Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για έκδοση του κ. Μιχαηλίδη στην Ελλάδα, βάσει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, για να δικαστεί ως κατηγορούμενος στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου.
Το Δικαστήριο απέρριψε και τους επτά λόγους έφεσης τους οποίους είχαν επικαλεστεί οι δικηγόροι του πρώην Υπουργού Εσωτερικών προκειμένου να πείσουν ότι η πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ήταν λανθασμένη.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο Ντίνος Μιχαηλίδης θα πρέπει να εκδοθεί στην Ελλάδα το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα, ενώ μέχρι την έκδοση του θα παραμείνει υπό κράτηση.
Διαβάζοντας την μακροσκελή απόφαση, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Στέλιος Ναθαναήλ είπε ότι «ουδείς λόγος έφεσης ευσταθεί. Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται».
Σημείωσε ότι «η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29 (1) του Νόμου το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα».
«Ο Εφεσείων στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας», συμπλήρωσε.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αναφέρθηκε εκτενώς στους λόγους για τους οποίους καταχωρήθηκε η έφεση και ακολούθως παρουσίασε το σκεπτικό απόρριψης τους.
Όπως είπε, οι δύο πρώτοι λόγοι της έφεσης αφορούσαν «στην καταστρατήγηση του βασικού δικαιώματος του Εφεσείοντος να τύχει κατ’ ουσίαν δίκαιης μεταχείρισης λόγω του καταιγισμού δημοσιευμάτων και δηλώσεων που ακολούθησαν την κατάθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού του πρώτου εντάλματος εναντίον του Εφεσείοντος».
Αναφερόμενος αρχικά στη δημοσιογραφική κάλυψη που έτυχε η υπόθεση, είπε ότι η κάλυψη αυτή «στα πλαίσια και της ελευθερίας του Τύπου, δεν μπορεί αντικειμενικά να λεχθεί ότι υπερέβη το μέτρο, έστω και αν ορισμένα δημοσιεύματα, διαπνέονται και από πολιτική ή κομματική χροιά, ανάλογα με την εφημερίδα».
Το Ανώτατο χαρακτήρισε ως ορθή τη θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «τα δημοσιεύματα αυτά δεν παρενέβαιναν στο έργο του Δικαστηρίου».
Όσον αφορά τις δηλώσεις αξιωματούχων είτε δια ζώσης, είτε δια ανακοινώσεων πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου είπε ότι «το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη στιγματίσει την αχρείαστη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας ή εν αναμονή της παραπομπής υπόπτου ενώπιον της Δικαιοσύνης».
«Οι αχρείαστες και εν πολλοίς υπερβολικές δηλώσεις κρατικών και άλλων αξιωματούχων σ’ ό,τι αφορά, γενικότερα, τα δικαστικά δρώμενα και η συνεχής επεμβατική δημοσιογραφία, καθοδηγώντας, ή, ακόμη και δημιουργώντας, στις πλείστες όσες περιπτώσεις, το λεγόμενο περί δικαίου κοινό αίσθημα, δεν περιποιεί τιμή σε κανένα», πρόσθεσε.
Σημείωσε, ωστόσο, ότι «δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην πρωτόδικη κρίση. Το Δικαστήριο συζήτησε επί ορθής νομικής και πραγματική βάσης τα όσα τέθηκαν επί του θέματος ενώπιον του και ορθά αναφέρθηκε στη διαχρονική νομολογία, ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, όσο έντονα και να είναι, ούτε και εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δική».
Σε σχέση με τους άλλους λόγους έφεσης που αφορούν στα της τροποποίησης του Συντάγματος κατά τρόπο που επεμβαίνουν στη δικαστική δικαιοδοσία, το Ανώτατο έκρινε τις θέσεις που εξέφρασαν οι δικηγόροι του κ. Μιχαηλίδη ως «αβάσιμες και στερούνται πειστικότητας».
Αναφερόμενος στα «κατ’ ισχυρισμόν κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος, με την παρουσίαση του στο Δικαστήριο κατά τη διαδικασία της προώθησης του πρώτου Εντάλματος», ο Πρόεδρος του Ανωτάτου είπε ότι «ουδέν δικαίωμα απέκτησε ή είχε ο Εφεσείων ή εδραιώθηκε σ’ αυτόν. Οι δύο διαδικασίες του πρώτου και του νέου εντάλματος είναι εντελώς διακριτές», πρόσθεσε.
Απαντώντας «στον ισχυρισμό που τέθηκε…για εσπευσμένη μεθοδευμένη, και επιλεκτική τροποποίηση του Συντάγματος, με σκοπό τη στοχοποίηση του Εφεσείοντος», ο κ. Ναθαναήλ είπε ότι «προκύπτει αβίαστα ότι η Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος δεν στοχοποιούσε τον Εφεσείοντα.
«Το τι μπορεί να καταλογιστεί στη Δημοκρατία και συγκεκριμένα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι η καθυστέρηση στην ψήφιση της αναγκαίας τροποποίησης, παρά την προς τούτο υπόδειξη της αναγκαιότητας από τον Γενικό Εισαγγελέα, θα πρόσθετε δε, στο όλο πρόβλημα της καθυστέρησης στην Τροποποίηση, αν αναμενόταν να λήξει η προθεσμία συμμόρφωσης την 1.12.2014».
«Το ότι εσπευσμένα λοιπόν η Βουλή πέρασε την Έβδομη Τροποποίηση παραμένει γεγονός, καθώς επίσης και ότι εσπευσμένα προχώρησε ταχέως η υπογραφή του νόμου από τον Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η δημοσίευση του σε έκτακτη έκδοση της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας», είπε.
Και πρόσθεσε «Και πάλι πρέπει να λεχθεί ότι δεν περιποιεί τιμή στη Δημοκρατία ο τρόπος ενέργειας, ώστε να δοθεί η εντύπωση στοχοποίησης του Εφεσείοντος. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων όμως, ουδόλως ισοδυναμεί με λόγο νομικής ακύρωσης του νέου Εντάλματος».
«Το γεγονός παραμένει ένα: ότι η όποια καθυστέρηση στην προώθηση και ψήφιση της Έβδομης Τροποποίησης, ουδόλως επηρεάζει ή παραβλάπτει κεκτημένα δικαιώματα του Εφεσείοντος, γιατί τέτοια δικαιώματα δεν υπήρχαν».
Ως προς την προφυλάκιση του Εφεσείοντος σε περίπτωση έκδοσης του στην Ελλάδα, το Ανώτατο αποφάσισε ότι «πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε το πρόωρο, αλλά και το θεωρητικό του ισχυρισμού αυτού, εφόσον ουδείς μπορεί να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα ο εφεσείων θα τύχει, αν τύχει, προφυλάκισης ή οποιασδήποτε άλλης σχετικής ποινικής μεταχείρισης».
«Σε σχέση με την αιτίαση ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να δικαστεί στην Κύπρο και ότι εδώ είχε ήδη αρχίσει η διερεύνηση σχετικών αδικημάτων, είναι και πάλι ορθή η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν έχει δικαίωμα επιλογής της χώρας στην οποία θα διωχθεί».
Σχολιάζοντας την απόφαση, η Ανώτερη Δικηγόρος της Γενικής Εισαγγελίας, Λουΐζα Χριστοδουλίδου – Ζαννέτου είπε ότι «τώρα, εναπόκειται πλέον στην κεντρική αρχή που είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως το ταχύτερο δυνατόν να παραδώσει τον κ. Μιχαηλίδη στις Ελληνικές αρχές εντός 10 ημερών το αργότερο».
«Θα ήθελα να επαναλάβω –αυτό που είχε λεχθεί και στο Δικαστήριο – ότι εδώ δεν πρόκειται για ποινική δίκη που έγινε στην Κύπρο. Ο κ. Μιχαηλίδης θεωρείται ύποπτος και οι ελληνικές αρχές θα αποφασίσουν για την πορεία της υπόθεσης», κατέληξε.