Από τότε, βέβαια, που και στον Μέρωνα τα σπίτια συνδέθηκαν με το δίκτυο ύδρευσης, έπαψαν να είναι χρήσιμα τα πλυσταριά και οι στάμνες! Γι αυτό και σήμερα, τα πλυσταριά δεν υπάρχουν και μια ιστορία, ιδιαίτερα σημαντική που σημάδεψε τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των κατοίκων μιας κοινωνίας γκρεμίστηκε βίαια και χωρίς σκέψη, και έκλεισε οριστικά.
Οι χώροι πήραν τη… σύγχρονη μορφή, γιατί το ρεύμα της υποκουλτούρας «έθαψε» τις αξίες και πλέον η «Παγκαλιανή βρύση» και η «Μεσοχωριανή», πίστεψαν οι εμπνευστές τους, είναι… αξιοθέατα! «Πέθαναν» τα μνημεία και δαπανήθηκαν άσκοπα υψηλά ποσά, γιατί οι άνθρωποι εκείνων των εποχών είχαν χάσει τον εαυτό τους. Τώρα, λοιπόν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το… καταφύγιο στις μέρες των υψηλών θερμοκρασιών του καλοκαιριού.
Η «Παγκαλιανή βρύση» απόκτησε το πρώτο της πρόσωπο τα χρόνια που ήταν μετανάστες στην Αμερική οι αείμνηστοι Αμαριώτες Περαντωνάκης, Κασιμάτης και Μοσχάκης, ίσως και ορισμένοι άλλοι που δεν έγιναν γνωστοί, και διαπιστώνοντας, από τα νέα που πληροφορούνταν, μπορεί και από κάποιες επισκέψεις τους ότι οι ανάγκες των νοικοκυριών δεν εξυπηρετούνταν με τα ελάχιστα ή ανύπαρκτα μέσα υποδομής, αποφάσισαν να διαθέσουν σημαντικά ποσά. Για την κατασκευή υπήρξε κρατική συμμετοχή αλλά και προσωπική εργασία των κατοίκων.
Το έργο παρέμενε ως κατασκευάστηκε μέχρι το 2001, και τότε ο ομογενής του Καναδά από τον Μέρωνα Κώστας Λιουδάκης διάθεσε το σύνολο του ποσού για τις εργασίες ανάπλασης. Και δημιουργήθηκε το έργο που υπάρχει ως τα σήμερα…
ΣΤΙΣ ΒΡΥΣΕΣ
Ξεπερνούν το μισό αιώνα ζωής οι βρύσες στις Βρύσες Αμαρίου, που συνεχίζουν να βγάζουν από τα «σπλάχνα» τους το νερό, πολύτιμο αγαθό της ζωής. Κι αν κάποτε η παροχή των ποσοτήτων του γίνονταν «κατά σειρά» στην άρδευση των περιβολιών, σήμερα δεν ακολουθείται η… σειρά, γιατί ο πληθυσμός στο χωριό έχει μειωθεί σημαντικά και οι απασχολούμενοι στα περιβόλια είναι λιγοστοί.
Βέβαια, η σημερινή εικόνα δεν είναι η ίδια με εκείνη προκατοχικά, κατοχικά και λίγα χρόνια μετά την κατοχή. Μετά τις εκτελέσεις και τις ανατινάξεις τα πάντα άλλαξαν και φυσικά και ο χώρος του νερού. Οι ανάγκες των νοικοκυριών στην ακμάζουσα κοινωνία των 250-300 κατοίκων, ήταν αυξημένες και η ανυπαρξία δικτύου ύδρευσης προκαλούσε δυσχέρειες στη λειτουργία τους. Εκεί, θυμούνται παλαιοί κάτοικοι, υπήρχαν τα πλυσταριά, εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά και το σύνολο των νοικοκυρών για να πλύνει ή να πάρει με τις στάμνες το νερό για το σπίτι…
Τώρα πλυσταριά, χρήσιμες λειτουργίες μας σκληρής περιόδου, δεν υπάρχουν, παρά ως μνημεία και σε περιορισμένο αριθμό. Γι αυτό και το μνημείο των βρυσών στις Βρύσες το «κατάπιε» η επικρατούσα νοοτροπία της εποχής, ότι το παλαιό χρειάζονταν αντικατάσταση! Και γι αυτό καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από απρόσωπες λειτουργίες.
«Το χωριό μας», αναπολεί ο Λευτέρης Κραουνάκης,«αμέσως μετά την κατοχή που λειτούργησαν τα σχολεία, είχε στο δημοτικό 56 μαθητές. Ήταν, δηλαδή, μια δυναμική κοινωνία που ξαναστήθηκε μετά τις εκτελέσεις των χωριανών από τους Γερμανούς. Φαντάσου τώρα να μας σκοτώσουν κι ύστερα να μας παίρνουν εργάτες στις φάμπρικες και στα εργοστάσιά τους στη Γερμανία, να τους δουλεύουν σκλάβοι όσοι επέζησαν…»
Όμως, στη μνήμη του κ. Κραουνάκη μένουν οι εικόνες και τα όσα διαδραματίζονταν στις βρύσες με τις γυναίκες που έσπευδαν για να πλύνουν ή να εφοδιαστούν με νερό στις στάμνες. Ήταν, λοιπόν, χαρακτηριστικές αυτές οι εικόνες στα πλυσταριά ή που με τις στάμνες στον ώμο δυο-δυο Βρυσανές στο δρόμο ή στα μονοπάτια για τα σπίτια τους, μετέδιδαν σαν τα… πρακτορεία ειδήσεων τα νέα η μια στην άλλη και με ταχύτητα αστραπής γίνονταν γνωστά σε όλα τα σπίτια. Ή με τους ίδιους ρυθμούς γίνονταν και τα κουτσομπολιά…
Με αυτές τις νοοτροπίες προσπαθούσαν να ξεχάσουν τον βαρύ πόνο τους από τις εκτελέσεις. Οι βρύσες στις Βρύσες, λοιπόν, ήταν ένα είδος βουλής ή λαϊκού δικαστηρίου.