Στην Αμερική της δεκαετίας του 20, υπήρξε μια άνευ προηγουμένου καταναλωτική έξαρση και μια τάση για κυνήγι εύκολου χρήματος. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη Δύση γενικότερα, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 90 και έπειτα. Το μεγάλο κραχ του 29 και η εξαθλίωση που επέφερε σε εκατομμύρια ανθρώπους, ήταν ουσιαστικά μια μεγάλη νίκη των μεγαλοτραπεζιτών και των κερδοσκόπων που έκαναν χρυσές δουλειές πάνω στο “πτώμα” της τότε μεσαίας τάξης και έτσι, η κυβέρνηση Ρούσβελτ αναγκάστηκε να στραφεί στο Κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο, όπου η οικονομία θα μπορούσε να επαναεκκινηθεί με κεντρικό μοχλό το κράτος.
Ο προκάτοχος του Ρούσβελτ και πρόεδρος των ΗΠΑ κατά την μεγάλη οικονομική κρίση του 29, Χέρμπερτ Χούβερ, του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, δεν πίστευε στο κράτος πρόνοιας, αλλά στην λιτότητα και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Είναι μια αντίληψη που επιβάλει σήμερα η κυβέρνηση Μέρκελ στην ευρωζώνη, σε αντίθεση με την Αμερικανική κυβέρνηση που, παραδοσιακά, ιδιαίτερα επί προεδρίας Δημοκρατικών προέδρων, δίνει βάρος στην ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Όμως, η ολοκληρωτική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, αλλάζει ραγδαία τις πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα στον Δυτικό κόσμο.
Η υποχώρηση της απορρύθμισης και το “Νιου Ντιλ”
Ο Ρούσβελτ εφάρμοσε μια επιθετική πολιτική κρατικών επενδύσεων, προκειμένου να επανεκκινήσει την οικονομία και να καταπολεμήσει την ανεργία που είχε φτάσει σε εφιαλτικά επίπεδα μετά το μεγάλο κραχ του 29. Επιπλέον, δημιούργησε νέες υποδομές που ωφέλησαν με πολλούς τρόπους την Αμερικανική κοινωνία. Ένα μόνο παράδειγμα, αποτελεί η κρατική εταιρία Tennessee Valley Authority (TVA) που δημιουργήθηκε τον Μάιο του 1933, προκειμένου να κατασκευαστούν, μεταξύ άλλων, αντιπλημμυρικά έργα και φράγματα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της κοιλάδας του Τενεσί, μια περιοχή που είχε πληγεί ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Οι ιδιωτικές εταιρίες ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένες που αποκλείστηκαν από το πρόγραμμα και έχασαν την ευκαιρία για μεγάλα κέρδη.
Ο Ρούσβελτ αντιμετώπισε κριτικές από όλο το πολιτικό φάσμα. Η Αμερικανική οικονομική ελίτ τον κατέκρινε επειδή δεν ήθελε να επιβαρυνθεί με επιπλέον φόρους για την υλοποίηση του “Νιου Ντιλ”. Ακόμα και το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ κινήθηκε εναντίον του, θεωρώντας ότι πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις του “Νιου Ντιλ” ήταν αντισυνταγματικές. Η προπαγάνδα που εξαπέλυσε η οικονομική ελίτ, επιχείρησε να βαφτίσει τις πολιτικές του “Νιου Ντιλ” Σοσιαλιστικές ή ακόμα και Κομμουνιστικές, κάτι που γίνεται και σήμερα στην Αμερική αλλά και στην Ελλάδα πλέον.
Ένα απόσπασμα από ομιλία του Ρούσβελτ είναι χαρακτηριστικό: “Μερικοί άτολμοι άνθρωποι που φοβούνται την πρόοδο, θα προσπαθήσουν να δώσουν παράξενα ονόματα σε αυτό που κάνουμε. Μερικές φορές θα το αποκαλέσουν “Φασισμό”, άλλες φορές “Κομμουνισμό”, άλλες φορές “αυστηρή ρύθμιση”, άλλες φορές “Σοσιαλισμό”. Όμως, με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν να κάνουν ιδιαίτερα περίπλοκο και θεωρητικό, κάτι το οποίο είναι πραγματικά πολύ απλό και πολύ πρακτικό.”
Παρά τις όποιες ατέλειες, το “Νιου Ντιλ” του Ρούσβελτ δημιούργησε εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και νέες υποδομές προς όφελος όλων των Αμερικανών πολιτών, έδωσε ανάσα και ώθηση σε τομείς όπως η γεωργία, ενίσχυσε την κοινωνική ασφάλιση και ανόρθωσε γενικότερα την οικονομία. Η απάντηση του Ρούσβελτ, “φυσικά και ξοδεύουμε λεφτά”, στους επικριτές του, αποτύπωνε την αντίληψη της κυβέρνησης του, ότι προέχει πάνω από όλα η ευημερία και η ανακούφιση του λαού και όχι η αυστηρή λιτότητα για χάρη των οικονομικών δεικτών. Πραγματικά, ενώ το 1933 το δημόσιο χρέος ήταν στο 20% του ΑΕΠ, μέχρι το 1936 το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε, αλλά αυτό που ένοιαζε τον Ρούσβελτ ήταν να ανακουφίσει τους Αμερικανούς πολίτες και να τους δώσει ελπίδα και προοπτική.
Τι μεσολάβησε μέχρι τον Ομπάμα
Ενώ ο Ρουσβελτ, παρά την σφοδρή κριτική που δέχτηκε, κατάφερε να επιβάλλει μια σειρά μεταρρυθμίσεων που κυριολεκτικά μεταμόρφωσαν το Αμερικανικό κράτος και του έδωσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανόρθωση της οικονομίας, ενάντια στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και υπέρ του Αμερικανικού λαού, ο Ομπάμα σήμερα δέχεται έναν σκληρό πόλεμο για το “Ομπάμακερ”, δηλαδή μόνο για μια μεταρρύθμιση που προσπαθεί με πολύ κόπο να περάσει και αφορά αποκλειστικά τον τομέα της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Τα πράγματα σήμερα είναι πολύ δύσκολα για τον Ομπάμα και για οποιονδήποτε θελήσει να περάσει νόμους που θα ενίσχυαν το κράτος πρόνοιας και γενικότερα θα ήταν προς όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας, ακριβώς επειδή κυριαρχεί ολοκληρωτικά το νεοφιλελεύθερο δόγμα, που ευνοεί μια οικονομική ολιγαρχία, στην κορυφή της οποίας, βρίσκονται οι μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες.
Η πρώτη μεγάλη νίκη των μεγαλοτραπεζιτών καταγράφηκε τον Δεκέμβριο του 1913, όταν επί κυβέρνησης Γούντροου Γουίλσον, ο έλεγχος του δολαρίου πέρασε οριστικά στις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες με τον νόμο Federal Reserve Act. Για την ιστορία, η τελική υπογραφή από τον πρόεδρο Γουίλσον μπήκε μόλις δύο μέρες πριν από την αργία των Χριστουγέννων του 1913, αν λέει κάτι αυτό. Έτσι, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ συνέχισε να είναι “Ομοσπονδιακή” μόνο στα χαρτιά, καθώς ο πλήρης έλεγχος της ποσότητας και της ροής του χρήματος, πέρασε οριστικά στα χέρια των μεγαλοτραπεζιτών.
Αν και η κρίση του 29 αποτέλεσε ένα πεδίο δοκιμής των νέων συνθηκών, ο κανόνας του χρυσού που ίσχυε την εποχή εκείνη δεν επέτρεπε στην “Ομοσπονδιακή” τράπεζα να τυπώσει χρήμα κατά βούληση, φορτώνοντας με περισσότερο χρέος την κυβέρνηση. Οι μεγαλοτραπεζίτες δεν μπορούσαν να ελέγχουν πλήρως την κυβέρνηση μέσω του χρέους και έτσι ο Ρούσβελτ, σε συνδυασμό με την ισχυρή του προσωπικότητα, κατάφερε να περάσει τους νόμους που ήθελε, παρά τον πόλεμο που δέχθηκε.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιχειρήθηκαν να μπουν κάποιοι κανόνες στην αγορά με τη συνθήκη του Μπρέτον Γουντς, αλλά το 1971, ο Νίξον ανακοίνωσε την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, ανοίγοντας τον δρόμο για την ολοκληρωτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και των μεγάλων τραπεζών.
Λίγο αργότερα, ο Μίλτον Φρίντμαν και τα “παιδιά του Σικάγο” διεξάγουν το πρώτο μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα, χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωο την Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ. Οι Ρήγκαν και Θάτσερ, φανατικά ταγμένοι στην υπηρεσία του νεοφιλελεύθερου δόγματος, εφαρμόζοντας τις αντίστοιχες πολιτικές που ευνοούσαν την απορρύθμιση και την διάλυση του κοινωνικού κράτους, φροντίζουν ώστε να επεκταθεί η κυριαρχία του την δεκαετία του 80. Το 1992, ο πρώην τραπεζίτης πρόεδρος της Σίτιγκρουπ, Γουόλτερ Ρίστον, αναγγέλλει τελικά την ολοκληρωτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού μέσα από το βιβλίο του “Το λυκόφως της κυριαρχίας”, ενώ την ίδια χρονιά, ο τότε πρόεδρος της “Ομοσπονδιακής” τράπεζας, Άλαν Γκρίνσπαν, “προειδοποιεί” τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, να αποσύρει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για κοινωνικές παροχές καθώς, όπως υποστήριζε, το έλλειμμα βρισκόταν σε επικίνδυνα επίπεδα.
Ακολούθησε μια εικοσαετία με οικονομικές φούσκες και αποτυχημένες πολιτικές με βασικό εργαλείο το ΔΝΤ σε πολλές περιοχές του πλανήτη. Οι μόνοι κερδισμένοι ήταν οι μεγάλες τράπεζες και οι κερδοσκόποι, ενώ οι οικονομίες πολλών χωρών καταστράφηκαν.
Ομπάμα: ίσως να θέλει αλλά σίγουρα δεν μπορεί
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα δεδομένα, θα δει ότι το μερίδιο του δημόσιου χρέους που κατέχει η “Ομοσπονδιακή” τράπεζα έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ το 2011, φτάνοντας στο 11,2% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από το 1940 και μετά, και πιθανόν το ιστορικά υψηλότερο. Το 2012, το ποσοστό αυτό ήταν επίσης υψηλό, στο 10,6% του ΑΕΠ. Μόνο μια φορά το ποσοστό αυτό έφτασε σε τέτοια επίπεδα: ήταν το 1946, δηλαδή λίγο μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έφτασε στο 10,7% του ΑΕΠ.
Η κατακόρυφη αύξηση του χρέους της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς την “Ομοσπονδιακή” τράπεζα, οφείλεται στις αλλεπάλληλες πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή κατά κύριο λόγο “τύπωμα” χρήματος, που υποτίθεται ότι γίνονται για να τονωθεί η οικονομία. Αντί αυτού όμως, τα λεφτά πήγαν αποκλειστικά για την διάσωση των μεγαλύτερων τραπεζών, μερικές από τις οποίες συμμετέχουν στην “Ομοσπονδιακή” τράπεζα! Δηλαδή τα λεφτά έκαναν έναν κύκλο, επιστρέφοντας στις τράπεζες και φορτώνοντας την Αμερικανική κυβέρνηση με περισσότερο χρέος, το οποίο θα μεταφερθεί στις επόμενες γενιές! Αναπάντητα παραμένουν επίσης τα ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση με βάση την οποία, η “Ομοσπονδιακή” τράπεζα εφοδίασε, “υπογείως”, με περισσότερα από 9 τρισεκατομμύρια δολάρια, διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με αμφίβολους ισολογισμούς, κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται σήμερα με το ζήτημα.
Οι οικονομικά ισχυρότεροι βλέπουν μόνο αριθμούς και όχι ανθρώπους. Ο ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός σημαίνει γι'αυτούς “περισσότεροι φόροι”, ενώ αντίθετα, το “κλείσιμο” της κυβέρνησης σημαίνει “λιγότεροι φόροι”. Ενώ ο Ρούσβελτ έκανε τόσες ενέργειες για να αναμορφώσει το κράτος και να ανακουφίσει τον Αμερικανικό λαό, ο Ομπάμα δεν μπορεί να περάσει ούτε ένα νομοσχέδιο για την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση. Η επίσκεψη που δέχθηκε από τους μεγαλύτερους τραπεζίτες λίγο μετά την ανακοίνωση του “κλεισίματος” της Αμερικανικής κυβέρνησης είναι χαρακτηριστική. Οι τραπεζίτες δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα πλέον, γιατί θέλουν να δείξουν καθαρά ποιος είναι πραγματικά το “μεγάλο αφεντικό”.
Και έτσι είναι τα πράγματα, καθώς, η καθιέρωση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και η ραγδαία άνοδος της τεχνολογίας των υπολογιστών, καθιστούν την Αμερικανική “Ομοσπονδιακή” τράπεζα ως τον απόλυτο κυρίαρχο. Έτσι, αν θεωρητικά η Κίνα, για παράδειγμα, απαιτούσε την αποπληρωμή ολόκληρου του Αμερικανικού χρέους σε δολάρια μέσα σε μια μέρα, αυτό θα μπορούσε να γίνει πρακτικά με το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή. Το μερίδιο χρέους της Κίνας θα περνούσε αυτόματα στα χέρια της “Ομοσπονδιακής” τράπεζας. Καταλαβαίνει κανείς ότι η όποια Αμερικανική κυβέρνηση είναι πλήρως ελεγχόμενη από τους “banksters”.
Οι τραπεζίτες, που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας των οικονομικών ελίτ, θέλουν να διασφαλίσουν τον τελικό στόχο του νεοφιλελεύθερου δόγματος, που είναι η διάλυση του έθνους-κράτους. Κάτι τέτοιο, θα απάλλασσε οριστικά τις οικονομικές ελίτ από την κρατική εποπτεία και από τους φόρους υπέρ του κράτους πρόνοιας, δηλαδή υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων και θα οριστικοποιούσε την κυριαρχία τους μέσω της αυξανόμενης συγκέντρωσης πλούτου, σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον πλήρους απορρύθμισης. Γι'αυτό, δεν θέλουν με κανένα τρόπο να ανοίξει ένας γύρος κρατικής παρέμβασης τύπου Ρούσβελτ, γιατί αυτό θα μπορούσε να ανακόψει τον τελικό τους στόχο.
Έτσι, οι τραπεζίτες ειδικότερα, δεν θέλουν να ρισκάρουν την εμφάνιση ενός “τρελού” πολιτικού τύπου Άντριου Τζάκσον, που εθνικοποίησε την κεντρική τράπεζα και μηδένισε το χρέος, γιατί αυτό θα σήμαινε το τέλος της απόλυτης κυριαρχίας τους.