Καθώς η θεραπεία διακόπτεται ή χάνει την αποτελεσματικότητά της, υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα υποτροπής.
Η λιτότητα έχει αποτύχει να φέρει τα δημόσια οικονομικά και το χρέος υπό έλεγχο. Οι αυξήσεις στους φόρους και οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες έχουν οδηγήσει σε συσπάσεις της οικονομικής δραστηριότητας, μειώνοντας τα κρατικά έσοδα και αυξάνοντας τις δαπάνες της κοινωνικής πρόνοιας, καθώς τα ποσοστά ανεργίας ανεβαίνουν. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και μικρότερα, και τα επίπεδα του χρέους εξακολουθούν να αυξάνονται.
Επικαλούμενες εξαιρετικές περιπτώσεις, πολλές χώρες έχουν ζητήσει και έχουν λάβει απαλλαγές. Οι στόχοι ελλείμματος και χρέους έχουν αναβληθεί, αλλά εξακολουθούν να είναι απίθανο να επιτευχθούν.
Οι περαιτέρω απομειώσεις για τη μείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα είναι δύσκολο να επιτευχθούν, καθώς ο ΕΜΣ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ διαθέτουν πλέον, άμεσα ή έμμεσα, τα δικά τους μεγάλα ποσά του σχετικού χρέους. Οι απώλειες για αυτά τα επίσημα όργανα θα μπορούσαν τελικά να διαρρεύσουν στους φορολογούμενους σε χώρες όπως η Γερμανία, αντικρούοντας τις διαβεβαιώσεις στους γερμανούς ψηφοφόρους ότι δεν κινδυνεύουν.
Παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να μην έχει δοκιμαστεί, το πρόγραμμα οριστικών νομισματικών συναλλαγών (OMT) της ΕΚΤ, το οποίο επιτρέπει την αγορά απεριόριστων ποσών χρέους της ευρωζώνης, έχει στεφθεί με επιτυχία. Αλλά θα είναι πολιτικά δύσκολο για χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία να ζητήσουν βοήθεια, γνωρίζοντας ότι αν μια μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους είναι απαραίτητη, οι εγχώριοι φορολογούμενοι αντιμετωπίζουν απώλειες στις τραπεζικές καταθέσεις τους.
Η Γερμανία και τα άλλα κράτη μέλη της ευρωζώνης παραμένουν αντίθετα με την απεριόριστη αγορά κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος OMT. Η νομική βάση του προγράμματος παραμένει αβέβαιη, με την απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου να εξακολουθεί να παραμένει άγνωστη.
Η τραπεζική ένωση είχε ως στόχο «να σπάσει τον φαύλο κύκλο μεταξύ τραπεζών και κρατών». Τα βασικά στοιχεία οποιασδήποτε τραπεζικής ένωσης είναι η ασφάλιση των καταθέσεων και ένα κεντρικό ταμείο ανακεφαλαιοποίησης. Η γερμανική αντίθεση σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σχέδια για συγκεκριμένους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους για ένα σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων ή ανακεφαλαιοποίησης ολόκληρης της ευρωζώνης. Η Γερμανία επιμένει ότι η τραπεζική ένωση δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για την «κληρονομιά» του κινδύνου, δηλαδή, τα προβλήματα που προέρχονται από γεγονότα πριν από την οριστικοποίηση της τραπεζικής ένωσης.
Η τραπεζική ένωση έχει γίνει ένας ανεπαρκής ενιαίος εποπτικός μηχανισμός για ένα μικρό αριθμό τραπεζών της ευρωζώνης. Η ΕΕ διευκρίνισε ότι ο στόχος είναι πλέον μόνο να «αραιωθεί» ο σύνδεσμος.
Οι αδυναμίες των βασικών πολιτικών θα συνεχίσουν ολοένα και περισσότερο να είναι εκτεθειμένες, καθώς οι αγορές θα δοκιμάζουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την ΕΚΤ.
Πρώτα από όλα, η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και η αδυναμία της πραγματικής οικονομίας θα αυξήσουν την οικονομική πίεση στις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρότερων χωρών, όπως η Γερμανία, η οποία επωμίζεται εκ των πραγμάτων όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των υποχρεώσεων και των κινδύνων.
Δεύτερον, τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα θα συνεχιστούν. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες μπορεί να έχουν μέχρι και €1τρις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα επισφαλή χρέη και οι αδύναμες θέσεις του κεφαλαίου θα δημιουργήσουν τράπεζες ζόμπι, οι οποίες θα αδυνατούν ή δεν θα επιθυμούν να παρέχουν πιστώσεις προς την οικονομία, περιορίζοντας την όποια ανάκαμψη.
Τρίτον, οι ζωτικής σημασίας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας και των δικαιωμάτων θα είναι αργές, αντανακλώντας τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα και την έλλειψη αποδοχής πολλών μέτρων. Επιπλέον, η σχετική σταθερότητα των τελευταίων 12 μηνών έχει εφησυχάσει τις κυβερνήσεις, οδηγώντας τες σε μια ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας, μειώνοντας την επείγουσα ανάγκη της συνέχισης της οικονομικής αναδιάρθρωσης.
Τέταρτον, οι πολιτικές εντάσεις, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της ευρωζώνης, είναι πιθανό να αυξηθούν.
Οι πιέσεις θα εκδηλώνονται με πολλούς τρόπους. Οι ασθενέστερες χώρες μπορούν να απαιτούν επεκτάσεις των υφιστάμενων δανείων, πρόσθετη βοήθεια ή απομειώσεις χρέους.
Το κόστος δανεισμού των αδύναμων ευρωπαϊκών χωρών έχει αρχίσει να αυξάνεται, αντικατοπτρίζοντας παράγοντες όπως η οικονομική αδυναμία των δανειοληπτών, πολιτικές τάσεις, και την πιθανή σταδιακή μείωση του αμερικανικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Οι αμφιβολίες σχετικά με το πρόγραμμα OMT και η μείωση της ευελιξίας στο να χρησιμοποιούν οι εθνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία για την αγορά ομολόγων του δημοσίου, θα επιταχύνουν τις πιέσεις στις τιμές.
Για την Ευρώπη, πλέον, δεν υπάρχει διέξοδος, καθώς χωρίς ισχυρή ανάπτυξη (πράγμα απίθανο) τα προβλήματα του χρέους της, μπορεί να αποδειχθούν δυσεπίλυτα.
Σε αντίθεση με το 2012, δεν είναι σαφές ότι η απάντησή της –για να χρησιμοποιήσουμε την φρασεολογία της ΕΚΤ- θα είναι «κατάλληλη» και «αρκετή».