ήταν πολύ πικραμένος.
Εσκοτώθηκε ο γιός του.
΄Εχασε όλο το βιός του...
΄Ηταν τότε το σαράντα.
Δεν ήταν ούτε τριάντα.
Επήγε με την ελπίδα
να βοηθήσει την Πατρίδα.
Κάθε σπίτι πικραμένο
είχε ένα γιό χαμένο.
Ως πρόβατα επί σφαγήν
υπερασπίστηκαν την γήν.
Τον θυμάμαι λυπημένο
στην αυλίτσα σαν χαμένο.
Δεν είχε πιά πού να πάει
oύτε όρεξη να φάει.
Οι γονείς του και οι δύο
χάθηκαν το εικοσιδύο
σαν έγινε ο χαλασμός.
Διαλύθηκε ο Ελληνισμός.
Τρέχαν τα δάκρυα του βροχή.
Πέρασε μαύρη κατοχή.
Μετά είδε και τα ρέστα
που αν σου βαστάει πές τα.
Τον θυμάμαι το βραδάκι.
΄Ημουνα μικρό παιδάκι.
΄Ελεγε για την Πατρίδα
που του πήρε την Ελπίδα.
΄Επειτα ‘πό τόσα χρόνια
Το δώδεκα ήρθαν χιόνια.
Πώς να το χωρέσει ο νούς.
΄Εγινα και γώ παππούς.
Ξανάρθαν οι κολασμένοι.
΄Ολοι τους δαιμονισμένοι.
Την Ελλάδα να αρπάξουν
Τους ΄Ελληνες να τους σφάξουν.
Τώρα πιά τί να κοιτάξεις.
Κόπηκαν μισθοί, συντάξεις.
Πάλι ήρθε καταιγίδα.
Τα πληρώνει η Πατρίδα.
Πειραιάς, Μάϊος 2011
Γεώργιος Βελλιανίτης

