Τα διακυβεύματα είναι πολλά και κρίσιμα στην παγκόσμια οικονομία. Η υπερχρέωση της Δύσης, οι φιλοδοξίες των μεγάλων του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Αφρικής αλλά και η κολοσσιαία...
διαφθορά που κυριαρχεί στην Μαύρη Ήπειρο, η έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ο εγκληματικός φανατισμός του Ισλάμ, είναι μερικές από τις ασυμμετρικές προκλήσεις. Όσο δε οι τελευταίες ανεβαίνουν σε ένταση, τόσο πιο ανάγλυφα προβάλλουν και τα σοβαρά πλέον προβλήματα της Ευρώπης, με πρώτο και πιο ζωτικό το αναπτυξιακό.
Η κατάσταση, από την άποψη αυτή, δεν είναι ρόδινη στην Γηραιά Ήπειρο. Με 20 εκατομμύρια ανέργους, σχεδόν μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης, γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος, πολιτική αδιαφορία για το ευρωπαϊκό αύριο και σοβαρά δημογραφικά αλλά και μεταναστευτικά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) πρέπει πλέον να κάνει πολλά πράγματα σε σχετικά λίγο χρόνο. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να βγει από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο. Από την έκβαση αυτής της προσπάθειας εξαρτώνται και όλα τα υπόλοιπα.
Μπορεί, ωστόσο, η Ευρώπη να κερδίσει το στοίχημα αυτό; Τίποτε δεν είναι λιγότερο βέβαιο.
«Η ευρωζώνη», τόνιζε πριν λίγο καιρό η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), είναι σοβαρά χρεωμένη, με το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος των μελών της να αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 310% του ΑΕΠ της. Το γεγονός αυτό επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης, στην οποία έρχεται να προστεθεί και το σταδιακά ανερχόμενο κόστος της δημογραφικής γήρανσης. Την ίδια περίοδο, η ευρωζώνη χάνει ποσοστά συμμετοχής στην παγκόσμια αγορά προς όφελος των αναπτυσσομένων χωρών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν κερδίσει έξι ποσοστιαίες μονάδες στο διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών. Το ευρώ είναι σχετικά υπερτιμημένο σε σχέση με το δολλάριο και με το κινεζικό γουάν, πράγμα που επιδρά αρνητικά στην ευρωπαϊκή εξωστρέφεια. Έτσι, αν δεν γίνουν σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνολικά θα αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη να εξυγιανθεί ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας, γιατί διαφορετικά θα γίνει προβληματική η αιμοδοσία της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Πολλά λοιπόν εναπόκεινται στους χειρισμούς και τις πρωτοβουλίες του κ.Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), είπε η κ.Κρ.Λαγκάρντ. Έκανε δε την εκτίμηση, στο επίπεδο αυτό, ότι λίαν προσεχώς η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκιά της, δεδομένου ότι σε άλλες δυτικές χώρες αυτά είναι από καιρό μηδενικά. Ωστόσο, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ επέμενε στην ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, τονίζοντας ότι σε παγκόσμιο επίπεδο έχουμε αλλαγή οικονομικού «παραδείγματος» –στο οποίο η όποια προσαρμογή δεν μπορεί να γίνει με κριτήρια του παρελθόντος. Κυρίως, όμως, η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι για να έλθει η ανάπτυξη πρέπει να υπάρχει πίσω της ένα υγιές και φερέγγυο στα μάτια των πολιτών τραπεζικό σύστημα.
«Αυτό είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της Ευρώπης», μάς έλεγε πρόσφατα στις Βρυξέλλες ο διευθυντής του Ιδρύματος Μπρύγκελ, κ. Ζαν Πιζανί Φερρύ, τονίζοντας την άμεση ανάγκη οι εθνικές κυβερνήσεις να ενισχύσουν την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, βρίσκοντας ταυτοχρόνως λύσεις και για τις πιο αφερέγγυες από αυτές. «Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να δεχθεί στον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας υποκεφαλαιοποιημένες τράπεζες. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η περίφημη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση θα τιναχθεί στον αέρα», πρόσθεσε.
Εξάλλου, η παρατήρηση αυτή δεν ισχύει μόνον για τις τράπεζες της ευρωζώνης.
Όπως υπογραμμίζουν κοινοτικοί παράγοντες, είναι ανάγκη να ενδυναμωθούν και οι εκτός ευρωζώνης τράπεζες, αλλά για την ώρα η περί τον αρμόδιο Γάλλο Επίτροπο κ.Μισέλ Μπαρνιέ ομάδα δεν έχει καταλήξει σε μία οριστική διαδικασία. Ωστόσο, το θέμα της τραπεζικής σταθερότητας είναι ίσως το κρισιμότερο της περιόδου κρίσης που περνά η ΕΕ. «Η καλύτερη χρηματοπιστωτική διακυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ», υποστηρίζει ο Βέλγος καθηγητής και σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ.Α.Κονατρεπόν, που είναι επίσης και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εκδόσεως ευρωομολόγων.
Όμως, η περί τον Βέλγο καθηγητή ομάδα μελετητών υποστηρίζει ότι, για την βιώσιμη εξόφληση των δημοσίων χρεών της η Ευρώπη θα πρέπει πάνω απ’ όλα να επανέλθει σε έντονη και βιώσιμη ανάπτυξη. Εάν η δημόσια δαπάνη ανέλθει στο 40% και το χρέος στο 100% του ΑΕΠ, μία επιπλέον μονάδα ανάπτυξης θα μειώσει τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ κατά 14 μονάδες μέσα σε μία δεκαετία. Στο σημείο αυτό βρίσκεται λοιπόν η πραγματική λύση. Και όμως, σήμερα, η δυνητική ανάπτυξη της ΕΕ είναι ισχνή –εξαιτίας της ανεπάρκειας του πληθυσμού της, των βιομηχανικών της κεφαλαίων και της ικανότητάς της να εφαρμόζει καινοτομίες, καθώς και λόγω της στενότητας των αγορών της και της απουσίας εναρμόνισης του κοινωνικού της δικαίου.
Η απελευθέρωση της οικονομικής ανάπτυξης για την μείωση του δημοσίου χρέους προϋποθέτει, σε κάθε κράτος και στο πλαίσιο της ΕΕ, βαθειές αλλαγές –ιδιαιτέρως σε θέματα πολιτικής στους τομείς της γνώσης, της κοινωνικής πολιτικής, του ανταγωνισμού, της προστασίας από τους κινδύνους των πιο αδύναμων, της κινητικότητας και της αποτελεσματικότητας των δημοσίων υπηρεσιών.
Επίσης, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει την χρηματοδότηση, μέσω της φορολογίας και χωρίς δάνεια, της συλλογικής της κατανάλωσης, δηλαδή των δαπανών για επιχορηγήσεις και των λειτουργικών της δαπανών. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να αυξήσει το ανώτατο όριο του κοινοτικού προϋπολογισμού, διατηρώντας την απαίτηση περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ενώ σε περίπτωση κρίσης θα πρέπει να συμπληρώσει την χρηματοδότηση των προϋπολογισμών λειτουργίας της –ενδεχομένως προσφεύγοντας σε ένα νέο Ταμείο.
Όμως, στις σημερινές συνθήκες ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και ισχυρού ανταγωνισμού, προέχει να βρει η ΕΕ νέα κέντρα κέρδους που να εξασφαλίζουν και καινούργια συγκριτικά πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, όπως προτείνει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος κ.Ζακ Ατταλί, με βάση την στρατηγική της Λισαβώνας, η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει μαζικά στην γνώση, την τεχνολογία, τον πολιτισμό, την κοινωνία, την εκπαίδευση, την υγεία και το περιβάλλον. Παραδείγματος χάρη, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) θα πρέπει να διαθέτει ετησίως δημόσια κονδύλια 40 δισεκατ. ευρώ σε υποδομές μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών, 60 δισεκατ. για την αντικατάσταση και συντήρηση στους διάφορους τομείς και το ίδιο ποσό σε υποδομές ενέργειας (αγωγούς, τερματικές εγκαταστάσεις φυσικού αερίου, ηλεκτρικά δίκτυα…).
Επίσης, η Ευρώπη θα πρέπει να επενδύσει μαζικά στην υποδοχή των αλλοδαπών.
Συμπληρωματικά με την δράση της ΕΤΕπ θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Επανόρθωσης, το οποίο θα έχει ως αποστολή του την χρηματοδότηση –μέσω δημοσιονομικών πόρων και δανείων– των δαπανών που σχετίζονται με το περιβάλλον και τις συντάξεις, τις οποίες οι σημερινές γενιές θα «κληροδοτήσουν» στις επόμενες. «Πρόκειται για πολύ μεγάλα, μακροπρόθεσμα εγχειρήματα, που απέχουν πολύ από τον σημερινό μαρασμό, τα οποία όμως αξίζει να αναφέρουμε –αν μη τι άλλο, για να δείξουμε ότι το καλύτερο μπορεί να συμβεί, ότι υπάρχει ρεαλιστική λύση στην σημερινή κρίση, και για να ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο στάδιο της ευρωπαϊκής περιπέτειας: για μιαν ακόμη φορά, μια κρίση θα έχει συμβάλλει στην ενίσχυση της Ευρώπης», τονίζει ο κ.Ζακ Ατταλί και από πολλές πλευρές έχει δίκιο.
Πλην όμως, προτάσεις όπως οι δικές του αλλά και άλλων επωνύμων ευρωπαϊστών σήμερα σκοντάφτουν, αφ’ ενός, σε σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας και, αφ’ ετέρου, σε σοβαρές αδυναμίες των Ευρωπαίων ηγετών στην σχέση τους με το μέλλον. Ακόμα χειρότερα, οι αδυναμίες αυτές απομακρύνουν τους Ευρωπαίους πολίτες από το αρχικό όραμα πάνω στο οποίο άρχισε η μεταπολεμική οικοδόμηση της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η σημερινή Ευρώπη να επιβιώνει με κριτήριο τον φόβο της διάλυσής της, όχι όμως την θέληση να πάει ακόμα πιο μακρυά από την ιδρυτική της πράξη στην Συνθήκη της Ρώμης.
Δυστυχώς δε, προς την κατεύθυνση της διάλυσης συμβάλλουν και οι αδίστακτοι κερδοσκόποι των αγορών και της πολιτικής, για τους οποίους το εμπόριο φόβου και επερχόμενης καταστροφής είναι σοβαρό εργαλείο δημιουργίας πλούτου –ασχέτως αν ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι ο ούτως αποκτηθείς πλούτος μπορεί να γίνει ο πρώιμος τάφος των δημιουργών του. Διδάσκεται όμως κανείς από την Ιστορία;
Παρόλα αυτά, από την άλλη πλευρά, δεν είναι άνευ σημασίας κάποιες ενδείξεις που δείχνουν ότι και σοβαρές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται καθ’ οδόν στον «οίκο Ευρώπη».