της Κορίνας Καφετζοπούλου
Σήμερα είναι 82 ετών, ονομάζεται Θοδωρής Λαγουδάκης και είναι από τα Πιρουνιανά της Αγίας Βαρβάρας, του νομού Ηρακλείου.
Η μάνα του τον γέννησε στις 25 Μαρτίου το 1931 με τη βοήθεια της Κλεάνθης της μαμής που ήταν από τον Άγιο Θωμά. Όρθια τον έκανε στις 04.00 τα ξημερώματα πάνω σε μια πετρά. Είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας, ακολούθησαν ακόμα 11. Τα τέσσερα από τα αδέρφια του δεν πρόλαβε να τα δει να μεγαλώνουν. Δεν άντεξαν την πείνα του πολέμου και πέθαναν.
Ο ίδιος, το 1961, έγινε ο πρώτος κάτοικος των Πιρουνιανών που έφυγε για Μόναχο με γνώσεις 4ηςδημοτικού, αφού ο πόλεμος έκλεισε τα σχολεία.
«Όταν έφυγα το 1981 άφησα 86 άτομα στα Πιρουνιανά. Όταν επέστρεψα ύστερα από 37 χρόνια, βρήκα 8, σήμερα εδώ μένουμε μόνιμα 3 άτομα και μια οικογένεια που ήρθε πρόσφατα».
Στο Μόναχο έπιασε δουλειά στην Bayer στο τμήμα των ελαστικών. Η ιδιαιτερότητα ήταν ότι δούλευε στο τμήμα της πρώτης ύλης που δεν ήθελε να πλησιάσει κανείς.
Δεν φαίνονταν παρά μόνο τα μάτια από τη μουτζούρα. Δυο ώρες έκανε να πλυθεί για να καθαρίσει, ώρες τις οποίες και πληρωνόταν. Μπορεί κάθε ημέρα επί 30 χρόνια να τον περίμενε κάθε πρωί η καινούρια του στολή μέχρι και καινούρια παπούτσια και μάσκα, και να τηρούνταν όλοι οι κανόνες ασφαλείας, αλλά μέτρα για να περιορίσει τη μουτζούρα δεν υπήρχαν, γι'αυτό και η Bayer τον είχε στα «ώπα –ώπα» για να μη χάσει τον εργατικό Έλληνα, μέχρι και σχολείο τον πήγε.
Όταν συμπλήρωσε 30ετια και ήρθε η ώρα της σύνταξης του ζήτησαν, αν ήθελε, να μείνει.
«Έπαιρνα πιο πολλά λεφτά από τον προσωπάρχη. Ξεκίνησα με το βασικό κι έφτασα να παίρνω 13.000 μάρκα το μήνα από την Bayer.
To πόστο μου ήταν δύσκολο και ανθυγιεινό. Εγώ πρέπει να γλίτωσα και να μην αγόρασα ούτε μια ασπιρίνη επειδή έπινα 2-3 λίτρα γάλα την ημέρα. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα, αλλά όταν ήμουν εγώ η συγκεκριμένη εταιρεία είχε παγκοσμίως 5 εκ. εργαζόμενους.
Δεν έχει σχέση μόνο με φάρμακα. Εγώ δούλευα στο τμήμα των ελαστικών φτιάχναμε από λάστιχα αυτοκινήτων μέχρι λάστιχα για σκάφη. Εργαζόμουν στην πρώτη ύλη, έφτιαχνα το αρχικό μείγμα και έκανα την τροφοδοσία στους υπαλλήλους του τμήματος μου. Το δικό μας τμήμα ήταν σε έκταση 4,5 στρεμμάτων. Κι όταν λέμε τροφοδοσία εννοούμε , πρώτη ύλη με τους τόνους ημερησίως, δεν ήταν κάτι απλό.
Μέσα στο τμήμα που εργαζόμουνα ήμουν μόνος, δεν πλησίαζε άλλος. Έμπαινα μέσα και υπήρχε μια αόρατη σκόνη και όταν έβγαινα, μετά από 10-12 ώρες δουλειάς δε φαίνονταν παρά μόνο τα μάτια μου.
Γι'αυτό έπαιρνα τόσα πολλά λεφτά - πολύ περισσότερα ακόμα και από τον προσωπάρχη. Δυο ώρες χρειαζόμουνα για να πλυθώ και αυτές τις δυο ώρες τις πληρωνόμουν. Οι συνάδελφοι μου δεν είχαν δει ποτέ το πρόσωπό μου καθαρό, την ώρα των διαλειμμάτων και του φαγητού. Μια φορά - δε θα το ξεχάσω - πήγαμε όλοι μαζί σε ένα γάμο. Εγώ καθαρός, καλοντυμένος. Δίπλα μου καθόταν ένας Ζαχαριουδάκης από τη Μεγάλη Βρύση. Και γύρισε και με ρώτησε ποιός είμαι!
«Μπρε συ με κοροϊδεύεις; Κάθε ημέρα μαζί τρώμε! Δε με γνωρίζεις;»
Ο κ. Λαγουδάκης στη σύνταξη βγήκε το 1991 και για επτά χρόνια έκανε όλα αυτά που είχε στερηθεί και μετά γύρισε στη βάση του.
Στην ίδια δουλειά έμεινε 30 χρόνια και στο ίδιο σπίτι 27.
Όταν είπε ότι επιστρέφει στην Κρήτη η σπιτονοικοκυρά του, του χάριζε 50 αγελάδες κι ένα σπίτι για να μείνει!
Απαρνήθηκε τις αγελάδες που του έδινε η Γερμανίδα σπιτονοικοκυρά και μαζί με τη σύζυγο του, ήρθαν στα Πιρουνιανά.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αγοράσει 100 πρόβατα και να αρχίσει να παίρνει βαθιές ανάσες οξυγόνου...
Η μάνα του τον γέννησε στις 25 Μαρτίου το 1931 με τη βοήθεια της Κλεάνθης της μαμής που ήταν από τον Άγιο Θωμά. Όρθια τον έκανε στις 04.00 τα ξημερώματα πάνω σε μια πετρά. Είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας, ακολούθησαν ακόμα 11. Τα τέσσερα από τα αδέρφια του δεν πρόλαβε να τα δει να μεγαλώνουν. Δεν άντεξαν την πείνα του πολέμου και πέθαναν.
Ο ίδιος, το 1961, έγινε ο πρώτος κάτοικος των Πιρουνιανών που έφυγε για Μόναχο με γνώσεις 4ηςδημοτικού, αφού ο πόλεμος έκλεισε τα σχολεία.
«Όταν έφυγα το 1981 άφησα 86 άτομα στα Πιρουνιανά. Όταν επέστρεψα ύστερα από 37 χρόνια, βρήκα 8, σήμερα εδώ μένουμε μόνιμα 3 άτομα και μια οικογένεια που ήρθε πρόσφατα».
Στο Μόναχο έπιασε δουλειά στην Bayer στο τμήμα των ελαστικών. Η ιδιαιτερότητα ήταν ότι δούλευε στο τμήμα της πρώτης ύλης που δεν ήθελε να πλησιάσει κανείς.
Δεν φαίνονταν παρά μόνο τα μάτια από τη μουτζούρα. Δυο ώρες έκανε να πλυθεί για να καθαρίσει, ώρες τις οποίες και πληρωνόταν. Μπορεί κάθε ημέρα επί 30 χρόνια να τον περίμενε κάθε πρωί η καινούρια του στολή μέχρι και καινούρια παπούτσια και μάσκα, και να τηρούνταν όλοι οι κανόνες ασφαλείας, αλλά μέτρα για να περιορίσει τη μουτζούρα δεν υπήρχαν, γι'αυτό και η Bayer τον είχε στα «ώπα –ώπα» για να μη χάσει τον εργατικό Έλληνα, μέχρι και σχολείο τον πήγε.
Όταν συμπλήρωσε 30ετια και ήρθε η ώρα της σύνταξης του ζήτησαν, αν ήθελε, να μείνει.
«Έπαιρνα πιο πολλά λεφτά από τον προσωπάρχη. Ξεκίνησα με το βασικό κι έφτασα να παίρνω 13.000 μάρκα το μήνα από την Bayer.
To πόστο μου ήταν δύσκολο και ανθυγιεινό. Εγώ πρέπει να γλίτωσα και να μην αγόρασα ούτε μια ασπιρίνη επειδή έπινα 2-3 λίτρα γάλα την ημέρα. Δεν ξέρω τι γίνεται τώρα, αλλά όταν ήμουν εγώ η συγκεκριμένη εταιρεία είχε παγκοσμίως 5 εκ. εργαζόμενους.
Δεν έχει σχέση μόνο με φάρμακα. Εγώ δούλευα στο τμήμα των ελαστικών φτιάχναμε από λάστιχα αυτοκινήτων μέχρι λάστιχα για σκάφη. Εργαζόμουν στην πρώτη ύλη, έφτιαχνα το αρχικό μείγμα και έκανα την τροφοδοσία στους υπαλλήλους του τμήματος μου. Το δικό μας τμήμα ήταν σε έκταση 4,5 στρεμμάτων. Κι όταν λέμε τροφοδοσία εννοούμε , πρώτη ύλη με τους τόνους ημερησίως, δεν ήταν κάτι απλό.
Μέσα στο τμήμα που εργαζόμουνα ήμουν μόνος, δεν πλησίαζε άλλος. Έμπαινα μέσα και υπήρχε μια αόρατη σκόνη και όταν έβγαινα, μετά από 10-12 ώρες δουλειάς δε φαίνονταν παρά μόνο τα μάτια μου.
Γι'αυτό έπαιρνα τόσα πολλά λεφτά - πολύ περισσότερα ακόμα και από τον προσωπάρχη. Δυο ώρες χρειαζόμουνα για να πλυθώ και αυτές τις δυο ώρες τις πληρωνόμουν. Οι συνάδελφοι μου δεν είχαν δει ποτέ το πρόσωπό μου καθαρό, την ώρα των διαλειμμάτων και του φαγητού. Μια φορά - δε θα το ξεχάσω - πήγαμε όλοι μαζί σε ένα γάμο. Εγώ καθαρός, καλοντυμένος. Δίπλα μου καθόταν ένας Ζαχαριουδάκης από τη Μεγάλη Βρύση. Και γύρισε και με ρώτησε ποιός είμαι!
«Μπρε συ με κοροϊδεύεις; Κάθε ημέρα μαζί τρώμε! Δε με γνωρίζεις;»
Ο κ. Λαγουδάκης στη σύνταξη βγήκε το 1991 και για επτά χρόνια έκανε όλα αυτά που είχε στερηθεί και μετά γύρισε στη βάση του.
Στην ίδια δουλειά έμεινε 30 χρόνια και στο ίδιο σπίτι 27.
Όταν είπε ότι επιστρέφει στην Κρήτη η σπιτονοικοκυρά του, του χάριζε 50 αγελάδες κι ένα σπίτι για να μείνει!
Απαρνήθηκε τις αγελάδες που του έδινε η Γερμανίδα σπιτονοικοκυρά και μαζί με τη σύζυγο του, ήρθαν στα Πιρουνιανά.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αγοράσει 100 πρόβατα και να αρχίσει να παίρνει βαθιές ανάσες οξυγόνου...