Η κρίση πανικού αποτελεί μια τρομακτική και επώδυνη εμπειρία κυρίως όταν το άτομο δεν έχει αντιληφθεί τα βαθύτερα αίτια και τη δυναμική της. Άνθρωποι περιγράφουν την εμπειρία τους «…να τους πιάνει ξαφνικά και απροειδοποίητα…», «…να νιώθουν ένα συναγερμό τρόμου σε όλο τους το σώμα…», «…ότι θα πεθάνουν…», «…ότι διαλύονται…». Η κρίση πανικού μπορεί πράγματι να αποτελέσει μια τραυματική εμπειρία για το άτομο το οποίο δεν γνωρίζει εκείνη τη στιγμή που περνάει την κρίση πανικού τι ακριβώς του συμβαίνει, για ποιο λόγο του συμβαίνει, πώς θα εξελιχθεί αυτό που νιώθει και, κυρίως, πώς να το αντιμετωπίσει.
Το κύριο χαρακτηριστικό των κρίσεων πανικού είναι έντονος φόβος και άγχος που καταβάλλει το άτομο ξαφνικά και απροειδοποίητα και κλιμακώνεται πολύ γρήγορα. Η κρίση πανικού «χτυπά» ξαφνικά, σε μια οποιαδήποτε στιγμή, στο δρόμο, στο λεωφορείο, στην εργασία, στον κινηματογράφο, ακόμη και στις διακοπές, και συνοδεύεται από πληθώρα σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων.
Συνήθη σωματικά συμπτώματα μπορεί να είναι τα ακόλουθα: ταχυκαρδία, εξάψεις και εφίδρωση, δύσπνοια, ζάλη, αίσθημα αστάθειας και έλλειψης ισορροπίας, αίσθημα βάρους στο στέρνο, μούδιασμα σε όλο το σώμα, ναυτία και στομαχική διαταραχή, τρέμουλο, μυϊκή τάση και σφίξιμο, τάση λιποθυμίας.
Συνήθη ψυχολογικά συμπτώματα μπορεί να είναι: αποπροσωποποίηση, αίσθημα τρόμου, αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής, φόβος ότι συντρέχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, π.χ. έμφραγμα ή εγκεφαλικό, ότι θα χαθεί ο έλεγχος ή ότι το άτομο «θα τρελαθεί» ή θα πεθάνει. Η κατάσταση βιώνεται ως εξαιρετικά επείγουσα, γι’ αυτό και πολλοί πάσχοντες απευθύνονται έντρομοι στα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου θεωρώντας ότι πάσχουν από κάτι εξαιρετικά σοβαρό. Όταν εκεί διαπιστώνεται η πραγματική φύση του προβλήματος, οι ίδιοι, παρ’ όλα αυτά, δεν εφησυχάζουν εύκολα. Συχνά υποβάλλονται σε σωρεία ιατρικών εξετάσεων προκειμένου να εντοπίσουν την πραγματική αιτία του προβλήματός τους.
Η εμπειρία αυτή καθεαυτή είναι εξαιρετικά δυσάρεστη αλλά δεν σταματά εκεί. Άπαξ και συμβεί μια φορά, το άτομο αρχίζει και βιώνει άγχος προσμονής για την επόμενη κρίση και για το τι, πώς και πού μπορεί να του ξανασυμβεί μια νέα κρίση. Νιώθει διαρκώς ανησυχία, παρατηρεί έντονα τις αντιδράσεις του και είναι σε διαρκή επιφυλακή για σωματικά συμπτώματα ή ενοχλήσεις που θα σηματοδοτήσουν μια επόμενη κρίση. Και η παραμικρή δυσφορία, ζάλη ή αδιαθεσία ερμηνεύεται με αρνητικό έως και καταστροφικό τρόπο. Έτσι εκκινεί η διαδικασία της «φοβικής αποφυγής», της αποφυγής δηλαδή των χώρων ή των καταστάσεων που «θεωρεί» ότι προκάλεσαν ένα επεισόδιο. Η καθημερινότητα καθίσταται βασανιστική και εξαιρετικά περιοριστική τόσο για τον ίδιο όσο και για τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν.
Σε αυτό το φαύλο κύκλο προσμονής και αποφυγής, τα αίτια που προκαλούν την κρίση συχνά παρερμηνεύονται. Έτσι, από μια αντίδραση άγχους που οφείλεται σε αμιγώς εσωτερικά, ψυχικά αίτια μπορεί να αρχίσει να περιορίζεται και να «φτωχαίνει» η καθημερινή ζωή του ατόμου, συρρικνώνοντας σημαντικούς τομείς της ζωής του. Εάν, για παράδειγμα, μια κρίση πανικού συνέβη όταν το άτομο οδηγούσε, τότε μπορεί να αρχίσει να αποφεύγει την οδήγηση μέχρι ουσιαστικά να αποκτήσει μια φοβία για την οδήγηση. Υπό αυτή τη δυναμική μπορεί να δημιουργηθεί και η αγοραφοβία –η φοβία για τα ανοικτά μέρη από τα οποία δεν μπορεί κανείς να έχει διαφυγή. Πράγματι, ο φόβος εγκλωβισμού σε χώρους και καταστάσεις από τις οποίες δεν μπορεί να διαφύγει εάν προκύψει μια νέα κρίση είναι έντονος. Έτσι αποφεύγονται σταδιακά διάφορες δραστηριότητες και το άτομο αρχίζει και προτιμά να μένει μέσα στο σπίτι γιατί πιστεύει ότι, αν μείνει μέσα, μπορεί να αποφύγει τις καταστάσεις που θα προκαλέσουν μια νέα κρίση πανικού και να βρεθεί και πάλι σε μια κατάσταση εγκλωβισμού που δεν μπορεί να λάβει καμία βοήθεια. Πράγματι, πολλά άτομα που πάσχουν από κρίσεις πανικού δεν μπορούν πια να ασκήσουν κανονικά το επάγγελμά τους, να οδηγήσουν το αυτοκίνητό τους, να βγουν από το σπίτι τους αν δεν έχουν μαζί τους κάποιον συνοδό.
Οι κρίσεις πανικού δεν οφείλονται, όπως λανθασμένα πιστεύεται, σε αδυναμία του ατόμου να ελέγξει τον εαυτό του ή σε έλλειψη θέλησης. Αντιθέτως, πρόκειται συνήθως για άτομα αρκετά δυνατά αφού καταφέρνουν και λειτουργούν υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες. Οι κρίσεις πανικού οφείλονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε βαθύτερες ενδοψυχικές συγκρούσεις οι οποίες δημιουργούν στο άτομο έντονη ψυχολογική πίεση, αμφιταλάντευση, ανασφάλεια αλλά και αρκετό θυμό για τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει επέλθει. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις, κατά την ψυχοθεραπεία, το άτομο ανακαλύπτει σταδιακά ότι ήταν ιδιαίτερα πιεσμένο όταν συνέβη η κρίση και ότι ήταν «διχασμένο» ανάμεσα σε αντικρουόμενες επιλογές, ανάμεσα σε αυτό που «θέλει» και σε αυτό που «πρέπει» να κάνει, σε αρχές και αξίες που συγκρούονται μέσα του.
Βάσει αυτών είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι όταν συμβεί μια κρίση πανικού είναι σημαντικό το άτομο να αναζητήσει άμεσα βοήθεια για να μην αρχίσει, καταρχάς, η σύνδεση με εξωτερικά ερεθίσματα άρα και η σταδιακή φοβική αποφυγή καταστάσεων κλπ. Επιπλέον, για να υπάρξει άμεσα μια εξωτερίκευση και λεκτικοποίηση της έντασης και της πίεσης που βιώνεται και να μην συνδεθεί και πάλι με άσχετα εξωτερικά ερεθίσματα και καταστάσεις.
Επίσης, είναι σημαντικό να αρχίσει να κατανοεί κανείς και να πιστεύει ότι μπορεί να παραμείνει περισσότερο ψύχραιμος όταν νιώσει κάποια γνώριμα σημάδια των κρίσεων να έρχονται, πιστεύοντας μέσα του ότι δεν θα πάθει κάτι καταστροφικό και διαλυτικό για τον ίδιο. Είναι διαφορετικό απλά να φοβόμαστε κάτι από το να πιστεύουμε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή απειλείται η ζωή μας με κάποιο τρόπο. Στην ψυχοθεραπεία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις ψυχικές συγκρούσεις και την αμφιθυμία που βιώνει το άτομο, τις αντιφατικές επιθυμίες που δημιουργούν αίσθημα ενοχής και θυμού και αποτελούν ουσιαστικά τη βασική αιτία εκδήλωσης των συμπτωμάτων.
Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι οι κρίσεις πανικού προκύπτουν σε σημαντικά μεταβατικά στάδια της ζωής, όπως είναι για παράδειγμα η αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο, η απόφαση του γάμου ή της απόκτησης του πρώτου παιδιού κ.ά. Το άτομο μπορεί να χρειάζεται βοήθεια για να συζητήσει τα δεδομένα των αποφάσεών του, την πραγματική του επιθυμία γι’ αυτές τις αποφάσεις και τους λόγους για τους οποίους μπορεί ασυνείδητα να μην θέλει, αλλά και να θέλει ταυτόχρονα και, πιθανόν, να αντιστέκεται, να σαμποτάρει ή να αναζητά βοήθεια μέσω των κρίσεων πανικού. Τέλος, να τονιστεί ότι το κίνητρο για θεραπεία παίζει πάντοτε καθοριστικό ρόλο γιατί οι κρίσεις πανικού αντιμετωπίζονται επιτυχώς, χρειάζεται όμως και ο ίδιος ο πάσχων να το θέλει πραγματικά και να προσπαθήσει γι’ αυτό.
Τζελέπη Ειρήνη
Συμβουλευτική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
iatronet.gr