tromaktiko: Πώς οι Δυτικές κοινωνίες έχασαν την πίστη τους στο όραμα

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Πώς οι Δυτικές κοινωνίες έχασαν την πίστη τους στο όραμα



του system failure
Γιατί δεν ξεσηκώνονται οι άνθρωποι μαζικά; Γιατί δεν επαναστατούν; Πώς τα ανεχόμαστε όλα αυτά που μας επιβάλουν; Είναι ερωτήματα που απασχολούν όλο και περισσότερους ανθρώπους στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, με...
αφορμή την οικονομική κρίση. Κυκλοφορούν διάφορες θεωρίες ως απάντηση, που συμπεριλαμβάνουν πολλές φορές και την ψυχοσύνθεση των σημερινών Ελλήνων, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες πίσω από αυτή τη μαζική αδράνεια και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά, ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο.

Πριν από την αυγή του 20ου αιώνα, ο Νίτσε αναγγέλλει το θάνατο του Θεού. Η Δύση, μέσα από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις θα εναποθέσει όλες τις ελπίδες της στην επιστήμη. Ο ντετερμινισμός του Λαπλάς οδηγεί στον παντοδύναμο άνθρωπο που, μέσω της επιστήμης, μπορεί να βρει όλες τις απαντήσεις για τον κόσμο. Η τεχνολογία, ως απόρροια των επιστημονικών ανακαλύψεων, υπόσχεται ευημερία και μια πιο άνετη ζωή για τους περισσότερους.

Η επιστήμη γίνεται ο κεντρικός πυλώνας που θα σηκώσει το βάρος του Δυτικού οικοδομήματος, αλλά όχι για πολύ. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από τις νέες θεωρίες της Φυσικής και των Μαθηματικών λίγο αργότερα, η επιστήμη ανακαλύπτει την αδυναμία της να περιγράψει επακριβώς τον κόσμο, να δώσει ακριβείς απαντήσεις για το πως λειτουργεί η Φύση, το ίδιο το Σύμπαν. Τα πάντα σχετικοποιούνται, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις και τα όποια πειράματα, είναι πολύ λίγα για να περιγράψουν επακριβώς την πραγματικότητα. Αυτό που αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο μυαλό, δεν είναι παρά μια απεικόνιση του πραγματικού κόσμου, προσαρμοσμένη στις ατελείς ανθρώπινες αισθήσεις. Μοιραία, ο ίδιος ο ανθρώπινος λόγος ανακαλύπτει τα όριά του.

Η σοκαριστική διαπίστωση του ανθρώπου ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρει τις απαντήσεις που αναζητά για τον κόσμο, είτε μέσω της θρησκείας, είτε μέσω της επιστήμης, σηματοδοτούν την αρχή μιας πολιτισμικής κρίσης για τον Δυτικό κόσμο που συνεχίζεται για πάνω από έναν αιώνα και μέχρι σήμερα.

H ανάδυση του “homo consumericus”

Η αρχή αυτής της κρίσης σηματοδοτεί και την μετάλλαξη των Δυτικών κοινωνιών και τις οδηγεί σε ένα είδος εσωστρέφειας, καθώς, το υπερβατικό και η εξήγηση του κόσμου, απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από το επίκεντρο της ανθρώπινης αναζήτησης. Η επιστήμη επικυρώνει την πρωτόγονη φύση του ανθρώπου και η τεχνολογία ανοίγει το δρόμο για την μαζική παραγωγή προϊόντων. Έτσι, ο “πατέρας” των Δημοσίων Σχέσεων, Έντουαρντ Μπερνέζ (Edward Bernays), χρησιμοποιώντας τις θεωρίες του θείου του, Σίγκμουντ Φρόυντ, θα μετατρέψει την Αμερική της δεκαετίας του 20 σε ένα τεράστιο πειραματικό εργαστήριο μαζικής κατανάλωσης. Γεννιέται έτσι ο άνθρωπος-καταναλωτής ή homo consumericus.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, μια άκρως μονοδιάστατη και μηχανιστική αντίληψη για τη φύση του ανθρώπου, θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά. Οι νέες ανακαλύψεις στην βιολογία σε συνδυασμό με τις θεωρίες του Φρόυντ, παρουσιάζουν τον άνθρωπο ως δέσμιο των γονιδίων και των ενστίκτων του.

Άνθρωποι όπως, οι οικονομολόγοι Φρίντριχ Βον Χάυεκ (F. A. Hayek) και Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman), η συγγραφέας Άιν Ραντ (Ayn Rand), ο μαθηματικός Τζον Νας (John Forbes Nash) και ο ψυχίατρος Ρόναλντ Ντέιβιντ Λανγκ (Ronald David Laing), θα προωθήσουν την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα εγωιστικό ον και λειτουργεί αποκλειστικά με βάση το προσωπικό του συμφέρον. Ο ακραίος ατομικισμός γίνεται όλο και περισσότερο ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Δυτικού ανθρώπου και έννοιες όπως αυτή του αλτρουισμού, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, αποβάλλονται από τον κεντρικό πυρήνα της σκέψης του. Ο Δυτικός άνθρωπος αποδέχεται ορθολογικά ότι οι έννοιες αυτές είναι καθαρά ουτοπικές και ότι δεν πρόκειται ποτέ να εφαρμοστούν καθολικά στις κοινωνίες.

Και όμως, οι αρχικές συνθήκες των θεωριών που οδήγησαν στην κυρίαρχη αυτή αντίληψη, ήταν συχνά αυθαίρετες, αν όχι λανθασμένες. Για παράδειγμα, ο Τζον Νας, πίστευε ότι ο κάθε άνθρωπος διακατέχεται συνεχώς από ένα αίσθημα καχυποψίας απέναντι στους άλλους και ότι σχεδιάζει συνεχώς στρατηγικές εναντίον τους προκειμένου να ωφεληθεί. Σχεδίασε ορισμένα παιχνίδια πάνω σε αυτή τη φιλοσοφία και ένα από αυτά το ονόμασε «άντε γ***σου φιλαράκο», (αργότερα δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «γεια χαρά κορόιδο»), όπου ο μόνος τρόπος για να κερδίσει κάποιος είναι να προδώσει τον αντίπαλό του. Αν όλοι οι παίχτες συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο, τότε το παιχνίδι αποδεικνύονταν ότι είχε μια λογική βάση. Όταν όμως οι αναλυτές της εταιρίας στρατηγικών αναλύσεων RAND θέλησαν να την δοκιμάσουν στους γραμματείς τους, οι τελευταίοι επέλεξαν να συνεργαστούν αντί να αλληλοπροδοθούν. Αυτό δεν ήταν αρκετό για τους αναλυτές στο να καταλήξουν ότι η φιλοσοφία του παιχνιδιού ήταν λανθασμένη, θεωρώντας ότι οι γραμματείς ήταν ακατάλληλα πρόσωπα για το πείραμα αυτό.

Όμως, αυτό που δεν ήταν γνωστό την εποχή εκείνη, είναι ότι ο ίδιος ο Νας υπέφερε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια και ήταν ιδιαίτερα καχύποπτος με όλους τους ανθρώπους από το περιβάλλον του, ακόμα και τους συναδέλφους του, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι πολλοί από αυτούς ήταν μπλεγμένοι σε συνωμοσίες εναντίον του. Σε μεγαλύτερη ηλικία ο Νας παραδέχθηκε, ότι οι τότε παρανοϊκές πεποιθήσεις του ήταν φανταστικές.

Ένα άλλο παράδειγμα, είναι αυτό του διάσημου ψυχίατρου Ρόναλντ ΝτέΙβιντ Λανγκ, ο οποίος χρησιμοποίησε την θεωρία παιγνίων για να μοντελοποιήσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς εγωιστές και ότι σχεδιάζουν αυθόρμητα διάφορες στρατηγικές κατά τη διάρκεια των καθημερινών πολυποίκιλων συναλλαγών τους.


Όλες αυτές οι θεωρίες ενίσχυσαν την πεποίθηση οικονομολόγων όπως ο Φρίντριχ Βον Χάυεκ, των οποίων τα οικονομικά μοντέλα δεν περιλάμβαναν ούτε στο ελάχιστο τον αλτρουισμό, αλλά ήταν εξαρτημένα εξολοκλήρου από το προσωπικό συμφέρον. Ο οικονομολόγος Τζέιμς Μπιουκάναν (James M. Buchanan), αμφισβητεί την έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» ενώ υποστηρίζει ότι οι οργανισμοί πρέπει να διοικούνται από ανθρώπους που έχουν ως κίνητρο το χρήμα. Έννοιες όπως «αίσθημα ικανοποίησης» ή «αίσθηση του καθήκοντος», δεν περιλαμβάνονται στις θεωρίες τους.

Κατά τις δεκαετίες του 60 και 70, οι θεωρίες του Λανγκ και τα μοντέλα του Νας γίνονται όλο και πιο δημοφιλή, στοχοποιώντας το κράτος και παρουσιάζοντάς το ως έναν μηχανισμό που επιχειρεί να ελέγχει τους πολίτες αφαιρώντας τους δύναμη και συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερες εξουσίες.

Η νέα γενιά ψυχαναλυτών μετά τον Φρόυντ, με επικεφαλής τον Βίλχεμ Ράιχ (Wilhelm Reich), θα συνεισφέρουν στην ενίσχυση της ατομοκρατίας και της δαιμονοποίησης του κράτους. Ο Ράιχ, αντιδρώντας στις ιδέες του Φρόυντ - ο οποίος πίστευε ότι τα ανθρώπινα ένστικτα πρέπει, κατά κάποιο τρόπο, να καταστέλλονται, γιατί μπορεί να οδηγήσουν τις κοινωνίες στο χάος - πίστευε, ότι οι άνθρωποι πρέπει να αφήνονται να εκφραστούν ελεύθερα, όπως θέλει ο καθένας ξεχωριστά και να μην καταπιέζουν τα ένστικτα τους. Οι μεγάλες εταιρίες προσαρμόστηκαν σε αυτό το ατομοκεντρικό είδος ελεύθερης έκφρασης και άρχισαν να προωθούν προϊόντα στοχεύοντας το άτομο και τις ατομικές ανάγκες.

Η υποβαθμισμένη έννοια της ελευθερίας στον Δυτικό νεο-ορθολογισμό

Τα απελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου τις δεκαετίες του 50 και 60 ενέπνευσαν την εγχώρια τρομοκρατία, κυρίως την δεκαετία του 70 στα Ευρωπαϊκά κράτη. Η βία και το αιματοκύλισμα που επέφεραν τα κινήματα και οι οργανώσεις αυτές, οδήγησαν τον Δυτικό κόσμο στο να υιοθετήσει μια περιορισμένη και υποβαθμισμένη έννοια για την ελευθερία.

Ο κορυφαίος πολιτικός φιλόσοφος Αϊσάια Μπερλίν (Isaiah Berlin) σε μια διάλεξή του στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1958, θα ορίσει δύο έννοιες της ελευθερίας: την θετική και την αρνητική. Η θετική έννοια της ελευθερίας, εμπνευσμένη από ιστορικά επαναστατικά κινήματα του παρελθόντος, αφορά κυρίως την δυναμική σύγκρουση με τυραννικά και αποικιοκρατικά καθεστώτα και την επιβολή μέσω της βίας, όπως υποστήριζε και ο Σαρτρ, μιας πιο δίκαιης και ανθρώπινης κοινωνίας. Η αρνητική έννοια της ελευθερίας έχει να κάνει με την περιορισμένη δράση του ατόμου στα όρια μιας πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας που υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες προκειμένου να μην διαταράσσει την ισορροπία του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικού συστήματος.

Ο Μπερλίν πίστευε ότι μόνο η αρνητική έννοια της ελευθερίας είναι εφικτή προκειμένου να εδραιωθεί μια ισορροπημένη κοινωνία απαλλαγμένη από την βία, αλλά είχε προειδοποιήσει ότι και η εφαρμογή αυτής της έννοιας εμπεριέχει ορισμένους κινδύνους και μπορεί να οδηγήσει σε απολυταρχικές πρακτικές. Ωστόσο, οι λεγόμενοι νέο-συντηρητικοί που εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 70 στις ΗΠΑ, είχαν ως κεντρικό στόχο της πολιτικής τους την εξάπλωση της αρνητικής έννοιας της ελευθερίας, προκειμένου να διαδώσουν την ειρήνη και την δημοκρατία σε όλο τον κόσμο και χάριν της εσωτερικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Υιοθετώντας αυτή την αντίληψη αργότερα, πολιτικοί όπως οι Μπιλ Κλίντον και Τζωρτζ Μπους, στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν Δυτικού τύπου δημοκρατίες βασισμένες σ’αυτή την έννοια της αρνητικής ελευθερίας, συντηρώντας ταυτόχρονα με τον τρόπο αυτό και τον “φονταμενταλισμό” των μεγάλων, Αμερικανικών κυρίως, εταιριών και τραπεζών, εφάρμοσαν μια μαζική πολεμική βία σε άλλα κράτη (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Σομαλία κ.λ.π.), επιβάλλοντας ένα άλλου είδους αιματοκύλισμα από έναν διαφορετικό δρόμο. Ταυτόχρονα, επέβαλαν σταδιακά, νέα μέτρα καταστολής και περιορισμού των ατομικών ελευθεριών στις ίδιες τις Δυτικές δημοκρατίες στο όνομα της προστασίας απέναντι στην τρομοκρατία, επιβεβαιώνοντας έτσι τις αρχικές φοβίες του Μπερλίν.

Με τη βοήθεια της προπαγάνδας και τακτικών βασισμένων στην ανθρώπινη ψυχολογία, από την πλευρά των κυβερνήσεων, ο Δυτικός νεο-ορθολογισμός συμπεριέλαβε σταδιακά και την πεποίθηση, ότι οι παρακολουθήσεις και τα μέτρα καταστολής είναι αναπόφευκτα, προκειμένου να διατηρηθεί η ασφάλεια των Δυτικών κοινωνιών. Όμως όλη αυτή η κουλτούρα, που διαμορφώθηκε όλες αυτές τις δεκαετίες μέχρι σήμερα, στέρησε από τον άνθρωπο κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: το ίδιο το Όραμα.

Εγκαταλείποντας το Όραμα

Ολόκληρες γενιές πραγματιστών μεγαλώνουν με κλισέ όπως "αυτή είναι η καλύτερη κοινωνία που μπορούμε να έχουμε", ή, "έτσι είναι ο άνθρωπος και δεν πρόκειται να αλλάξει". Έτσι, η ηθική καταντά και αυτή, σε πολλές περιπτώσεις, ένα είδος πολυτελείας και αντικαθίσταται από έναν ωμό οικονομικό πραγματισμό και έναν ακραίο κυνισμό.

Αλλά το “έτσι είναι ο άνθρωπος και δεν πρόκειται να αλλάξει”, για παράδειγμα, δεν προέρχεται τελικά από μια εμπειρική διαδικασία κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Με άλλα λόγια, δεν αποτελεί ένα συμπέρασμα που βγάζουμε μέσα από τη ζωή μεγαλώνοντας, όπως ίσως πολλοί νομίζουμε. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια δογματική πεποίθηση που εμφυτεύτηκε μέσα στον Δυτικό νεο-ορθολογισμό, αποτελώντας ένα από τα βασικά δομικά του στοιχεία και είναι απόρροια όλων αυτών των θεωριών που επηρέασαν σε βάθος την Δυτική σκέψη κυρίως τα τελευταία 100 χρόνια. Και έτσι, ως βασικό δομικό στοιχείο του Δυτικού νεο-ορθολογισμού, αναπαράγεται συνεχώς από γενιά σε γενιά.

Μέσα από αυτή την πορεία δεκαετιών, το Όραμα γίνεται μια έννοια που περισσεύει, δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε τίποτα. Ο Δυτικός άνθρωπος μαθαίνει να συμβιβάζεται με την υπάρχουσα κατάσταση, καθώς στον πυρήνα του Δυτικού νεο-ορθολογισμού εγκαθίσταται οριστικά η παραίτηση από την αναζήτηση μιας καλύτερης κοινωνίας. Έτσι, η έλλειψη Οράματος έχει μια πιο τρομακτική συνέπεια όσον αφορά την έννοια της ελευθερίας, καθώς αυτή υποβαθμίζεται σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο, αφού ο "λοβοτομημένος" εγκέφαλος έχει απολέσει την ικανότητα του να φαντάζεται ιδανικές καταστάσεις πέρα από τα όρια που του επιβάλει η φύση του.

Μια ολόκληρη γενιά πολιτικών θα αναδυθεί με μια ανάλογη αντίληψη και κουλτούρα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ κηρύσσει ότι δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο το άτομο, ο Κλίντον θα παραδώσει τα κλειδιά της οικονομίας στην ελεύθερη αγορά μετά από τις συμβουλές των τραπεζιτών και ο Φράνσις Φουκουγιάμα ανακοινώνει θριαμβευτικά το τέλος της ιστορίας. Όλοι οι σημερινοί πολιτικοί σε Ευρώπη και ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες χώρες, είναι γέννημα-θρέμμα της συγκεκριμένης κουλτούρας και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον τεχνοκρατικό τρόπο που παίρνουν αποφάσεις. Όταν δεν μπορούν, λειτουργούν με τη λογική της ανάθεσης των προβλημάτων σε άλλους συμβούλους-τεχνοκράτες, οι οποίοι λόγω της συγκεκριμένης κουλτούρας, βρίσκονται σε υπεραφθονία.

Και τώρα, η σκληρή πραγματικότητα ξεδιπλώνεται σαρωτικά μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Το τέλος της ιστορίας και η ελεύθερη αγορά ήταν μόνο παραμύθια. Ένα αδυσώπητο σύστημα παίρνει πίσω τις υποσχέσεις του για ευημερία, ειρήνη, σταθερότητα, μέσω του καταστροφικού καπιταλισμού. Τα εργασιακά δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες και οι κοινωνικές παροχές διαλύονται βίαια, από έθνη-κράτη που αυτοκαταστρέφονται, για να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους στην δικτατορία των αγορών.

'Οσο υποχωρεί το κράτος πρόνοιας, όσο τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα δέχονται επίθεση, τόσο πιο πολύ δυσκολεύει η “επανάκτηση” του Οράματος. Η άτακτη υποχώρηση μπροστά στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, χειροτερεύει τάχιστα την κατάσταση. Το Όραμα δεν γίνεται μόνο μια ουτοπία αλλά και μια πολυτέλεια, καθώς η πρώτη προτεραιότητα των ανθρώπων είναι πια να επιβιώσουν. Η ίδια η έννοια της ελευθερίας τείνει να εκλείψει οριστικά, μέσα σε όλο και πιο στρατιωτικοποιημένες κοινωνίες από ιδιωτικούς στρατούς.

Άραγε γιατί δεν ξεσηκώνονται μαζικά οι κοινωνίες; Γιατί δεν αντιδρούν; Μα, επειδή δεν πιστεύουν σε τίποτα πια. Επειδή η μοναδική αλήθεια γι'αυτές, είναι ότι υπάρχουν όρια, που δεν πρέπει να τα υπερβούν. Δεν πέθανε μόνο ο Θεός, πέθανε και το ίδιο το Όραμα.

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!