Η συμφωνία αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός στην τρίχρονη προσπάθεια των ΗΠΑ να σπάσουν το ελβετικό τραπεζικό απόρρητο, αλλά ορισμένες λεπτομέρειες του προγράμματος εγείρουν ερωτηματικά σχετικά με τη δυνατότητά του να αντιμετωπίσει ριζικά τους Αμερικανούς φοροφυγάδες, δήλωσαν δικηγόροι εξειδικευμένοι στο φορολογικό δίκαιο και οργανώσεις κατά της διαφθοράς. «Η επιταγή του προγράμματος για την παροχή λεπτομερών πληροφοριών για τους λογαριασμούς θα βελτιώσει την ικανότητά μας να φέρουμε φόρους στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών από όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Αμερικανός Γενικός Εισαγγελέας Έρικ Χόλντερ. Η ελβετική κυβέρνηση ανέφερε σε ανακοίνωσή της ότι η συμφωνία προβλέπει ένα πλαίσιο για συνεργασία, με σεβασμό στο νομικό σύστημα και την κυριαρχία της Ελβετίας. «Συνολικά, πρόκειται για μία πολύ δυνατή συμφωνία», δήλωσε εκπρόσωπος της οργάνωσης κατά του χρηματισμού Global Financial Integrity, προσθέτοντας ότι το πρόγραμμα έχει «κενά», ιδίως για το αν οι τράπεζες μπορούν να προχωρήσουν σε διακανονισμό χωρίς να δώσουν ονόματα των Αμερικανών πελατών τους.
Μία ελβετική τράπεζα, που επιδιώκει συμφωνία για να αποφύγει τη δίωξή της, πρέπει να συμφωνήσει σε ένα πρόστιμο ίσο με το 20% του συνολικού ποσού σε δολάρια όλων των λογαριασμών που διατηρούσαν κρυφά οι Αμερικανοί πελάτες στην τράπεζα κατά την 1η Αυγούστου 2008, τότε δηλαδή που οι ΗΠΑ άρχισαν να παίρνουν σκληρότερα μέτρα κατά των Αμερικανών φοροφυγάδων. Το πρόστιμο αυξάνεται στο 30% και στη συνέχεια στο 50%, ανάλογα με το πόσο ενεργά συνέχιζε μία τράπεζα να ανοίγει μυστικούς λογαριασμούς για Αμερικανούς, αφού είχαν αρχίσει η λήψη μέτρων από τις αμερικανικές αρχές. «Τα πρόστιμα κινούνται στο ανώτερο όριο των νομικά αποδεκτών και οικονομικά ανεκτών επιπέδων», ανακοίνωσε με δήλωσή της η Ένωση Ελβετών Τραπεζιτών. Το πρόγραμμα απαιτεί από τις συνεργαζόμενες τράπεζες να αποκαλύψουν στις δικαστικές αρχές τα περιουσιακά στοιχεία των Αμερικανών που έφυγαν από την Ελβετία καθώς και σε ποιους άλλους φορολογικούς παραδείσους κατευθύνθηκαν.