Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καρδιολόγο Κάρλος Αλβιάρ του Ιατρικού Κέντρου Langone του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 3,5 εκατ. ανθρώπους ηλικίας 21 έως 102 ετών, οι οποίοι κατά καιρούς είχαν υποβληθεί σε καρδιολογική εξέταση. Από αυτούς, το 69,1% ήταν παντρεμένοι, το 13% χήροι, το 8,3% ανύπαντροι και το 9% χωρισμένοι.
Απομονώνοντας άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (ηλικία, φύλο κ.α.), οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, η ανυπαρξία συντρόφου αποτελεί ξεχωριστό παράγοντα κινδύνου για την υγεία της καρδιάς.
«Τα ευρήματα αυτά δεν θα έπρεπε να ωθήσουν τους ανθρώπους κατ’ ανάγκη να παντρευτούν, είναι όμως σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η σχετική απόφαση -αν κανείς θα ζήσει μαζί με κάποιον ή όχι- έχει σημαντικές επιπτώσεις για την καρδιαγγειακή υγεία του», δήλωσε ο Κάρλος Αλβιάρ.
Προηγούμενες μικρότερες μελέτες είχαν καταλήξει σε παρεμφερή συμπεράσματα, αλλά η νέα έρευνα είναι η μεγαλύτερη από κάθε άλλη στο παρελθόν και, επιπλέον, μελέτησε ξεχωριστά την επίπτωση του γάμου σε τέσσερις διαφορετικές αγγειακές παθήσεις (στεφανιαία αρτηριακή νόσο, περιφερική αρτηριοπάθεια, αγγειακή εγκεφαλοπάθεια και ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής).
Αναλυτικότερα, οι παντρεμένοι έχουν κατά μέσο όρο 5% μικρότερη πιθανότητα, σε σχέση με τους ανύπαντρους, να εμφανίσουν οποιαδήποτε αγγειακή νόσο, καθώς επίσης 8% μικρότερη πιθανότητα για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, 9% για αγγειακή εγκεφαλοπάθεια και 19% για περιφερική αρτηριοπάθεια.
Οι πιθανότητες εμφάνισης στεφαναιαίας νόσου ήταν μεγαλύτερες για τους χήρους και τους χωρισμένους από ό,τι για τους ανύπαντρους, σε σχέση με τους παντρεμένους. Γενικότερα, οι χήροι έχουν κατά μέσο όρο 3% μεγαλύτερη πιθανότητα για οποιαδήποτε αγγειακή νόσο και 7% ειδικότερα για στεφανιαία.
Για άνδρες και γυναίκες κάτω των 50 ετών, η «προστασία» του γάμου είναι πιο ορατή, καθώς οι παντρεμένοι έχουν 12% μικρότερη πιθανότητα για οποιαδήποτε αγγειακή νόσο, έναντι 7% για τους παντρεμένους 51 έως 60 ετών και 4% για όσους είναι άνω των 60 ετών.
«Φυσικά δεν αποφέρουν όλοι οι γάμοι το ίδιο καρδιαγγειακό όφελος, όμως σε ένα γενικό δείγμα καλών και κακών γάμων, η θετική καρδιαγγειακή επίπτωση είναι εμφανής», δήλωσε ο Κάρλος Αλβιάρ.
Περαιτέρω έρευνες στο μέλλον θα φωτίσουν περισσότερο γιατί ο γάμος λειτουργεί θετικά για την καρδιά. Οι πιθανότερες αιτίες είναι ψυχολογικές (η μοναξιά επιβαρύνει την καρδιά) και κοινωνικοοικονομικές (οι παντρεμένοι έχουν γενικά υψηλότερο εισόδημα και συνεπώς καλύτερη ασφάλιση και περίθαλψη).