επίπεδα, επηρεάζοντας την καταναλωτική συμπεριφορά και περιορίζοντας σε υψηλότερο βαθμό τη ζήτηση σε όλα τα είδη, ζητά ο Ηρακλειώτης Βουλευτής κ. Λευτέρης Αυγενάκης με παρέμβασή του προς τους Υπουργούς Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής κ.κ. Ιωάννη Στουρνάρα, Κωστή Χατζηδάκη και Ιωάννη Μανιάτη.
Έντονος είναι ο προβληματισμός για το γεγονός ότι οι μεγάλες μειώσεις που έχουν γίνει στους μισθούς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δεν ακολουθούνται και από μειώσεις τιμών στα προϊόντα και τις υπηρεσίες, τα οποία παρουσιάζουν ανοδική πορεία και πιο συγκεκριμένα τα βασικά είδη διατροφής και η ενέργεια, παρά την πρωτοφανή οικονομική ύφεση και τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων.
Όπως επισημαίνει ο κ. Λ. Αυγενάκης στο έγγραφό του: «τα καρτέλ στην αγορά των τροφίμων και άλλων προϊόντων νοικοκυριού, οι υψηλοί έμμεσοι και άμεσοι φόροι, καθώς και η γραφειοκρατία εμποδίζουν τις επιχειρήσεις στο να ρίξουν τις τιμές, με αποτέλεσμα η ακρίβεια να συντηρείται αλλά και να καταγράφονται αυξήσεις σε βασικές κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, τη στιγμή που το εισόδημα των νοικοκυριών βαίνει συνεχώς μειούμενο, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών.»
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με έρευνα της ICAP Group, που επικαλείται τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο διάστημα 2009-2012 το εισόδημα των νοικοκυριών εμφανίζει αθροιστικά συρρίκνωση περί το 27%, αλλά οι τιμές των τροφίμων παρουσίασαν αύξηση 13%. «Αναπόφευκτα η εξέλιξη αυτή έχει επηρεάσει την καταναλωτική συμπεριφορά, περιορίζοντας σε αντίστοιχο βαθμό -ή και υψηλότερο- τη ζήτηση σε όλα τα είδη» υπογραμμίζει ο κ. Λ. Αυγενάκης.
Αυτή την οξύμωρη αντίθεση, της αύξησης των τιμών από τη μία πλευρά και της μεγάλης μείωσης των μισθών από την άλλη, εν καιρώ ύφεσης, αποκαλύπτει και μελέτη του Ινστιτούτου Εμπορίου Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Σύμφωνα με τα στοιχεία για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, οι τιμές σε βασικά προϊόντα έχουν αυξηθεί την περίοδο 2008-2013 όπως η ζάχαρη που πωλείται σε σχέση με το 2008 ακριβότερα κατά 21,53%. Το ρύζι έχει αυξηθεί 13,85%, τα αυγά ανέβηκαν κατά 19,05%, το αλάτι 6,38%, ενώ τα προϊόντα σοκολάτας ανατιμήθηκαν 10,86%. Εξαίρεση αποτελούν το νωπό - παστεριωμένο γάλα (-0,77%), το μεταλλικό νερό (-1,7) και κυρίως το ελαιόλαδο (-8,39%). Αξίζει να σημειωθεί πως σχεδόν ένας στους τρεις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα παίρνει λιγότερα από 586 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται κυρίως για μερικώς και προσωρινά απασχολούμενους αλλά και για νέους κάτω των 25 ετών.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Λ. Αυγενάκης στην παρέμβασή του προς τους αρμόδιους Υπουργούς: «δεδομένης της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, το αναμενόμενο θα ήταν οι τιμές να υποχωρούν με ανάλογο ρυθμό. Εντούτοις, οι υψηλές τιμές αποδίδονται μεταξύ άλλων στην ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, τη γραφειοκρατία, στις αντίστοιχα υψηλές τιμές προμήθειας των προϊόντων, στις υψηλές τιμές πετρελαίου, στο αυξημένο λειτουργικό κόστος, στα τιμολόγια της ΔΕΗ και άλλων ΔΕΚΟ.
Οι συντελεστές ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλοί καθώς βρίσκονται στα επίπεδα του 13% και 23%, όταν στην Ισπανία είναι 8% και 18% και στο Ηνωμένο Βασίλειο στο 5% και 20% αντίστοιχα. Η αυξημένη φορολόγηση στα υγρά καύσιμα και οι υψηλές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στη βενζίνη και στο ντίζελ έχουν καταστήσει τη χώρα μας μία από τις ακριβότερες στην ΕΕ ως προς το κόστος μεταφοράς. Έτσι οι επιχειρήσεις μετακυλούν αυτές τις δαπάνες στην τελική κατανάλωση. Ακόμη, το μη άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δυσκολεύει τους επιχειρηματίες στην αναζήτηση φθηνότερου προμηθευτή ρεύματος.
Επιπλέον, η δραστηριοποίηση λίγων επιχειρήσεων στην παραγωγή ή τη διάθεση τροφίμων και άλλων προϊόντων νοικοκυριού έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και το "φούσκωμα" των τιμών. Ακόμη, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, εξοβελίζει και κάθε δυνατότητα εισόδου νέου "παίκτη". Οι πολεοδομικοί περιορισμοί στους αποθηκευτικούς χώρους και στην ανάπτυξη logistics, καθώς και η γραφειοκρατία στις συναλλαγές με το Δημόσιο εκτοξεύουν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτό να περνά στις τελικές τιμές πώλησης των προϊόντων.
Τέλος, ο Ηρακλειώτης Βουλευτής επισημαίνει ότι «όλες αυτές οι στρεβλώσεις σε συνδυασμό με το περιορισμένο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, τον αποπληθωρισμό και την παρατεταμένη ύφεση δημιουργούν αυτή την οξύμωρη αντίθεση, της αύξησης των τιμών από τη μία πλευρά και της μεγάλης μείωσης των μισθών από την άλλη, η οποία στρέφεται στους καταναλωτές με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της διαβίωσής τους.»