Όταν κάθισα στον υπολογιστή μου απόψε για να γράψω είχα αποφασίσει, προφανώς παρασυρμένη από την νοσταλγία που πάντα φέρνει το ξεκίνημα της άνοιξης, έστω και λίγο διστακτικό, να μιλήσω για άλλη μια φορά για το...
παρελθόν. Είχα μια διάθεση σχεδόν λογοτεχνική, να μιλήσω για θέματα που έχουν αποτελέσει τον κορμό της κάθε δημιουργίας, την αφετηρία έργων τέχνης θαυμαστών και μοναδικών. Ήθελα να αναφερθώ στην προσωπική και στην συλλογική μνήμη, στις εικόνες και τους ήχους και τις μυρωδιές που ξαφνικά σε μεταφέρουν σε κάποιο παράλληλο συμπαν, κάπου που το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν στιγμιαία, ήθελα να μιλήσω για τη περίεργη και πολλές φορές ανεξήγητη διαστρωμάτωση του χτες, για την άπιαστη και πολύπλοκη έννοια του χρόνου.
Κάτι πρέπει να μου προκάλεσε τη διάθεση αυτή, αν και νομίζω ότι στην ηλικία μου πια υπάρχουν πολλές αφορμές για να συμβεί κάτι τέτοιο, για να αναπολήσεις ή να νοσταλγήσεις ξαφνικά, ή έστω να σταθείς και να παρατηρήσεις τις αλλαγές ή το καινούργιο γύρω σου και να αναρωτηθείς «μα πότε έγινε αυτό;» ή «μα πως πέρασαν έτσι γρήγορα τα χρόνια και βρέθηκα εγώ εδώ» και άλλα τέτοια υπαρξιακά ερωτήματα. Είναι και η «εποχή των καφέδων» όπως την αποκαλεί και ο Γιάννης Ξανθούλης, χάνονται άνθρωποι από τη ζωή σου, δικοί σου αλλά και της χώρας, άνθρωποι που τους ένιωθες γαιωμένους και μεστούς, στήριγμα αληθινό. Ήθελα να αναφερθώ στους ανθρώπους του πολιτισμού που έχουν φύγει, στους ανθρώπους του πνεύματος που κάποτε κάναμε θεούς, στους ποιητές και στους συνθέτες μας, ήθελα να αναφερθώ στα προσφυγικά και στο ξεπούλημα της ιστορικής μνήμης – όχι να μείνουν έτσι αλλά όχι και να τα πάρει χωρίς σχεδιασμό το ΤΑΙΠΕΔ - , ήθελα να ομολογήσω ότι τώρα που ξέρω και νιώθω πόσο τρομερά γρήγορα φεύγει ο χρόνος αναρωτιέμαι πια αν θα προλάβω να ζήσω (ξανά;) σε μια πιο δίκαιη, πιο δημοκρατική και πιο ανθρώπινη χώρα. Γενικά είχα ετοιμαστεί για μια υπαρξιακή προσέγγιση όλων όσων συμβαίνουν γύρω μου και μέσα μου όταν αίφνης....
...πέφτω πάνω σε ένα απόσπασμα από ένα σχόλιο του Χρήστου Νάτση στο Unfollow όπου αναφερόμενος σε άρθρο του Lifo για τις γειτονιές της Αθήνας που η ερωτηθείσα «αναπολεί την εποχή που στο σπίτι έπαιζε Χατζιδάκις κι αυτή στο πάρκο της Δεξαμενής διάβαζε Γιουρσενάρ, πριν κατηφορίσει προς το Σύνταγμα για να πειράξει τους τσολιάδες και πριν ανηφορήσει προς τον Λυκαβηττό για να φιληθεί» λέει « Αυτό που προκαλεί είναι η νοσταλγική αισθητικοποίηση του αντιδραστικού αφηγήματος της αστακομακαρονάδας, η επανεγγραφή της απαίτησης να επιστρέψουν οι κατεργάρηδες στους πάγκους τους και να αποκατασταθεί η κοινωνική διαστρωμάτωση εκεἰνη όπου ο καθένας ζει σύμφωνα με τις δυνάμεις του.»
Μετά από αυτό το απόλυτα σωστό αν και σκληρό σχόλιο αποφάσισα να μην γράψω τίποτα απολύτως. Ή μάλλον να αφήσω τις νοσταλγικές περιπλανήσεις και να επικεντρωθώ στο εδώ και τώρα και – άντε – στο τι μέλλοι γενέσθαι....κι ό,τι προφτάσουμε. Ας βιαστούμε και λίγο όμως.
tvxs.gr