tromaktiko: Μετακινήθηκε το χωριό και... ήλθε η μοναξιά

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Μετακινήθηκε το χωριό και... ήλθε η μοναξιά



του Μανόλη Παντινάκη
Σάλεψε το χωριό των Ατσιπάδων Αγίου Βασιλείου στο Ρέθυμνο, όμως σάλεψαν, για ασφάλεια, πριν περίπου τριάντα πέντε χρόνια και οι περισσότεροι κάτοικοι και βρήκαν σταθερή γη στο νέο οικισμό που δημιούργησαν στην κοντινή Παλέ.
Έμειναν οι τολμηροί, όμως, και αυτοί με τα χρόνια άρχισαν να γερνούν και όσοι δεν αποχαιρετούσαν έβρισκαν θαλπωρή στις πόλεις που είναι εγκατεστημένα τα παιδιά τους. Τα περισσότερα σπίτια έμειναν με την ιστορία τους και … μαραζώνουν στους καιρούς. Μετρημένα κατοικούνται όλο το χρόνο και τα άλλα που είναι «εν ζωή», ανοίγουν τις πόρτες τους τα καλοκαίρια στους απόδημους και για ένα-δυο μήνες…

Το μαύρο μαντάτο που έφτασε την προηγούμενη μέρα το χωριό τάραξε συθέμελα τη μικρή κοινωνία. «Πέθανε ο Γιώργης» ακούστηκε στην κάθε πόρτα, και αυτή τη μέρα«τον έφεραν και τον έθαψαν» στο λατρεμένο του χώμα.

Ήταν για πολλά χρόνια εγκατεστημένος στο Ηράκλειο, δουλευταράς και φιλότιμος, έκανε την οικογένειά του και το γελαστό παλικάρι αιφνιδιαστικά, άρχισε την άνιση μάχη με τον χάροντα, ώσπου κατατροπώθηκε σε αυτό το σύντομα μα σκληρό αγώνα που έδιδε. Τα άλλα αδέλφια του «σκόρπισαν» από χρόνια, άλλος στην Κω και άλλοι στο Ρέθυμνο.

Έμεινε μόνος, ένας από τους «φρουρούς των Ατσιπάδων», ο πατέρας τους ο μπάρμπα Νίκος Περαντωνάκης υπερήλικας πλέον και έφτασε, δυστυχώς, στα χρόνια του να θάψει το παιδί του. Η μαχαιριά κάρφωσε βαθιά κι έκανε πληγή που θα μείνει ανοιχτή και στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του…


ΔΕΝ ΗΛΘΕ Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ…

Οι μόνιμοι που απόμειναν στην ερημιά όλοι κι όλοι θα είναι δεκαπέντε και μέσα σε αυτούς κι ένα ζευγάρι με ένα παιδάκι, που σήμανε την… ανανέωση, όμως αυτή δεν φάνηκε! Έτσι, αυτός ο μικρός με τους γονείς του μέσα στους γέροντες των εβδομήντα έως ενενήντα χρόνων, είναι η… παραφωνία στον βασανισμένο πληθυσμό.

Όμως, και αυτοί οι βαρυφορτωμένοι ηλικιακά, αν και δέχονται συχνά εκκλήσεις και πιέσεις από τα παιδιά τους να τους ακολουθήσουν στις πόλεις που είναι εγκατεστημένα, αρνούνται και δεν φεύγουν. Νιώθουν σαν να ξεριζώνουν τη ζωή τους! «Τι να πάω να κάνω στο Ρέθυμνο που είναι ο γιός μου;» διερωτάται η Βασιλική Εφεντάκη στη γειτονιά των «Πέρα Ατσιπάδων», που… συνήθισε τόσα χρόνια στη μοναξιά…




«Άκρα του τάφου σιωπή» στο δρόμο και στα σοκάκια που βγάζουν ψηλά στο χωριό και το προστατεύουν της «Κουρούπας τα Όρη», που είχαν τα λημέρια τους οι αντάρτες Μπολσεβίκοι!

Έμαθε πια τόσα χρόνια στη ρίζα και μόνο η σκέψη ότι θα κλειστεί στο «κλουβί» της πόλης και «δεν θα θωρώ κόσμο» την αποτρέπει. «Ούλα κακά κι ανάποδα! Αν θα πάω στην πόλη θα κουραστώ και θα χάσω αυτό που κάνω κάθε μέρα στο χωριό, ας είναι και μοναξιά…»Τότε, δηλαδή, θα στερηθεί το περιβόλι της, τα χόρτα στο βουνό και τη φροντίδα στα κατοικίδια της στο υπόστεγο. Αυτές οι ασχολίες την κρατούν ζωντανή.

Τη μονοτονία της καθημερινότητας που γίνεται πλήξη, θα ταράξει ο φούρναρης, ο μανάβης, ο ψαράς, ο τυράς και πότε-πότε και οι άλλοι.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!