Το πρώτο εξάμηνο του 2013, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο όγκος της παραγωγής των εταιρειών παρασκευής ούζου, τσίπουρου, μπράντι και παρόμοιων ποτών σημείωσε πτώση 3,5%, σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο του 2012, προφανώς λόγω της αναιμικής εγχώριας κατανάλωσης εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών, παρά τις ενδείξεις διεύρυνσης των εξαγωγών τους.
Η παραγωγή τους αυξήθηκε τον Ιανουάριο κατά 15,2%, τον Φεβρουάριο κατά 8,6% και τον Απρίλιο κατά 35,9%, αλλά μειώθηκε τον Μάρτιο κατά 30,4% και τον Μάιο κατά 28,5%, ενώ σημείωσε μικρή αύξηση τον Ιούνιο.
Ο βιομηχανικός τομέας των αποσταγμένων και συναφών αλκοολούχων ποτών, όλων δηλαδή των αλκοολούχων ποτών εκτός της μπίρας και του κρασιού, εμφάνισε το 2012 ως σύνολο, σε σύγκριση με το 2011, βελτιωμένα κατά 16% κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (19,2 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία), ίσα προς το 9,4% των συνολικών εσόδων του (7,6% το 2011), σε συνθήκες πτώσης των εσόδων του κατά 7% και βελτίωσης του μεικτού περιθωρίου κέρδους του (34,0% το 2012, από 33,7% το 2011).
Τα συνολικά έσοδα 35 βιομηχανικών και βιοτεχνικών ΑΕ και ΕΠΕ του τομέα, μεγάλου, μεσαίου και μικρού μεγέθους, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων έχουν γίνει γνωστά, διαμορφώθηκαν το 2012 σε 203,6 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένα κατά 14,2 εκατ. ευρώ (-7%). Μείωση των εσόδων παρουσίασαν οι 24 από τις 35 επιχειρήσεις (σχεδόν 69% του συνόλου).
Οι 35 αυτές εταιρείες στις 31.12.2012 διέθεταν πάγια και κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία της τάξεως των 285 εκατ. ευρώ και ως σύνολο κατέγραψαν:
- Μεικτά κέρδη 69,3 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 6% (-4 εκατ. ευρώ).
- Κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), ύψους 19,2 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 16% (+2,7 εκατ. ευρώ).
- Κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 11,2 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα κατά 40% σε ποσοστό και κατά 3,2 εκατ. ευρώ σε αξία (κέρδη 8 εκατ. ευρώ το 2011) και ίσα προς το 5,5% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 3,7% το 2011.
- Κέρδη προ φόρων τρία εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με βελτίωση κατά 18% σε ποσοστό και κατά 0,5 εκατ. ευρώ περίπου σε αξία (κέρδη 2,5 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσα προς το 1,5% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 1,2% το 2011.
- Καθαρά κέρδη, μετά την πρόβλεψη για φόρους, ύψους 1,1 εκατ. ευρώ, που ισοδυναμούν με βελτίωση κατά 1,9 εκατ. ευρώ (ζημιές 0,85 εκατ. ευρώ το 2011) και είναι ίσα προς το 0,5% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού -0,4% το 2011.
Η συμπίεση των δαπανών διάθεσης και διοίκησης, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του μεικτού περιθωρίου και τα αυξημένα λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης, επέτρεψαν τη βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και αντιστάθμισαν τη διόγκωση των χρηματοοικονομικών δαπανών και των έκτακτων δαπανών αναδιοργάνωσης των επιχειρήσεων για την προσαρμογή τους στα νέα οικονομικά δεδομένα. Επίσης, καθοριστική στη βελτίωση των αποτελεσμάτων ήταν η συμβολή μεγάλης εμποροβιομηχανικής εταιρείας του τομέα.
Με κριτήριο τα τελικά, καθαρά αποτελέσματα κερδοφόρες ήταν, οριακά έστω, οι 20 από τις 35 επιχειρήσεις (57% του συνόλου), σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 15 εταιρείες (43% του συνόλου), οι οποίες παρουσίασαν ζημιές, οριακές έστω, σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Τα ίδια κεφάλαια των 35 επιχειρήσεων (120,6 εκατ. ευρώ στις 31.12.2012) αυξήθηκαν το 2012 κατά 1% (+1,6 εκατ. ευρώ), κυρίως λόγω της λογιστικής αναπροσαρμογής μέρους των παγίων, που βελτίωσε τα ίδια κεφάλαια. Παράλληλα, μειώθηκε το σύνολο των απασχολουμένων κεφαλαίων (285,8 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) κατά 2% (-6,9 εκατ. ευρώ). Η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια των επιχειρήσεων του τομέα βελτιώθηκε σε 42,2%, από 40,6% το 2011. Συγχρόνως, οι συνολικές υποχρεώσεις τους (165,3 εκατ. ευρώ στο τέλος της χρήσης) μειώθηκαν κατά 4,9% (-8,5 εκατ. ευρώ). Σταθερό παρέμεινε, εξάλλου, το πάγιο ενεργητικό τους (97,8 εκατ. ευρώ).
Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών τους, σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από το CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία 2012-2013», το ΓΕΜΗ, την Icap Group, το www.inr.gr και τους διαδικτυακούς ιστότοπους και τις αρμόδιες υπηρεσίες των ίδιων των επιχειρήσεων, ορισμένες από τις οποίες ασχολούνται παράλληλα με την παραγωγή κρασιών και την εμπορία ή και την εισαγωγή άλλων ποτών και ειδών διατροφής, εξασφαλίζοντας από αυτές τις δραστηριότητες σημαντικό μέρος των συνολικών εσόδων τους.