Οι πιο γνωστές είναι οι γιγάντιες αχιβάδες του γένους Tridacna, οι οποίες φτάνουν τα 230 κιλά και διακρίνονται εύκολα στους κοραλλιογενείς υφάλους λόγω του χρωματιστού, φωτοσυνθετικού μανδύα τους.
Στην ενήλικη φάση τους αυτά τα δίθυρα μαλάκια δεν μετακινούνται, ωστόσο τα γονίδιά τους μεταφέρονται από τον ένα πληθυσμό στον άλλο μέσω των ωαρίων, του σπέρματος και των προνυμφών που παρασύρονται από τα ρεύματα.
Μελετώντας τη ροή γονιδίων διαφορετικών αχιβάδων Tridacna maxima στον ανατολικό Ινδικό και τον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, οι επιστήμονες έκαναν μια πολύ σημαντική ανακάλυψη.
Πιο συγκεκριμένα βρήκαν ένα είδος αχιβάδας που εξωτερικά ήταν πανομοιότυπη με την αχιβάδα Tridacna maxima, γενετικά όμως διέφερε σημαντικά.
Όπως αποδείχθηκε από τις αναλύσεις, επρόκειτο για νέο είδος.
Οι αχιβάδες χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά για τροφή, για τη διακόσμηση ενυδρείων, για τη δημιουργία εργαλείων και κοσμημάτων.
Η διατήρηση των γιγάντιων αχιβάδων προϋποθέτει αναγνώριση των ειδών και σωστή εκτίμηση του πληθυσμού τους.
Για την αναπαραγωγή του νέου είδους τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια συναντιόνται εξωτερικά, στο νερό.
Αυτό σημαίνει πως σε μια περιοχή πρέπει να υπάρχει μεγάλος πληθυσμός ώστε να διασφαλιστεί ότι τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια θα συναντηθούν.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Plos One.