουν, διότι γρήγορα θά πεθάνῃ. Ἐκεῖνοι ἐπέμενον, λέγοντες στούς ἰατρούς νά ἐπιχειρήσουν καί ὁ Θεός εἶνα μεγάλος. Πράγματι τόν ἐπῆγαν στό χειρουργεῖο, καί ἄρχισαν νά κόβουν καί νά ράβουν τά διαμελισμένα κρέατα. ῞Οταν ὁ τραυματίας συνῆλθε λίγο, τούς ἐρώτησε:
-Δέν μοῦ λέτε, ποῖος ἦτο ἐκεῖνος ὁ Καλόγερος πού σᾶς ἔδινε τά χειρουργικά ἐργαλεῖα;»
-Δέν ἔχουμε κοντά μας τέτοιον ἄνθρωπον τοῦ εἶπαν.
-Μά ἐγώ ἔβλεπα ἕναν ἡλικιωμένο Μοναχό νά σᾶς βοηθᾷ.
῞Οταν βελτιώθηκε ἡ ὑγεία του καί βγῆκε ἀπό τήν κλινική, οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν Ἐκκλησία. Προσκυνῶντας τήν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τούς εἶπε μέ χαρά: «Αὐτός ἦταν ὁ βοηθός τῶν ἰατρῶν στήν ἐγχείρησι».
῎Αλλοτε πάλι σέ μιά οἰκογένεια τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, μετά τόν θάνατον τοῦ ἀνδρός, οἱ συγγενεῖς τῆς γυναικός του, ἐπενέβησαν δυναστικῶς νά τῆς πάρουν τήν περιουσία. ῾Η ὑπόθεσις ἔφθασε στά δικαστήρια. ῾Η καϋμένη ἡ γυναῖκα παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τήν λυτρώσῃ ἀπό τίς ἁρπακτικές διαθέσεις τῶν συγγενῶν της. ῞Ενα πρωῒ παρουσιάσθηκε μπροστά της ἕνας ἡλικιωμένος Καλόγερος καί τῆς εἶπε:
-Μή στενοχωρῆσαι τό ζήτημα σου θά τακτοποιηθῇ»
-Ποῖος εἶσαι ἐσύ, πάτερ, πού μέ παρηγορεῖς;
-Ἐγώ εἶμαι ὁ πατήρ Νεκτάριος ἀπό τήν Αἴγινα, τῆς εἶπε καί ἔφυγε.
Ἐκείνη τό ἄλλο πρωῒ ἔστειλε τόν ἀνεψιό της στήν Αἴγινα γιά νά μάθῃ ποῦ μένει αὐτός ὁ Καλόγερος, γιά νά τόν γνωρίσῃ ἀπό κοντά καί νά τόν εὐχαριστήσῃ. ῞Οταν ἔφθασε στό λιμάνι ὁ νεαρός ἐρώτησε «Ποῦ μένει ὁ πατήρ Νεκτάριος;». Μερικά παιδάκια πού τόν ἄκουσαν, κατάλαβαν ποῖον ἤθελε καί τοῦ ἔδειξαν τόν δρόμο γιά τό Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι τό σπίτι τῆς γυναικός αὐτῆς ἐχρησιμοποιεῖτο στήν Ἀθήνα, ὡς Μετόχιο τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, καί ὁσάκις οἱ Μοναχές ἐπήγαιναν στήν πόλι, ἐφιλοξενοῦντο ἐκεῖ. ῾Οπότε εἶχε ὑποχρέωσι ὁ ῞Αγιος νά προστατεύσῃ καί βοηθήσῃ τήν γυναῖκα.
῞Ενα ἄλλο συνταρακτικό θαῦμα τοῦ ῾Αγίου τοῦ αἰῶνος μας, εἶναι τό ἑξῆς:
Σέ μιά Ορθόδοξη ἐνορία μιᾶς πόλεως τῆς Ἀμερικῆς, οἱ Χριστιανοί ἐπερίμεναν μία Κυριακή τόν ῾Ιερέα τους, μά αὐτός ἀκόμη δέν ἐφαίνετο. Σέ λίγο εἶδον νά ἔρχεται ἕνας ἄλλος σεβάσμιος, ἀσπρομάλλης παπᾶς, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε: «Καλημέρα παιδιά μου, τί κάνετε; ῾Ο παπᾶς σας ἀρρώστησε, γι᾿ αὐτό ἦλθα ἐγώ νά σᾶς λειτουργήσῳ»
Μετά τήν θεία Λειτουργία, προσφέρθηκε ἕνας Χριστιανός νά φιλοξενήσῃ τόν νέο ῾Ιερέα στό σπίτι του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀλλά πρέπει νά φύγῳ γιατί ἔχω δουλειά».
-Μά ἀπό ποῦ εἶσαι Παπποῦ;
-Εἶμαι ἀπό τήν ῾Ελλάδα.
-Καί ἐκεῖ ποῦ μένεις;
-Μένω στήν Αἴγινα καί ὀνομάζομαι π. Νεκτάριος. Ἐάν κάποιος ἀπό σᾶς ἔλθῃ στήν ῾Ελλάδα, νά περάσῃ ἀπό τήν Αἴγινα καί ἐκεῖ θά μέ βρῆτε.
῎Ετσι ἀποχωρίσθηκαν. Θαυμάζει κανείς τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ ῾Αγίου, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τόν ἀσθενοῦντα ῾Ιερέα, γά νά μή μείνουν οἱ Χριστιανοί ἀλειτούργητοι.
Θυμᾶμαι καί ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συνέβη ἐδῶ στό ἐκκλησάκι μου, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων.
Μέσα στό ῾Ιερό Βῆμα, ἀπέναντι ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα, ὑπάρχει ἀπό παλαιά μία μικρή εἰκόνα διαστάσεων 20χ30 πόντων, στήν ὁποίαν εἰκονίζονται στό μέσον ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων καί ἑκατέρωθεν οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός.
Μία φορά παρουσιάσθηκε ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων στόν προκάτοχο τοῦ Κελλίου, τόν π. Θεοφύλακτο, καί τοῦ εἶπε:
«Νά μέ βγάλῃς ἀπό ἐδῶ μέσα ὅπου μέ ἔχεις, διότι μέ προσκυνᾶ μόνον ὁ ῾Ιερεύς ὅταν λειτουργῇ, καί ἐκεῖνος μόνον παίρνει τήν εὐλογία μου. Νά μέ βάλῃς ἔξω μπροστά στήν εἰκόνα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τοῦ Τέμπλου, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, πού ἔρχονται ἐδῶ, νά προσκυνοῦν καί νά παίρνουν τήν εὐλογία μου».
Καί πράγματι αὐτή ἡ εἰκόνα, εἶναι στό σημεῖον, ὅπου ὑπέδειξεν ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
kivotoshelp.gr