νομοσχέδιο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, για το κλείσιμο 23 φορέων του δημοσίου και την αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Θετικά και με κάποιες επιφυλάξεις βλέπει μόνο τις ρυθμίσεις για τη μείωση των διοικητικών βαρών- απλουστεύσεις διαδικασιών.
Η ΟΚΕ θεωρεί, ότι οι ρυθμίσεις που αφορούν στις καταργήσεις- συγχωνεύσεις νομικών προσώπων και υπηρεσιών του δημοσίου «θα πρέπει να αποσυρθούν στο σύνολό τους και να επανεξεταστούν», επισημαίνοντας ταυτόχρονα «και αυτό όχι γιατί δεν υπάρχει ανάγκη εξορθολογισμού των δομών του δημόσιου τομέα, ο οποίος έχει αναπτυχθεί χωρίς συστηματικό σχεδιασμό στην κατανομή των αρμοδιοτήτων και την διοικητική αρχιτεκτονική των πεδίων δημόσιας πολιτικής. Αλλά γιατί η όλη διαδικασία που ακολουθείται για την κατάργηση φορέων και Οργανισμών στερείται συγκροτημένης μεθοδολογίας και προσεγγίζει ένα ζήτημα που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας αποσπασματικά, χωρίς να τεκμηριώνεται στο ελάχιστο η σκοπιμότητα και χωρίς οποιαδήποτε εκτίμηση του ισοζυγίου θετικών και αρνητικών συνεπειών».
Μάλιστα, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ΟΚΕ φέρνει τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας ο οποίος καταργείται, χωρίς να αξιολογηθεί το έργο του και χωρίς να ληφθεί υπόψη, ότι είναι ένας Οργανισμός στελεχωμένος με προσωπικό υψηλών προσόντων ο οποίος σήμερα χειρίζεται και γνωμοδοτεί για ζητήματα όπως το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αττικής-Αθηνών, το Ελληνικό, ο Ελαιώνας, το Γουδή, ζητήματα δηλαδή που η ολοκλήρωσή τους αναμένεται να δώσει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της Αττικής στην κατεύθυνση του δημόσιου συμφέροντος».
Για την αξιολόγηση του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών η ΟΚΕ αναφέρει, ότι «έχει επισημάνει πολλές φορές στο παρελθόν την ανάγκη ουσιαστικής λειτουργίας των διαδικασιών αξιολόγησης. Το γεγονός πως μεγάλος αριθμός εργαζομένων στο δημόσιο αξιολογούνταν με βαθμούς που προσέγγιζαν το άριστα κατέληγε στο να ακυρώσει την ίδια την αξιολογητική διαδικασία, επιτρέποντας στην συνέχεια την χρήση αυθαίρετων και μη υπηρεσιακών κριτηρίων κατά την επιλογή όσων κάλυπταν θέσεις ευθύνης».
Ωστόσο υποστηρίζει, ότι «η προτεινόμενη διαδικασία της ποσόστωσης, αποτελεί αποτυχημένη επιλογή και αυτό αποδεικνύεται από το ότι σε όποιες χώρες εφαρμόσθηκε ήδη εγκαταλείπεται». Επίσης σύμφωνα με τις θέσεις της ΟΚΕ «το βασικό πρόβλημα της αξιολόγησης υπήρξε πάντα η απουσία τυποποιημένων και μετρήσιμων κριτηρίων αξιολόγησης, δηλαδή κριτηρίων συνδεδεμένων με την παραγωγή συγκεκριμένων διοικητικών αποτελεσμάτων στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων κάθε φορέα και κάθε θέσης εργασίας».
Επιπρόσθετα σημειώνει, ότι «με τη μείωση του αριθμού των αξιολογητών ουσιαστικά καταργείται ο συγκριτικός χαρακτήρας της αξιολόγησης και διευκολύνεται για ακόμη μία φορά η εμπλοκή της πολιτικής εξουσίας στον χώρο της Δημόσιας Διοίκησης».
Τέλος, η ΟΚΕ αξιολογεί θετικά τις ρυθμίσεις για τη μείωση διοικητικών βαρών- απλουστεύσεις διαδικασιών, καθώς θεωρεί, ότι αυτές μειώνουν σε έναν βαθμό τα διοικητικά βάρη και απλουστεύουν τις διαδικασίες, αλλά σημειώνει για μία ακόμη φορά, την αναγκαιότητα ενίσχυσης της ψηφιακής δικτύωσης των υπηρεσιών.
Ωστόσο, η ΟΚΕ προειδοποιεί για τον κίνδυνο παραποίησης εγγράφων που εμπεριέχεται στην υποβολή μη επικυρωμένων πιστοποιητικών και τονίζει πως «η πρόβλεψη δειγματοληπτικού ελέγχου στο 5% των υποβληθέντων δικαιολογητικών δύσκολα θα θεραπεύσει τους κινδύνους παραποίησης, ειδικά σε ευαίσθητους τομείς συναλλαγών.