Η μοναδική τηλεμαχία που θα διεξαχθεί ενόψει των εκλογών της 22ας Σεπτεμβρίου διέπεται από αυστηρούς όρους. Θα διαρκέσει 90 λεπτά και οι δύο μονομάχοι θα έχουν στην διάθεσή τους 90 δευτερόλεπτα τόσο για κάθε απάντηση, όσο και για την τελική τους τοποθέτηση.
Κατά την διαπραγμάτευση μεταξύ των επιτελείων των κομμάτων και των τηλεοπτικών σταθμών, αποφασίστηκε ότι στην πρώτη ερώτηση θα απαντήσει ο Στάινμπρουκ, ενώ την τελευταία λέξη στο κλείσιμο της τηλεμαχίας θα έχει η Μέρκελ. Οι δύο πολιτικοί δεν επιτρέπεται να έχουν μαζί τους σημειώσεις. Θα τους δοθεί μόνο μια λευκή κόλλα.
Τις ερωτήσεις θα υποβάλουν από το πρώτο κανάλι της δημόσιας τηλεόρασης ARD η Άννε Βιλ, από τον ιδιωτικό σταθμό RTL ο Πέτερ Κλέπελ, από το δεύτερο κανάλι της δημόσιας τηλεόρασης ZDF η Μάιμπριτ Ίλνερ και από τον σταθμό ProSiebenSat1 ο Στέφαν Ράαμπ.
Οι σταθμοί που συμμετέχουν είναι εθνικής εμβέλειας και είναι οι ίδιοι που θα προβάλουν την τηλεμαχία.
Στο στούντιο θα βρίσκονται περίπου 800 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές και παρατηρητές.
Κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, το Πανεπιστήμιο του Χοχενχάιμ θα διενεργεί έρευνα μεταξύ των θεατών, προκειμένου να υπάρξει άμεσα μια πρώτη εικόνα σχετικώς με το ποιος τελικά επικράτησε του αντιπάλου του.
Από το 2002 που πραγματοποιήθηκε το πρώτο τηλεοπτικό «ντιμπέιτ» υποψηφίων μέχρι σήμερα, οι κανόνες που ορίζουν την διεξαγωγή του παραμένουν εξαιρετικά αυστηροί και πολύ μακριά από τα αμερικανικά δεδομένα, γεγονός το οποίο απογοητεύει τους ειδικούς αναλυτές που θα επιθυμούσαν μια πιο «ζωντανή» αντιπαράθεση.
Αυτήν τη φορά οι ελπίδες στηρίζονται στον Στέφαν Ράαμπ, ο οποίος δεν είναι δημοσιογράφος, αλλά «πρώην παρολίγον κρεοπώλης», όπως δηλώνει, καθώς η οικογένειά του διαθέτει σχετική επιχείρηση για την οποία εκπαιδεύτηκε, πρώην φοιτητής της Νομικής και νυν κωμικός και σόουμαν, γνωστός για τις προκλητικές ερωτήσεις του, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση κυρίως την Καγκελάριο Μέρκελ. Το πλαίσιο ωστόσο και οι κατηγορίες των ερωτήσεων έχουν επίσης αυστηρά προκαθοριστεί.
Η Καγκελάριος και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών διαθέτουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τα οποία ενδεχομένως θα αναδειχθούν στην αντιπαράθεση της Κυριακής. Η κυρία Μέρκελ θεωρείται ψύχραιμη, αλλά ιδιαίτερα «στρογγυλή» στις διατυπώσεις της, ενώ ο κ. Στάινμπρουκ είναι «θερμόαιμος» και σαφώς πιο ευθύς - ακόμη και επιθετικός ενίοτε - στις απαντήσεις του, γεγονός το οποίο, δήλωναν ειδικοί αναλυτές, θα πρέπει να ελεγχθεί, καθώς η στάση του θα μπορούσε να εκληφθεί ως αγενής απέναντι σε μια κυρία.
Η Μάιμπριτ Ίλνερ, η οποία θα εκπροσωπήσει το ZDF, προέβλεψε ότι η συζήτηση θα διεξαχθεί «μεταξύ μιας έμπειρης Καγκελαρίου και ενός υποψηφίου με μεγαλύτερη ρητορική δεινότητα και τίποτα να χάσει», αλλά διευκρίνισε ότι η αποστολή του κ. Στάινμπρουκ δεν θα είναι εύκολη, καθώς θα πρέπει να κλονίσει την αξιοπιστία της και να την «προσβάλει», αλλά με έναν τρόπο που δεν θα κάνει τον ίδιο να φανεί κακός.
Ο ίδιος ο κ. Στάινμπρουκ πάντως, που στηρίζει σχεδόν τα πάντα σε αυτή του την εμφάνιση, καθώς υστερεί σημαντικά στις δημοσκοπήσεις, εμφανίστηκε ιδιαίτερα αισιόδοξος και ενθουσιώδης ενόψει της Κυριακής.
«Δεν χρειάζεται να κάνω πρόβα. Έχω την εντύπωση ότι οι εμφανίσεις μου είναι πιο ενδιαφέρουσες και ζωντανές από ότι αυτές της κας Μέρκελ. Με μένα, γίνεται χαμός!», δήλωσε ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος και αποκάλυψε ότι παρόλα αυτά η σύζυγός του τον συμβούλευσε να παίρνει βαθιές ανάσες πριν απαντήσει.
Η αντιπαράθεση αναμένεται ιδιαίτερα έντονη στα θέματα φορολογίας, καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν εξαγγείλει αύξηση του φόρου για τα εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ, από 42% σε 49%.
Μεταξύ των ζητημάτων αιχμής εκτιμάται ότι θα είναι η υπόθεση των παρακολουθήσεων της αμερικανικής Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) και επί γερμανικού εδάφους, ενώ ο ίδιος ο κ. Στάινμπρουκ έχει ήδη υποσχεθεί ότι θα επιχειρήσει να «στριμώξει» την αντίπαλό του για να πει την αλήθεια γύρω από τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας.
Το ενδεχόμενο νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους έχει αναδειχθεί σε κεντρικό της κατά τα άλλα μάλλον άνευρης προεκλογικής περιόδου και θεωρείται από την αντιπολίτευση ένα δυνητικό «όπλο» στην προσπάθειά της να πλήξει την αξιοπιστία της κυβέρνησης.
imerisia.gr