αντιληφθεί, ότι αυτός ο κανόνας ισχύει γενικότερα στη ζωή…
Έτσι, τη στιγμή που το Βερολίνο έχει αποφασίσει να σφίξει τα λουριά στην Ευρωπαϊκή Ένωση παριστάνοντας τον «νοικοκύρη», ενώ όλοι οι υπόλοιποι, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, εμφανίζονται ως «απρόσεκτοι» και «ανεύθυνοι», το Λονδίνο και το Παρίσι κάνουν το μεγάλο βήμα, θυμίζοντας εμμέσως στη Γερμανία, ότι οι ισορροπίες στη Γηραιά Ήπειρο δεν διαμορφώθηκαν από «λογιστές», αλλά από την ισχύ των όπλων που καθόριζαν στη συνέχεια και τα υπόλοιπα.
Ταυτόχρονα, στέλνουν το μήνυμα, ότι οι ρήσεις κάποιων, πάνω από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την κυριαρχία μέσω της οικονομικής ισχύος, δεν έχουν ξεχαστεί, ούτε τέτοιες λογικές πρόκειται να γίνουν ανεκτές, όταν μάλιστα η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας θα αφήσει εποχή για τη μνημειώδη αδιαφορία της για τον τομέα της άμυνας, σε τέτοιο βαθμό που έχει εξοργίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες που θεωρούν ότι η σημερινή Γερμανία, απλώς δεν διαθέτει στρατηγική στα θέματα ασφαλείας (όρος που εμπεριέχει τον όρο άμυνα), αλλά και υπονομεύει την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη…
Μέσα στο χάος που έχει προκληθεί στην Ελλάδα από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, ήταν προφανές ότι δεν υπήρχε χώρος στην επικαιρότητα για ενασχόληση με μια εξαιρετικής σημασίας είδηση, η οποία αφορούσε την απόφαση της Βρετανίας και της Γαλλίας να προωθήσουν ακόμα περισσότερο τη στρατιωτική τους συνεργασία, καθιστάμενες οι δυο χώρες ως ο αδιαμφισβήτητος πυλώνας ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η Γερμανία, ο φυσικός οικονομικός ηγέτης της ΕΕ, συνεχίζει ακάθεκτη στη λογική του «αυστηρού λογιστή» της ενωμένης Ευρώπης.
Οι δυο χώρες δαπανούν ετησίως 92 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα, παρά τις περικοπές, ποσό που είναι μεγαλύτερο από τις συνδυασμένες επενδύσεις της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας, της Πολωνίας και της Ισπανίας. Ενώ η Γερμανία δίσταζε να κινηθεί, είναι οι δυο χώρες που παίζουν ρόλο διεθνώς ως οι μοναδικές επί της ουσίας υπολογίσιμες ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες συμμετείχαν στις αποφάσεις στη Λιβύη, στο Μάλι και τώρα στη Συρία (ασχέτως του πως αξιολογούνται αυτές οι αποφάσεις) έχοντας λόγο, ενώ η Γερμανία απεδείκνυε ότι στα θέματα ασφαλείας δεν αντέχει να παρέμβει, πιθανότατα λόγω του ότι το παρελθόν ακόμα την κατατρύχει.
Πλέον, οι πρώτη συμφωνία που συνομολογήθηκε το 2010, οι τρεις κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων της Βρετανίας και της Γαλλίας, συντονίζουν τη εκπαίδευσή τους, επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακος αναλαμβάνοντας από κοινού αποστολές και αναπτύσσοντας τη διαλειτουργικότητα των δυναμεών τους, ώστε το 2016 να είναι σε θέση να υλοποιήσουν τον στόχο να τεθεί σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, η Κοινή Συνδυασμένη Εκστρατευτική Δύναμη (CJEF: Combined Joint Expeditionary Force).
Ταυτόχρονα, επιταχύνουν τις διαδικασίες για την ανάπτυξη του Μελλοντικού Εναέριου Συστήματος Μάχης (Future Combat Air System) που θα είναι έτοιμο για επιχειρησιακή αξιοποίηση το 2030, με τη βιομηχανία να καταθέτει τις προτάσεις της εντός του μηνός, ενώ η Γερμανία έχει απλώς παραμεριστεί.
Η δύναμη Βρετανίας και Γαλλίας έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό: Την απόλυτη ανεξαρτησία. Είναι έτσι δομημένη σε επίπεδο φιλοσοφίας, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει μέσα στις δομές είτε του ΝΑΤΟ είτε της ΕΕ, αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί και μια ανεξάρτητη δύναμη, η οποία θα είναι αρκούντως υπολογίσιμη σε Ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο – μέσω της συμμαχίας με τις ΗΠΑ – επίπεδο.
Αυτή θα είναι μια δύναμη με «ναυτικό χαρακτήρα, όχι «ηπειρωτικό», για να θυμηθούμε λίγο τα της γεωπολιτικής, με την οποία ασχολούνται όλο και περισσότεροι τα τελευταία χρόνια, έχοντας αντιληφθεί ότι καλές είναι οι θεωρίες ακαδημαϊκού τύπου, όμως η αέναη μάχη της κυριαρχίας σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο, διέπεται από διαφορετικούς και λίαν διαχρονικούς όπως αποδεικνύεται στην πράξη «κανόνες»…
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του συνταγματάρχη Michel Goya, καθηγητή στο στρατιωτικό ερευνητικό Ινστιτούτο «Institut de Recherche Strategique de l’Ecole Militaire», που αναφέρει το «EU Obserber», σε μια δήλωση την εποχή της σύγκρουσης στο Μάλι: «Εάν πρέπει να αντιδράσεις γρήγορα σε εξελίξεις, είναι καλύτερο να το κάνεις σε εθνικό ή δι-εθνικό [δύο έθνη] επίπεδο».
Πρόκειται για μια αναφορά που δείχνει την κόπωση του Λονδίνου και των Παρισίων με την αδυναμία εξεύρεσης κοινού τόπου είτε στο ΝΑΤΟ είτε στην ΕΕ. Οπότε επιστρέφουμε ταχύτατα στο εθνικό επίπεδο, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, στο οποίο κάποτε οι Έλληνες εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες και διαψεύστηκαν πανηγυρικά…
defence-point.gr